- Advertisement -

Αφαγία, εξουσία, πίθηκοι, δεινόσαυροι

6

- Advertisement -

Mία από τις ταινίες που κάπως άδικα πέρασαν απαρατήρητες από το περσινό Φεστιβάλ Καννών όπου έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της, το «Club Zero» (διεθνής συμπαραγωγή, 2023) της Τζέσικα Χάουσνερ, σε ένα πρώτο επίπεδο πραγματεύεται ένα καυτό ζήτημα της εποχής μας, αυτό της υγιεινής διατροφής. Σε ένα δεύτερο επίπεδο όμως, η ουσία της ταινίας είναι ο σχολιασμός της πάνω στην εξουσία και κυρίως τη χειραγώγηση. Με δραματουργικό χώρο κάποιο πανάκριβο ιδιωτικό σχολείο της Αγγλίας (ο χρόνος δεν ορίζεται με ακρίβεια αλλά θα μπορούσε να είναι και στο σήμερα), βλέπουμε ότι η σωστή διατροφή αποτελεί πλέον κανονικό… μάθημα στις τάξεις. Ταλέντο στη διδαχή αυτού του μαθήματος είναι η κυρία Νόβακ (Μία Γουασικόφσκα). Το καταλαβαίνουμε αμέσως, από την αρχή κιόλας της ταινίας, όταν τη βλέπουμε να προσλαμβάνεται στο σχολείο ύστερα από ένα εξονυχιστικό interview της διευθύντριας (η δανή ηθοποιός Σίντσε Μπάμπετ Κνούντσεν). Η Νόβακ είναι πραγματικά αφοσιωμένη στα καθήκοντά της, όμως η επιμονή της στη σωστή διατροφή διακρίνεται από ένα «ύποπτο» πάθος και η άποψή της ότι όσο το λιγότερο τρώει κάποιος τόσο περισσότερα χρόνια κερδίζει στη ζωή του, προστατεύοντας συγχρόνως το περιβάλλον, ενώ αρχικώς προκαλεί αντιδράσεις στους μαθητές, εν συνεχεία τους παρασύρει σε μια εντελώς «άρρωστη» κατάσταση, πολύ κοντά στην παράνοια.

Ολοι γνωρίζουμε τη μανία πάρα πολλών ανθρώπων με τη δίαιτα, όπως επίσης τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η υπερβολή στη δίαιτα, διαστρεβλώνοντας τη σκέψη. Αλλά την ίδια ώρα, η κακή διατροφή, η ταχυφαγία, τα λίπη ή οι τροφές με συντηρητικά επίσης προκαλούν άλλου τύπου, εξίσου σοβαρά προβλήματα στο ανθρώπινο σώμα. Ωστόσο, παρότι η Χάουσνερ εμμένει σε όλες τις βλαβερές συνέπειες της κακής διατροφής, αυτό το θέμα είναι κατά κάποιον τρόπο το πρόσχημα για την ουσία της ταινίας που βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο χειραγωγούνται οι μαθητές από την κυρία Νόβακ. Αυστηρή σκηνοθεσία, ζυγισμένα πλάνα που θυμίζουν τη γεωμετρία εκείνων στο «Κουρδιστό πορτοκάλι» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, κοστούμια που «βγάζουν» μάτι (ιδίως οι στολές των μαθητών, όπου το κίτρινο, το μοβ και το μπεζ είναι χρώματα που κυριαρχούν), ντεκόρ που ταλαντεύονται ανάμεσα στην ποπ αρτ και τον φουτουρισμό, σκηνές που μπορούν να σοκάρουν, όπως αυτή όπου βλέπουμε ένα κορίτσι να τρώει τον ίδιο του τον εμετό προκειμένου να αποδείξει στους γονείς του ότι μπορεί να ζήσει ακόμα και από αυτόν. Ενα αλλόκοτο αλλά πολύ ενδιαφέρον κινηματογραφικό «σύμπαν» σε μια ταινία που έχει κάτι να πει πάνω σε επίμαχα ζητήματα της εποχής μας.

Περισσότεροι πίθηκοι

Το γνωστό ape-franchise του «Πλανήτη των Πιθήκων» συνεχίζεται με μία ακόμα ταινία, το «Βασίλειο του Πλανήτη των Πιθήκων» (Kingdom of the Planet of the Apes, ΗΠΑ, 2024) που τοποθετείται σε μια ακαθόριστη εποχή στο μέλλον, με τους πιθήκους κυρίαρχους και κάποιους ανθρώπους «αντάρτες». Βεβαίως, οι πίθηκοι αλληλοτρώγονται μεταξύ τους και επικρατεί ο ισχυρότερος, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους ανθρώπους. Βασικό πρόσωπο εδώ είναι ο Νώε, ένας χαρισματικός πίθηκος που θα δει τη φυλή του να ξεκληρίζεται από τους ισχυρούς και θα προσπαθήσει να βρει όσους δικούς του απέμειναν. Το ταξίδι του, στο οποίο θα συμμετάσχει μια μυστηριώδης γυναίκα (Φρέγια Αλεν), είναι η ταινία του Γουές Μπολ και οι «χορογραφίες» των πιθήκων στα δέντρα, στα βουνά, στα λιβάδια και στα ποτάμια, όπως και οι εντυπωσιακά γυρισμένες σκηνές συγκρούσεων ανάμεσά τους, το ισχυρό χαρτί της. Κατά τα άλλα, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις και πολλά αν συγκρίνεις το «Βασίλειο» με τις υπόλοιπες ταινίες του franchise πριν από 13 χρόνια, που «αναβίωσαν» εκ νέου τον μύθο της ταινίας «Ο Πλανήτης των Πιθήκων» του 1968.

