- Advertisement -

Αναμνήσεις ενός χαμένου κόσμου

2

- Advertisement -

Από το 1774 και ως το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1918), η Μπουκοβίνα ήταν η νοτιότερη ανατολική επαρχία της αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Με κατοίκους Ρουμάνους και Ουκρανούς στην πλειοψηφία, με μειονότητες Γερμανών, Εβραίων, Πολωνών, Σλοβάκων, Αρμενίων, Τούρκων και λίγους απογόνους από περαστικούς έλληνες βοεβόδες, το νότιο σύνορό της με την Οθωμανική Τουρκία όριζε ο ποταμός Προύθος, τον οποίο, ας θυμηθούμε, πέρασε τον Φεβρουάριο του 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κηρύσσοντας την Επανάσταση που κατέρρευσε στο Δραγατσάνι. Ηταν και θέατρο μαχών από το 1914 και μετά, όπου αυστριακά και γερμανικά στρατεύματα αντιμετώπισαν ρωσικές τσαρικές και μπολσεβίκικες μονάδες. Διόλου περίεργο ότι αμέσως μετά το τέλος του πολέμου η Μπουκοβίνα χωρίστηκε σε βόρεια, που δόθηκε στην Ουκρανία, και νότια, που εντάχθηκε στο τότε βασίλειο της Ρουμανίας. Τα πράγματα ως προς τη γεωγραφία έχουν μείνει έτσι ως τις μέρες μας.

Αυτές οι εξελίξεις είχαν, όπως ήταν φυσικό, κοινωνικές και πολιτιστικές συνέπειες. Οι μειονότητες, γερμανικές και εβραϊκές, υπέστησαν διώξεις και εγκατέλειψαν τις εστίες τους, οι πόλεις άλλαξαν όνομα (το Τσέρνοβιτς, γενέτειρα του Ρετσόρι, ονομάστηκε Τσέρνοπολ στα ρουμανικά, Τσερνόφτου στα πολωνικά), η σύσταση των πληθυσμών ανατράπηκε, γλωσσικά στοιχεία και ιδιώματα καταπολεμήθηκαν και χάθηκαν, οι παραδοσιακοί τρόποι ζωής εξαφανίστηκαν, οι γερμανόφωνοι έφυγαν στη Βιέννη, από κοντά οι Εβραίοι στις εκεί κοινότητές τους, Πολωνοί μετανάστευσαν στην Αμερική, η Ρουμανία εκρουμάνισε συστηματικά τη Νότια Μπουκοβίνα, τη σημερινή βορειότερη επαρχία της Σουτσάβα, η Σοβιετική Ρωσία εφάρμοσε, μέσω της Ουκρανίας, τις γνωστές πολιτικές εκτοπισμών και τρομοκρατίας. Εντός αυτής της ιστορίας έζησε ο Γκρέγκορ φον Ρετσόρι (1914-1998): γεννήθηκε στο νοτιότερο άκρο της Αυστροουγγαρίας που κατέληξε να ορίζει το βορειότερο άκρο των Βαλκανίων, πέθανε στην Ιταλία.

