- Advertisement -

Σαράντα πέντε χρόνια μετά τη δολοφονία του Πιερσάντι Ματαρέλα, η Ιταλία ξανανοίγει έναν φάκελο, που ποτέ δεν έκλεισε οριστικά. Ο τότε Πρόεδρος της Σικελίας και σημαίνον στέλεχος της Χριστιανοδημοκρατίας έπεσε νεκρός το 1980, σε μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της Ιταλικής Δημοκρατίας – εκείνη των «χρόνων του μολυβιού», όταν η χώρα βυθίστηκε σε ένα εκρηκτικό μίγμα πολιτικής βίας, παρακρατικών δομών, μαφιόζικων συμφερόντων και ψυχροπολεμικών μηχανισμών. Ο αδελφός του, Σέρτζιο Ματαρέλα, σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κρατούσε τότε το άψυχο σώμα του, σε μια φωτογραφία της Λετίτσια Μπαταλιά, που συμβολίζει ακόμη το ανοικτό τραύμα της Ιταλίας.
Η πρόσφατη σύλληψη του 74χρονου πρώην αστυνομικού Φιλίππο Πιριτόρε, που κατηγορείται ότι απέκρυψε κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο —το γάντι του δολοφόνου—, έφερε ξανά στο φως τα ερωτήματα για τον ρόλο του «βαθέος κράτους». Όταν οι ερευνητές επιχείρησαν να επανεξετάσουν την υπόθεση με νέες μεθόδους DNA, το τεκμήριο είχε εξαφανιστεί. Για πολλούς Ιταλούς, αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, αλλά άλλη μια ένδειξη ότι το ίδιο το κράτος υπήρξε μέρος της συνωμοσίας.
Η πολιτική καταιγίδα του Ψυχρού Πολέμου
Η δεκαετία του 1970 υπήρξε εποχή πολιτικής και κοινωνικής βίας. Η Ιταλία, με το μεγαλύτερο Κομμουνιστικό Κόμμα της Δύσης, αποτελούσε κρίσιμο πεδίο σύγκρουσης μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, γεννήθηκε ένα πλέγμα σκοτεινών δεσμών: παρακράτος, Μαφία, μυστικές υπηρεσίες, νεοφασίστες και τρομοκρατικές οργανώσεις δρούσαν σε παράλληλες τροχιές, άλλοτε συγκρουόμενες, άλλοτε συνεργαζόμενες.
Ο Ματαρέλα ανήκε στη μετριοπαθή πτέρυγα της Χριστιανοδημοκρατίας, όπως και ο Άλντο Μόρο, υπέρμαχος της συνεργασίας με τους κομμουνιστές για τη σταθερότητα της χώρας. Αυτή η θέση τον καθιστούσε ενοχλητικό τόσο για τη δεξιά όσο και για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκείνη την εποχή, η μυστική αντικομμουνιστική οργάνωση του ΝΑΤΟ “Gladio” και η παράνομη μασονική στοά “P2”, που διείσδυε σε Στρατό, Αστυνομία και Δικαιοσύνη, λειτουργούσαν ως φρουροί του δυτικού στρατοπέδου.
Τον Φεβρουάριο του 1978, ο Ματαρέλα εξελέγη Πρόεδρος της Σικελίας με τη στήριξη των κομμουνιστών — έναν μήνα πριν την απαγωγή του Άλντο Μόρο από τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες». Λίγο μετά, στο σπίτι του στη Παλέρμο χτύπησε το τηλέφωνο: «Την επόμενη φορά θα είναι η δική σας σειρά».
Ο Πιερσάντι Ματαρέλα ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα καθαρισμού της τοπικής διοίκησης από τη διαφθορά, ερχόμενος αντιμέτωπος με τη Κόζα Νόστρα και πολιτικά συμφέροντα της Ρώμης. Τον Οκτώβριο του 1979, μετά από μια μυστική συνάντηση με τον Υπουργό Εσωτερικών, επέστρεψε ανήσυχος και είπε στη συνεργάτιδά του: «Αν μου συμβεί κάτι, συνδέστε το με αυτή τη συνάντηση».
