Γάτοι, αράχνες και ένα αξέχαστο «ρόδι»

Ποιητική και συγχρόνως άκρως αλληγορική, η ταινία «Σαγιάτ Νόβα – Το χρώμα του ροδιού» (Sayat Nova / Nran Guyne, Σοβιετική Ενωση, 1968) του Σεργκέι Παρατζάνοφ (1924-1990) έχει πίσω της μια ολόκληρη ιστορία. Στην εποχή της λογοκρίθηκε, παρουσιάστηκε με νέο μοντάζ, μετονομάστηκε ως «Το χρώμα του ροδιού» και απαγορεύτηκε. Το ντοκιμαντέρ του Μιχαήλ Βαρτάνοφ «Tsvet armyanskoy zemli» (1969) που «εισχωρούσε» στο παρασκήνιο της ταινίας, κατασχέθηκε από τις Αρχές και τα πλάνα του θα επανεμφανίζονταν 20 χρόνια αργότερα στο ντοκιμαντέρ του Μιχαήλ Βαρτάνοφ «Parajanov: The Last Spring» (1992), το οποίο αποκωδικοποίησε τη μοναδική κινηματογραφική γλώσσα του «Σαγιάτ Νόβα» (που αργότερα θα εμφανιζόταν σε πολλές λίστες με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, εντύπων όπως τα «Sight and Sound», «Cahiers du Cinema» και «Time Out»).

Με το «Σαγιάτ Νόβα» ο Παρατζάνοφ επιδιώκει να μας μεταφέρει βαθιά μέσα στο πνεύμα και την ψυχή του γεωργιανού / αρμένιου ποιητή Χαρουτιούν Σαγιατιάν, κοινώς Σαγιάτ Νόβα (1712-1795), του οποίου τα ρομαντικά ποιήματα και τραγούδια γράφτηκαν σε τέσσερις διαφορετικές γλώσσες (αρμενική, γεωργιανή, τουρκική, περσική), με τον ίδιο ενταγμένο σε ένα άκρως θρησκευτικό περιβάλλον. Ο Σ. Παρατζάνοφ που υπήρξε το «κακό παιδί» της τέχνης στα σκληρά χρόνια της Σοβιετικής Ενωσης (μάλιστα, φυλακίστηκε για πέντε χρόνια εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του) ουδόλως ενδιαφέρεται για ένα α λα Χόλιγουντ biopic ακαδημαϊκού χαρακτήρα, δεν κάνει καμία προσπάθεια να αποδώσει οπουδήποτε μια αίσθηση ρεαλισμού. Ο φακός του στοχεύει αποκλειστικά στην αποκρυστάλλωση σε εικόνες της ποίησης και φιλοσοφίας του Σαγιάτ Νόβα, χωρίς όμως να θέλει ο ίδιος να ερμηνεύσει κάτι. Αντιθέτως, γενναία, αφήνει τον θεατή μόνο με τις δικές του σκέψεις, τις δικές του ερμηνείες.

