- Advertisement -

Η «κληρονομιά» του «Pulp Fiction» 30 χρόνια μετά

4

- Advertisement -

Αν και αποφεύγω τις βαρύγδουπες εκφράσεις, κατά κάποιον τρόπο το «Pulp Fiction» είναι στ’ αλήθεια ένας σταθμός της ζωής μου, επειδή, κυρίως, ήταν η ταινία-γεγονός τη χρονιά της παρθενικής μου επίσκεψης στο Φεστιβάλ των Καννών, τον Μάιο του 1994, όταν έκανε εκεί την παγκόσμια πρεμιέρα της. Ημουν και εγώ εκεί, ένα «ψάρι» που δεν ήξερ που πάνε τα τέσσερα και έτσι ένιωσα από κοντά τον παλμό του κόσμου μπροστά στο φαινόμενο Κουέντιν Ταραντίνο. Εμεινα έκθαμβος από την πρώτη στιγμή που είδα την ταινία και από τότε δεν έχω αλλάξει γνώμη, όσες φορές και αν την έχω ξαναδεί (και είναι αρκετές). Αυτή η ντελιριακή συρραφή παράξενων, νοσηρών, διασκεδαστικών και φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ τους ιστοριών έρωτα, πάθους και εγκλήματος με φόντο τον υπόκοσμο του Λος Αντζελες των nineties ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο Ταραντίνο (που δικαίως αργότερα θα κέρδιζε το Οσκαρ σεναρίου) «υιοθέτησε» πολλά κινηματογραφικά στυλ για να παραδώσει κάτι απολύτως δικό του. Θυμάμαι ακόμα την ανατριχίλα που μου είχε προκαλέσει η θέα του ειδώλου μου, του Κλιντ Ιστγουντ, όταν τη βραδιά της απονομής μέσα στην αίθουσα Λιμιέρ, ως πρόεδρος τότε της κριτικής επιτροπής, ανέφερε τον τίτλο «Pulp Fiction» στην ανακοίνωση του Χρυσού Φοίνικα. Οπως επίσης θυμάμαι ότι πολλά χρόνια αργότερα, το 2008, όταν η «Ανταλλαγή» του Ιστγουντ θα συμμετείχε στο επίσημο τμήμα του ίδιου φεστιβάλ, ο ίδιος ο Ιστγουντ στη συνέντευξη Τύπου της θα έλεγε ότι το «Pulp Fiction» δεν ήταν η ταινία της δικής του προτίμησης, αλλά επειδή ήταν όλων των υπόλοιπων μελών της επιτροπής αναγκάστηκε κατά κάποιον τρόπο να συμβιβαστεί (δεν το είπε ακριβώς έτσι, αλλά αυτό άφησε να εννοηθεί). Σε κάθε περίπτωση, αυτή η ταινία δεν έχει γεράσει καθόλου και νομίζω ότι τη βλέπεις πάντα με την ίδια ευχαρίστηση αν ανήκεις σε εκείνους που την αγάπησαν όταν την είδαν για πρώτη φορά. Μπορεί να ακούγεται κάπως υπερβολικό, όμως το «Pulp Fiction» είναι ένα μέρος της ιστορίας του σινεμά μέσα στο ίδιο «πακέτο» μιας ταινίας.

Χρήστος Δήµας

Εσπασε τις φόρμες του πρέπει και του φαίνεσθαι

Καλοκαίρι του 1995. Ζούμπερι. Θερινό σινεμά. Ποπκόρν, κόκα κόλα και έτοιμος να συναντήσω για πρώτη φορά το σινέ σύμπαν του Ταραντίνο. Είχα ακούσει για το «Ρεζερβουάρ Ντογκς», αλλά δεν το είχα δει. Ολοι μιλούσαν για την επική εκτέλεση της «Μισιρλού». Ή την κοτσίδα και την επιστροφή του Τραβόλτα. Τις πλοκές και διαπλοκές σε ένα δαιδαλώδες σενάριο. Ενώ ο Γιάννης Πετρίδης στη ραδιοφωνική του εκπομπή-ευαγγέλιο στο Πρώτο Πρόγραμμα την είχε κατατάξει στην κορυφή των ταινιών της χρονιάς.

Θέλω να πω ότι πήγα με τις καλύτερες προθέσεις. Ωραία η αρχή. Ωραία και η κουβέντα για τις french fries. Χαοτική αλλά ενδιαφέρουσα όλη αυτή η πολυδιάσπαση της αφήγησης. Βλεπόταν. Ως εκεί. Μέχρι τη σκηνή που κολλάνε τα μυαλά του επιβάτη στο παρμπρίζ του αμαξιού από τον λάθος πυροβολισμό.