Υψηλοί στόχοι, αλλά…

Τοποθετημένη στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, η ταινία «The Big Father» (2024) ακολουθεί την πορεία ενός σκηνοθέτη (Νίκος Παντελίδης), ο οποίος μπροστά στον κίνδυνο να χάσει το σπίτι του και ενώ βρίσκεται στη χειρότερη φάση με τη γυναίκα και τα τρία παιδιά τους μετατρέπει την οικογενειακή ζωή του σε ένα είδος reality show προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της «Ενωσης», ενός ομίλου επιχειρήσεων που τον χρησιμοποιεί για την προβολή των προϊόντων του. Στην πραγματικότητα, ο σκηνοθέτης μετατρέπει σε οικογενειακή υπόθεση την κεντρική ιδέα της ίδιας της ταινίας που θέλει να γυρίσει και δεν μπορεί, θέμα της οποίας είναι μια οικογένεια σε «καταναλωτικό πείραμα». Δεν ξέρω πόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχει μια ταινία στην οποία επί δύο ώρες παρακολουθούμε έναν αυτοκαταστροφικό και καθόλου συνεργάσιμο νάρκισσο να τρώγεται με τα ρούχα του, να τσακώνεται με τους πάντες, να παλεύει με το δημιουργικό του αδιέξοδο και να μην μπορεί να πείσει κανέναν πέρα από τον ίδιο τον εαυτό του ότι είναι ένα τεράστιο ταλέντο που πάει χαμένο. Πάνω σε αυτή την ιδέα πάντως κινείται μονίμως αυτή η εξαιρετικά εκνευριστική ταινία, που αγωνιά να σχολιάσει, και μάλιστα με αφελέστατο τρόπο, διάφορα τρωτά της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας· από το σύστημα κρατικής χρηματοδότησης του ελληνικού κινηματογράφου (ποιον, αλήθεια, ενδιαφέρει πέρα από τους κινηματογραφιστές;) μέχρι την άδικη λειτουργία των τραπεζών, την απαρχαιωμένη νοοτροπία της ελληνικής αστυνομίας ή την πλύση εγκεφάλου στην οποία στοχεύει η διαφήμιση (τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια δηλαδή). Ενδεχομένως οι προθέσεις και οι στόχοι του σκηνοθέτη Κώστα Στραγαλινού να ήταν πολύ πιο υψηλοί από το εξαιρετικά φτωχό σύνολο που παρακολουθούμε στην οθόνη.

Στη σκιά της «Ζώνης»

Mε ανεξήγητη καθυστέρηση… έξι ετών, η ταινία «Sobibor» (Ρωσία, Γερμανία / Λιθουανία, 2018) του Κονσταντίν Καμπέσνκι έρχεται σήμερα να δοκιμαστεί σε μία μόνο αίθουσα, και μάλιστα ενώ η «Ζώνη ενδιαφέροντος» εξακολουθεί να είναι νωπή στη μνήμη αλλά και να προβάλλεται. Και η αλήθεια είναι πως παρά την εντυπωσιακή όψη της αυτή η υπερπαραγωγή ελάχιστα προσθέτει σε ό,τι αφορά την κατανόησή μας για τη φύση της «τελικής λύσης» της εξολόθρευσης των Εβραίων από τους ναζιστές. Βεβαίως, το γεγονός ότι η ιστορία της τοποθετείται σε ένα από τα λιγότερο γνωστά στον κινηματογράφο στρατόπεδα συγκέντρωσης, το Sobibor στην πολωνική επικράτεια, οξύνει την περιέργεια. Και ακόμα περισσότερο το ότι το Sobibor υπήρξε ένας από τους ελάχιστους χώρους όπου οι εβραίοι κρατούμενοι επαναστάτησαν κατά των διοικούντων. Ωστόσο η σκιά ταινιών όπως οι «Η λίστα του Σίντλερ», «Η ζωή είναι ωραία», «Ο γιος του Σαούλ» και, κυρίως, η πρόσφατη «Ζώνη ενδιαφέροντος» είναι τόσο βαριά που τελικά το «Sobibor» χάνει σε όλα τα σημεία.

Ταξίδι στον χρόνο

Απευθυνόμενη αποκλειστικά σε θεατές μικρών ηλικιών, η περιπέτεια φαντασίας «Επιστροφή στην εποχή των δεινοσαύρων» (Timescape, ΗΠΑ, 2022) δανείζεται ιδέες από το κλασικό μυθιστόρημα φαντασίας «Η μηχανή του χρόνου» του Χ. Τζ. Γουέλς (που έχει γυριστεί πολλάκις στο σινεμά), όπως και από το «Τζουράσικ Παρκ» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, για να περιγράψει  το ταξίδι στον χρόνο που θα κάνουν μέσω ενός διαστημόπλοιου ένα αγόρι και ένα κορίτσι (Σόφιαν Ολενιούκ, Πατρίτσια Σάμερσετ) καταλήγοντας εκατομμύρια χρόνια στο παρελθόν, ανάμεσα σε δεινοσαύρους. Η ταινία είναι φτιαγμένη με επαγγελματισμό και συνέπεια για αυτό που είναι και αποτελεί την πρώτη μεγάλου μήκους μυθοπλασία με ηθοποιούς του Ελληνοκαναδού Αριστομένη Τσίρμπα. Ενδεχομένως να μπορούσε να αποκτήσει μια γοητευτική εικόνα ακόμα και σε μεγαλύτερες ηλικίες, όμως η ελληνική μεταγλώττιση στην οποία την είδαμε δεν τη βοηθά, δυστυχώς, καθόλου.

- Post Down -

Comments are closed.