Το εγχείρημα είναι εξαιρετικά δύσκολο, όμως η ταινία που ευτυχώς δεν είναι μεγάλης διάρκειας (δεν ξεπερνά τις δύο ώρες) το καταφέρνει και με το μειονέκτημα της πλήρους αδιαφορίας για την παραδοσιακή αφήγηση. Χωρίς καμία κίνηση της κινηματογραφικής μηχανής και χωρίς ούτε έναν διάλογο ανάμεσα στους ήρωες που βλέπουμε στην οθόνη, η ταινία βυθίζεται σε μια μοναδική παλέτα χρωμάτων και ήχων και ρέει σαν το νερό στο ποτάμι αφήνοντας τα μουσικά όργανα, τα κτίρια, τις τοπικές ενδυμασίες, τα χαλιά, τα ζώα και βεβαίως τα πρόσωπα να «μιλήσουν» απλώς και μόνο με το να είναι εκεί. Ακούμε χορωδίες να τραγουδούν, βλέπουμε παραδοσιακούς χορούς, γινόμαστε μάρτυρες διαφόρων περιστατικών της μικρής τοπικής κοινωνίας. Π.χ. βλέπουμε έναν άντρα να δουλεύει ασκήσεις φυσικοθεραπείας στο σώμα ενός άλλου άντρα ή τη σφαγή μιας κατσίκας… Ενδιαμέσως, στίχοι του Σαγιάτ Νόβα εμφανίζονται σε μαύρο πλαίσιο ή ακούγονται σε off αφήγηση σαν «μουσικό χαλί». «Γιατί σ’ αυτή την υγιή ζωή είμαι ο μόνος που υποφέρει;». «Είμαι ένας άνθρωπος του οποίου η ψυχή είναι βασανισμένη». «Είσαι φωτιά ντυμένος στα μαύρα». «Πού μπορώ να βρω την ανιδιοτελή αγάπη;». Μέσα σε μια απαράμιλλη συμμετρία χωροχρόνου, παρακολουθούμε τον Σαγιάτ Νόβα σε διαφορετικές περιόδους της παράξενης ζωής του· παιδί, έφηβος, αργότερα ιερομόναχος. Ο βασικός ηθοποιός της ταινίας, Σοφίκο Κιαουρέλι, ερμηνεύει έξι διαφορετικούς ρόλους (άνδρες και γυναίκες), ενώ ο Παρατζάνοφ εκτός από σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας είχε την εποπτεία των χορογραφιών, των σχεδίων, της σκηνογραφίας, των κοστουμιών και του μοντάζ αυτού του πραγματικά επαναστατικού έργου που δεν εκλαμβάνεις τόσο ως ταινία όσο ως μια γνήσια μυσταγωγική εμπιερία που ενίοτε θυμίζει θρησκευτική παραβολή αρνούμενη να υποκύψει στην οποιαδήποτε κινηματογραφική συνθήκη. Είναι το καλύτερο πάντρεμα που μπορεί να γίνει ανάμεσα στην ποίηση και την εικόνα.

Ενα ευχάριστο δίωρο

Ο Γκάρφιλντ, αν όχι ο πιο διάσημος γάτος των κόμικς και του οπτικοακουστικού θεάματος (πρώτη εμφάνιση στην τηλεόραση το 1982), σίγουρα ένας από τους διασημότερους, επιστρέφει σε μια νέα κινηματογραφική περιπέτεια, την «Γκάρφιλντ: Γάτος με πέταλα» (The Garfield movie, ΗΠΑ, 2024) του Μαρκ Ντίνταλ, την οποία – ευτυχώς – είδαμε στην πρωτότυπη εκδοχή της, στην πρωτότυπη αγγλική γλώσσα, την οποία και συνιστούμε στις μεγάλες τουλάχιστον ηλικίες, αφού στις μικρές η μεταγλώττιση είναι πλέον καθεστώς (ίσως και δικαιολογημένα). Πανέξυπνο, τεμπέλικο, αχόρταγο και ευχάριστα αλαζονικό, το πορτοκαλί τετράποδο με τα μουστάκια που μοιάζουν με λωρίδες μουστάρδας μάς προσκαλεί (ενώ καταβροχθίζει πίτσες) σε μια ιστορία από το παρελθόν του, τα χρόνια που ήταν αδέσποτο. Τότε που κατάφερε να γίνει το αφεντικό του ανθρώπου που το έχει υπό την προστασία του, πείθοντάς τον, εκτός άλλων, να μετακομίσει για πάρτη του. Μάλιστα ο Γκάρφιλντ συμφώνησε ο human να αποκτήσει και κατοικίδιο, έναν σκύλο χωρίς μιλιά αλλά επίσης πανέξυπνο, ο οποίος, φυσικά, θα γίνει ο… μπάτλερ του Γκάρφιλντ. Στην καρδιά της ταινίας βρίσκεται η οικογένεια, αδιαμφισβήτητο σύμβολο όλων των αμερικανικών παιδικών ταινιών, και εδώ βλέπουμε το πώς ο Γκάρφιλντ θα επανασυνδεθεί με τον πατέρα του (φωνή Σάμιουελ Τζάκσον στο πρωτότυπο – και είναι απίστευτα αστείος), ο οποίος τον παράτησε όταν ήταν μικρός αλλά στην πραγματικότητα ποτέ δεν τον εγκατέλειψε. Στο παρόν, η απαγωγή του Γκάρφιλντ από μια συμμορία της οποίας εγκέφαλος είναι μια χνουδωτή, ιδιαιτέρως μοχθηρή θηλυκή γάτα θα δώσει στην ταινία μια διάσταση «Επικίνδυνων αποστολών», όπου την παράσταση κλέβει ένας βούβαλος, ο Οτο, που διόλου τυχαία έχει τη βαριά φωνή του Βινγκ Ρέιμς, που υποδύεται τον πράκτορα – συντονιστή στις ταινίες «Επικίνδυνες αποστολές»! Ο Γκάρφιλντ θα βρεθεί αντιμέτωπος με απειλητικούς μπαλτάδες που κόβουν τυριά και την πύρινη λάβα των τυριών για φοντί, θα ταλαντευτεί σαν μπαλάκι του τένις καλύπτοντας χιλιόμετρα πέρα – δώθε, θα γλιτώσει από πτώσεις γκρεμών με κοφτερά βράχια στο έδαφος και θα μας προσφέρει ένα δίωρο από ωραίες ιδέες, ντελικάτο χιούμορ, σασπένς και καλό σκίτσο. Από τις καλύτερες παιδικές ταινίες που έχουμε δει τον τελευταίο καιρό.

