- Advertisement -

Frankenstein: Ο Γκιγέρμο ντελ Τόρο δημιουργεί ένα τέρας και μια ταινία που αγγίζει την ψυχή του μύθου

Frankenstein: Ο Γκιγέρμο ντελ Τόρο δημιουργεί ένα τέρας και μια ταινία που αγγίζει την ψυχή του μύθου
1

- Advertisement -

Ο Γκιγέρμο ντελ Τόρο αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι είναι ένας από τους ελάχιστους δημιουργούς που μπορούν να μετατρέψουν την κινηματογραφική φαντασία σε ποίηση.

Το νέο του Frankenstein δεν είναι απλώς μια ακόμη διασκευή του κλασικού μύθου της Μέρι Σέλεϊ· είναι μια συγκλονιστική αναμέτρηση με τη ζωή, τον θάνατο και τη μοναξιά της δημιουργίας, ένα στοχαστικό, βαθιά ανθρώπινο έργο που ισορροπεί ανάμεσα στην ομορφιά και τον τρόμο.

Η ταινία, παραγωγής Netflix, προβάλλεται προσωρινά σε επιλεγμένες αίθουσες στην Ισπανία και την Ευρώπη πριν κυκλοφορήσει στην πλατφόρμα στις 7 Νοεμβρίου, και πρόκειται για ένα φιλμ που αξίζει να το δει κανείς στη μεγάλη οθόνη. Με εικαστική δύναμη και αφηγηματικό βάθος, ο ντελ Τόρο χτίζει μια γοτθική, ρομαντική και φιλοσοφική τραγωδία — περισσότερο για τον άνθρωπο και την απώλεια παρά για το ίδιο το τέρας.

Στον ρόλο του Victor Frankenstein, ο Όσκαρ Άιζακ δίνει μια ερμηνεία γεμάτη πάθος και ενοχή· η αλαζονεία του επιστήμονα μετατρέπεται σταδιακά σε αυτοτιμωρία. Ο Τζέικομπ Ελόρντι, ως το πλάσμα, προσφέρει μια σπαρακτική παρουσία — ένα ον αδέξιο και αγνό, που μαθαίνει να βλέπει τον κόσμο με την αθωότητα ενός παιδιού και τον πόνο ενός καταραμένου ανθρώπου. Ανάμεσά τους πλανάται η αιώνια ερώτηση: ποιος είναι πραγματικά το τέρας; Ο δημιουργός ή το δημιούργημα;

Η αφήγηση διαρθρώνεται σε δύο μέρη – Η ιστορία του Βίκτορ και Η ιστορία του Πλάσματος– ξεκινώντας από τα παγωμένα τοπία της Αρκτικής και γυρνώντας πίσω στην απαρχή του ολέθρου. Ο νεαρός Βίκτορ, σημαδεμένος από τον θάνατο της μητέρας του, αφιερώνει τη ζωή του στην κατάκτηση της αθανασίας. Στην πορεία, ο ντελ Τόρο τον τοποθετεί απέναντι σε μια κοινωνία που συνδέει την επιστήμη με την εξουσία: ο Κρίστοφ Βαλτς υποδύεται τον βιομήχανο-χορηγό των πειραμάτων του, ενώ η Μία Γκοθ ενσαρκώνει την Ελίζαμπεθ, το αντικείμενο μιας παράφορης, σχεδόν μεταφυσικής έλξης.

Ο σκηνοθέτης χειρίζεται το υλικό του με τον γνωστό του εικαστικό μαξιμαλισμό: εργαστήρια λουσμένα σε κατακόκκινες λάμψεις, νεκροταφεία μέσα σε πρασινωπή ομίχλη, μπαρόκ φωτισμούς και σκηνικά που θυμίζουν πίνακες του Καραβάτζιο και του Γκόγια. Η μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά λειτουργεί σαν συμφωνία θανάτου και λύτρωσης, συνοδεύοντας κάθε καρέ σαν τελετουργία.

Το αποκορύφωμα έρχεται στο εργαστήριο της δημιουργίας, μια γιγαντιαία φρούρια στις ακτές της Σκωτίας, όπου το σώμα του πλάσματος ανασταίνεται μέσα σε καταιγίδες και αστραπές. Ο ντελ Τόρο, αντί να επιλέξει τον τρόμο, προτιμά τη συγκίνηση: παρακολουθεί με τρυφερότητα το πλάσμα να ανακαλύπτει το νερό, το φως, τη μουσική. Στην πιο συγκινητική σκηνή, βρίσκει καταφύγιο στην καλύβα ενός τυφλού γέροντα (Ντέιβιντ Μπράντλεϊ), ο οποίος του μαθαίνει τη λέξη «φίλος». Εκεί ο θεατής αντιλαμβάνεται πως το τέρας είναι πιο ανθρώπινο από όλους.

Η τελευταία φράση του φιλμ, δανεισμένη από τον Λόρδο Byron, συνοψίζει το πνεύμα του έργου: «Και έτσι η καρδιά θα σπάσει, κι όμως θα συνεχίσει να χτυπά». Ο ντελ Τόρο δεν γυρίζει απλώς μια ιστορία τρόμου· δημιουργεί ένα ποιητικό δράμα για την ενοχή, τη δημιουργία και την απώλεια, ένα φιλμ που ανασαίνει ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι.

Το Frankenstein του Γκιγέρμο ντελ Τόρο δεν θα «αναστήσει» απαραίτητα τις κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά αναζωογονεί το ίδιο το σινεμά: τη δύναμη της εικόνας να αφηγείται, να συγκινεί και να θυμίζει πως ακόμα και μέσα στην πιο απόκοσμη φρίκη, υπάρχει χώρος για την ομορφιά και την ανθρωπιά.

- Post Down -

Comments are closed.