Ο βίος του μοιάζει αντίγραφο των γεγονότων: Αυστριακός αριστοκρατικής σικελικής καταγωγής, βρέθηκε απλός πολίτης της Ρουμανίας μετά το 1918, παρέμεινε στο Βουκουρέστι ως το 1938 (σε αυτή τη διαμονή αναφέρεται το βιβλίο του Αναμνήσεις ενός αντισημίτη, που κυκλοφόρησε το 2020 από τον ίδιο εκδότη), οπότε εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο. Εκεί εργάστηκε στον εκδοτικό χώρο, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, μετακινούμενος στη Ρώμη, στο Παρίσι, στις Ηνωμένες Πολιτείες, δηλώνοντας «άπατρις», αφού η Μπουκοβίνα ήταν πια «σχεδόν αστρονομικά μακρινή επαρχία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης». Υστερα από είκοσι και πλέον χρόνια περιπλάνησης, κατέληξε στην Τοσκάνη, στην ιδιοκτησία της τρίτης συζύγου του, της ιταλίδας βαρονέσας Μπεατρίτσε Μόντι ντέλα Κόρτε, με την οποία οργάνωσε Ησυχαστήριο Συγγραφέων, συλλέγοντας ταυτόχρονα έργα τέχνης, που αποτελούν πλέον σημαντική ιδιωτική παρακαταθήκη. Το 2007, η βαρονέσα Ντέλα Κόρτε ίδρυσε, τιμώντας τη μνήμη του, το Βραβείο Γκρέγκορ φον Ρετσόρι, που απονέμεται ετησίως στη Φλωρεντία σε συγγραφείς των οποίων έργο έχει κυκλοφορήσει τον προηγούμενο χρόνο στα ιταλικά. Το βιβλίο που μας απασχολεί είναι αφιερωμένο «στην Μπεατρίτσε με απέραντη αγάπη και ευγνωμοσύνη».

Αυτά τα στοιχεία προσωπικότητας ενισχύονται όταν λάβουμε υπόψη ότι ο Ρετσόρι μιλούσε άπταιστα οκτώ γλώσσες (τα γίντις μεταξύ αυτών), έγραψε σενάρια εννιά ταινιών μεταξύ των ετών 1936-1967 και έλαβε μέρος σε δεκαπέντε ταινίες του γαλλικού κινηματογράφου από το 1954 ως το 1981, δίπλα σε ηθοποιούς όπως η Ζαν Μορό, η Αννα Καρίνα, η Αρλετί, δίπλα στον Μαστρογιάνι και την Μπριζίτ Μπαρντό στην ταινία Η ιδιωτική μου ζωή (1962) του πολύ αγαπητού φίλου του γάλλου σκηνοθέτη Λουί Μαλ. Συγγραφέας χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές ανησυχίες στα χρόνια της νεότητάς του, έγινε γνωστός το 1953 για το έργο του Μαγκρεμπινιανές ιστορίες, συλλογή παρωδιών της πολυπολιτισμικής Μπουκοβίνα. Προκάλεσε την προσοχή εκδοτών και κοινού το 1969, δημοσιεύοντας ένα εκτενές κεφάλαιο των Αναμνήσεων ενός αντισημίτη στο εβραϊκής ιδιοκτησίας «New Yorker», έργο που κυκλοφόρησε ολοκληρωμένο στη Γερμανία το 1979 και έγινε ευρύτερα γνωστό μετά τη μετάφρασή του στα αγγλικά το 1981. Σήμερα, αξιολογώντας το συνολικό έργο του (25 τίτλοι μυθιστορημάτων, δοκιμίων, αυτοβιογραφίας, διηγημάτων από το 1939 ως τον θάνατό του το 1998), ο Ρετσόρι αναγνωρίζεται ως «ένας από τους κορυφαίους στυλίστες της γερμανόφωνης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα».