Οχι για αραχνοφοβικούς

Την ώρα που ο Γκάρφιλντ μάς κερδίζει άνετα με το χαλαρό χιούμορ του, οι φονικές αράχνες στο γαλλικό θρίλερ «Στον ιστό του τρόμου» (Vermines, 2023) προκαλούν απανωτά κύματα ανατριχίλας· μάλιστα, σε σημείο απόγνωσης, απλώς και μόνο με την εικόνα τους. Ολα θα ξεκινήσουν όταν μία από αυτές τις αράχνες, οι οποίες βγήκαν με το (ανθρώπινο) ζόρι από τα βάθη της γης σε μια έρημο, καταλήξει σε μια άθλια πολυκατοικία στα περίχωρα του Παρισιού, και συγκεκριμένα στο διαμέρισμα ενός νεαρού (Τεό Κριστίν) που έχει συλλεκτικό πάθος με τα έντομα, τα σκουλήκια και τα ζωύφια. Θα την ονομάσει Ριάνα και κάπου εκεί σταματά οτιδήποτε μπορεί να έχει σχέση με το χιούμορ αυτής της ταινίας. Πέντε χρόνια μετά την τελευταία μικρού μήκους ταινία του, «Crocs», στην οποία παρακολουθούμε την αλλαγή συμπεριφοράς μιας σκύλας προς το αφεντικό της, ο σκηνοθέτης Σεμπαστιάν Βανισέκ εισχωρεί φορτσάτα στη μεγάλου μήκους παραγωγή και δείχνει αποφασισμένος να ακολουθήσει καριέρα στον τρόμο χωρίς να χαρίσει κάστανα. Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας «Στον ιστό του τρόμου», οι αράχνες πρωταγωνιστούν στο φυσιολογικό τους μέγεθος, κάτι που… μεγεθύνει την τρομαχτική τους εικόνα, ιδίως όταν χορεύουν σαν μπαλαρίνες πάνω στα σώματα των ανθρώπων. Και το γεγονός ότι όλα συμβαίνουν στον ερμητικά κλειστό χώρο μιας άθλιας πολυκατοικίας συντρέχει στην ακόμα μεγαλύτερη κλειστοφοβία που η ταινία προκαλεί. Οι ρεαλιστικές βάσεις του σεναρίου, η στακάτη κινηματογραφική αφήγηση, το γρήγορο μοντάζ και ο έξυπνος τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης αποκρυσταλλώνει τις φοβίες μας στην οθόνη ανήκουν στα «υπέρ» σε αυτό το b-movie που σίγουρα θα κινήσει το ενδιαφέρον όσων αγαπούν το είδος του τρόμου. Οι υπόλοιποι και μάλιστα όσοι έχουν θέμα με τα έντομα, πόσω μάλλον τις αράχνες, καλύτερα να το καλοσκεφτούν πριν πάνε στην αίθουσα.