Εκεί θύμωσα. Σηκώθηκα με τη μία και βγήκα έξω από το σινεμά. Αυτή η σχεδόν κόμικ απόδοση της βίας με ενόχλησε. Σε λίγο βγήκε έξω και η παρέα. Αντί για «Pulp Fiction» καταλήξαμε να τρώμε ωραίες μακαρονάδες στην παραδίπλα πιτσαρία. Τι ωραία τη νύχτα που τραγουδούν τα τζιτζίκια στο Ζούμπερι.

Ξανασυναντώ το «Pulp Fiction» σε DVD του περιοδικού «ΣΙΝΕΜΑ», πλέον, την ημέρα που είδα το «Kill Bill 1». Την ίδια ημέρα.

Και τότε ξεθύμωσα. Μου πήρε σχεδόν μια δεκαετία για να ξανασυναντήσω τον φίλο Κουέντιν, να ερωτευτώ την Αμάντα Πλάμερ και να αφουγκραστώ τη μοναδική γραφή σεναρίου-κέντημα, με ήρωες, καταστάσεις και φιλοσοφικές αναζητήσεις που έσπασαν τις φόρμες του πρέπει και του φαίνεσθαι και που ο κυνισμός αλλά κι η λεπτομέρεια της ταραντινικής γραφής μου θύμισε νουβέλες του Σόμερσετ Μομ.

Α, ναι…. Και ξαναγάπησα τις french fries.

Μίνως Νικολακάκης

Ολο το αμερικανικό πνεύμα από το ’50 και μετά

Ο Ταραντίνο πλέον σήμερα έχει «κερδίσει» κάτι περισσότερο από το τίτλο ενός auter δημιουργού. Είναι ο βασικότερος υποστηρικτής – και διασώστης – της κινηματογραφικής εμπειρίας όπως τη γνωρίσαμε από το ’40 και μετά, ένας εραστής των ταινιών (και ακόμα περισσότερο των exploitation χειροποίητων ταινιών). Οπως συχνά λέει, παρά τις γοητευτικές τους ατέλειες, πάντα είχαν τη δύναμη ενός απλού αλλά δυνατού storytelling. Η μαγεία τους έγκειται στο ότι οι ίδιοι οι δημιουργοί δεν είχαν τίποτα να χάσουν, οπότε έβαζαν όλη την τρέλα και το ρίσκο τους στις ταινίες τους. Κάπως έτσι μου φαίνεται και το «Pulp Fiction» τόσα χρόνια μετά. Είναι η εμβληματική ταινία που τον έβαλε δυνατά στο κινηματογραφικό στερέωμα, ύστερα από μια πρώτη εκρηκτική επίσης ταινία.

Σε αυτή το mix που κάνει, συνδυάζοντας ευρωπαϊκό κινηματογράφο, τρελούς χαρακτήρες αλλά και γερές δόσεις βίας (όπως άλλωστε στις ταινίες των αγαπημένων του δημιουργών), είναι εμφανής η ελαφρότητα ενός σκηνοθέτη που λειτουργεί χωρίς το βάρος κάποιας προσδοκίας. Κάνει αυτό που του αρέσει με τον πιο ευθύ τρόπο λες και είναι αυτός το ακροατήριο της ταινίας. Από αυτή την ταινία και μετά (και ίσως μετά το εξαιρετικό «Jackie Brown») είναι σαν να βρίσκεται σε μια εσωτερική «υποχρέωση» να αποδείξει ότι μπορεί να διατηρήσει τον τίτλο που ο ίδιος δημιούργησε. Υπογραμμίζοντας τις αναφορές του περισσότερο όντας ίσως προσεκτικός να μην παρουσιαστεί σαν σκιά του νεότερου εαυτού του. Ισως και γι’ αυτό ακύρωσε την τελευταία – όπως δηλώνει – ταινία του «Τhe Movie Critic». Οταν έχεις καταφέρει να αναβιώσεις όλο το αμερικανικό πνεύμα από το ’50 και μετά, στη μυθοπλασία αλλά και τη μουσική, από μία και μόνο ταινία-γροθιά, είναι αναπόφευκτο πάντα να συγκρίνεσαι με αυτό το κάποτε παιδί που δεν είχε τίποτα να χάσει και αποφάσισε να πάρει όλο το κοινό μαζί του, με την ίδια τρέλα των «φθηνών» δημιουργών που τον δίδαξαν.

- Post Down -

Comments are closed.