Θα αποδώσουμε αυτή την επιτυχία στην αριστοκρατική καταγωγή του που επέβαλε εξ ορισμού τον σεβασμό στην ισορροπία και ευθυβολία του λόγου του, στη χρήση του γλωσσικού πλούτου που υποστήριζε την κατανόηση και αφομοίωση του πολύχρωμου κοινωνικού περιβάλλοντος, στην παιδεία που απέκτησε από την πανάσχημη, δυναμική Κασσάνδρα στα πρώτα χρόνια της ζωής του μέσα στην αργόσυρτη παρακμή και ανέλπιστη κατάρρευση της Αυστροουγγαρίας. Η Κασσάνδρα τού δίδαξε τη ζαβολιά ως χαρά της ζωής, την εκρηκτικότητα του παιχνιδιού ως απαραίτητης μάθησης για την αντιμετώπιση της στειρότητας των υποχρεώσεων όταν μετατρέπονται σε υποταγές. Οταν εμφανίστηκε το 1921 η παιδαγωγός Λίνα Στράους, σοβαρή πομερανικής καταγωγής Γερμανίδα, ένα είδος στρατάρχη τύπου Μπίσμαρκ, που φορούσε μια καρφίτσα με μότο «Ich dien!» (Υπηρετώ!), η κατοπινή «Στράουσι», και αποκαλύφθηκε ότι είχε ζήσει στην Αμερική, «ιδιαιτέρα» του Μαρκ Τουέιν, πρόσθεσε κανόνες συστηματικής παιδείας, συμπεριφοράς και μεθόδους ανάπτυξης της προσωπικότητας ενός νέου που, άτσαλα ως τότε, έδειχνε πως ήταν κιόλας «κάποιος» που έγραφε και ζωγράφιζε, και της μεγαλύτερης αδελφής του, η οποία από τα γεννοφάσκια της σχεδόν βρισκόταν με ένα βιβλίο στο χέρι και προβλεπόταν ότι θα γίνει μεγάλη επιστήμων. Χάθηκε νέα από καρκίνο των αδένων.

Αυτά σε μία οικογένεια όπου ο πατέρας, φανατικός κυνηγός, έλειπε συχνά για μέρες, όχι μόνο για θηράματα, αλλά κυρίως λόγω ανάληψης «ειδικών αποστολών» του στρατού. Στην πραγματικότητα ξεχνιόταν θηρεύοντας και απολαμβάνοντας τα θηλυκά τρόπαιά του. Η μητέρα, σε μακρόχρονες ή σύντομες περιόδους κατάθλιψης, πολύπλοκης προστασίας και εξίσου πολυδιάστατων φόβων για την υγεία των παιδιών της, χανόταν ανάμεσα σε αναίτια κόπωση, θαυμασμό της τέχνης και του σαβουάρ βιβρ κατά τους οικογενειακούς και σιωπηλούς δείπνους, όπου οι παρατηρήσεις στα παιδιά για το πώς έπρεπε να κρατούν πιρούνι και μαχαίρι δεν έλειπαν. Η Κασσάνδρα, η μητέρα, ο πατέρας, η αδελφή, η Στράουσι είναι τα «πέντε πορτρέτα» του υπότιτλου που βρήκαν τον συγγραφέα τους.

Θα ρωτήσει κανείς σε τι διαφέρει αυτή η αυτοβιογραφία, αυτή η ύστερη ανασκόπηση (γραμμένη επτά μόλις χρόνια πριν από τον θάνατο του συγγραφέα), προσωπική μυθολογία σε μεγάλο βαθμό, από τις αναρίθμητες βιογραφίες ανωνύμων και επωνύμων που έζησαν τα προμηνύματα, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Μεσοπόλεμο και τη βουή των, κατά Καβάφη, «προσιόντων», των λίαν προσεχών γεγονότων, τα δυσώδη απόνερα των οποίων λιμνάζουν γύρω μας. Διαφέρει επειδή ο Ρετσόρι ξέρει γραφή και ανάγνωση ώστε να κατανοεί ότι δεν ασχολείται με τον εαυτό του, αλλά η εποχή του ασχολήθηκε με την περίπτωσή του. Πρόκειται για μια αφήγηση του τότε κόσμου, επειδή ο τότε κόσμος δεν γνώριζε ούτε γραφή ούτε ανάγνωση και έτσι λεηλάτησε εκείνες τις αρχές που κάνουν τη ζωή βιώσιμη. Επιστρέφοντας για λίγο, πενήντα χρόνια αργότερα, στην πόλη όπου είχε γεννηθεί, σημειώνει: «Το δικό μου [ρουμανικό] Τσέρνοπολ, δίδυμο αδελφάκι του αληθινού Τσέρνοβιτς [της Αυστροουγγαρίας], βρισκόταν στη χώρα του απίθανου και του θρυλικού. Η πραγματικότητα που βρήκα στο [πολωνικό] Τσερνόφτου απειλούσε… Επρεπε να φύγω το ταχύτερο δυνατόν. Η αναζήτηση του χαμένου χρόνου δεν πρέπει ποτέ να παίρνει τη μορφή του νοσταλγικού τουρισμού».

Η μετάφραση της κυρίας Δέσποινας Κανελλοπούλου είναι δείγμα επαγγελματικής συνείδησης.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Το χαρακτηριστικό είδος του «σλαβιεννέζου» κατεργάρη

Πιο παλιά, όταν με ρωτούσαν για τον τόπο καταγωγής μου, δίσταζα να απαντήσω, για δύο λόγους: κατ’ αρχάς, η παραδοχή ότι καταγόμουν από το Τσέρνοβιτς προκαλούσε απαρεγκλίτως το αυθόρμητο σχόλιο: «Α, μάλιστα…», κι όχι μόνο στους πρώην υπηκόους της Αυστροουγγαρίας, στο μυαλό των οποίων το Τσέρνοβιτς αντιπροσωπεύει ένα τυποποιημένο σύνολο εννοιών: ως γνωστό, το Τσέρνοβιτς αποτελεί το περιβάλλον όπου διαδραματίζονται τα περισσότερα ανέκδοτα με Εβραίους της Γαλικίας, και τον τόπο όπου ευδοκιμεί ένα πολύ συγκεκριμένο είδος ανθρώπου. Η πόλη μου απέκτησε παγκόσμια φήμη ως χωνευτήρι δεκάδων εθνοφυλετικών ομάδων, γλωσσών, θρησκευτικών δογμάτων, ιδιοσυγκρασιών και εθίμων, που συντήχθηκαν και διυλίστηκαν δημιουργώντας το χαρακτηριστικό είδος του «σλαβιεννέζου» κατεργάρη. Το εάν και κατά πόσον αποτελεί προνόμιο να συγκαταλέγεται κανείς σε αυτό ελέγχεται. Εγώ πάντως έκανα σ’ όλη μου τη ζωή ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να το αξιοποιήσω με τον καλύτερο τρόπο. Ο ποιητής Πάουλ Τσέλαν, ο οποίος είπε κάποτε ότι το Τσέρνοβιτς ήταν ένας τόπος όπου ζούσαν άνθρωποι και βιβλία, τα κατάφερε σ’ αυτό καλύτερα από μένα.

Ο δεύτερος λόγος της διστακτικότητάς μου είναι διττός: από τα εβδομήκοντα και πέντε έτη του επίγειου βίου μου, στο Τσέρνοβιτς πέρασα μόνο τα πρώτα δέκα. Κατόπιν το επισκεπτόμουν μόνο σποραδικά, δυστυχώς – διότι είχε πολλά να μου διδάξει. Η τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί ήταν το 1936, στα είκοσι δύο μου, δηλαδή πριν από πενηντατρία χρόνια. Οταν περνάει τόσο πολύς καιρός, τα αρχικά χνάρια ξεθωριάζουν. Ομως αυτό που συνέβαλε ακόμα πιο καθοριστικά στην αποξένωσή μου ήταν εκείνο το «πάλαι ποτέ»: το πόσο εξωπραγματικές φάνταζαν οι καταβολές μου. Αρχισα σιγά – σιγά να έχω την αίσθηση πως το Τσέρνοβιτς ήταν κάτι που το είχα επινοήσει εγώ ― και μαζί μ’ αυτό, τον εαυτό μου.

Γκρέγκορ φον Ρετσόρι,

«Τα περσινά χιόνια»,

σελ. 385-386

Gregor von Rezzori

Τα περσινά χιόνια

Μτφ. Δέσποινα Κανελλοπούλου

Εκδ. Δώμα, 2024,

σελ. 405

Τιμή 18 ευρώ

- Post Down -

Comments are closed.