Στις 6 Ιανουαρίου 1980, ενώ έβγαινε από το σπίτι του με τη γυναίκα και την κόρη του, δέχτηκε πυροβολισμούς εξ επαφής. Οι μάρτυρες αναγνώρισαν τον δράστη, αλλά η υπόθεση σύντομα καλύφθηκε από χειραγωγήσεις, εξαφανισμένα τεκμήρια και αποπροσανατολιστικές έρευνες. Η επίσημη εκδοχή μίλησε για μαφιόζικη εκτέλεση, αλλά πολλοί «μετανοημένοι» της Μαφίας διέψευσαν κάθε εμπλοκή.
Ο καρδινάλιος Σαλβατόρε Παππαλάρντο δήλωσε στην κηδεία: «Δεν μπορεί να είναι μόνο έργο της Μαφίας· υπάρχουν κι άλλες δυνάμεις». Ήταν η πρώτη δημόσια αναφορά σε ένα παρακρατικό πλέγμα, που υπερέβαινε το οργανωμένο έγκλημα.
Το 1985, η υπόθεση πέρασε στα χέρια του δικαστή Τζοβάνι Φαλκόνε, του ανθρώπου-συμβόλου στον αγώνα κατά της Μαφίας, που αργότερα θα δολοφονούταν στη διαβόητη επίθεση του Καπάτσι. Ο Φαλκόνε διέκρινε σαφείς συνδέσεις ανάμεσα στη δολοφονία Ματαρέλα, στο έγκλημα του Άλντο Μόρο (1978) και στη σφαγή της Μπολόνια (1980), όπου 85 άνθρωποι σκοτώθηκαν από βόμβα νεοφασιστών.
Η χήρα του Ματαρέλα αναγνώρισε ως εκτελεστή τον Τζιουσβά Φιοραβάντι, μέλος της νεοφασιστικής οργάνωσης “NAR”, ο οποίος λίγους μήνες αργότερα συμμετείχε πράγματι στη Μπολόνια. Μαζί με τον συνεργό του Τζιλμπέρτο Καβαλίνι, αθωώθηκαν τελικά για το έγκλημα. Όμως, οι χρονικές συμπτώσεις και οι ιδεολογικοί δεσμοί παραμένουν αδιάσειστοι. Οι νεοφασίστες, η Μαφία και παρακρατικοί παράγοντες φαίνεται πως υπηρέτησαν την ίδια λογική: τη λεγόμενη «στρατηγική της έντασης», δηλαδή την πρόκληση χάους για να δικαιολογηθεί η «επιστροφή στην τάξη».
«Σκιές» από το ΝΑΤΟ ως τη Λιβύη
Ο ιστορικός Μικέλε Γκοτόρ, που δημοσιεύει νέα μελέτη για την υπόθεση, θεωρεί ότι ο Φαλκόνε είχε δίκιο: πίσω από τη δολοφονία υπήρξε ένα «υβρίδιο» συμμαχίας μεταξύ νεοφασιστών, μαφιόζων και κρατικών μηχανισμών. Σύμφωνα με τον Γκοτόρ, το έγκλημα εντάσσεται σε μια ευρύτερη γεωπολιτική στρατηγική αποσταθεροποίησης του ΝΑΤΟ στη Μεσόγειο.
Το 1979, η Σικελία είχε επιλεγεί ως βάση για πυρηνικούς πυραύλους Cruise, προκαλώντας ένταση στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και στη Λιβύη του Μουαμάρ Καντάφι, η οποία, όπως δείχνουν έγγραφα της εποχής, χρηματοδοτούσε νεοφασιστικά δίκτυα στην Ιταλία. Λίγους μήνες μετά τη δολοφονία, η τραγωδία του Ustica, όπου καταρρίφθηκε αεροπλάνο με 81 επιβάτες, ήρθε να προσθέσει άλλο ένα κεφάλαιο στον ίδιο κύκλο σκοτεινών γεγονότων.
Η σύλληψη του Πιριτόρε δεν αποτελεί μόνο μια δικαστική εξέλιξη, αλλά μια αναβίωση του εθνικού τραύματος. Η Ιταλία συνεχίζει να παλεύει με το φάντασμα του ανεξιχνίαστου, εκεί όπου η Μαφία, η πολιτική και οι μυστικές υπηρεσίες συγκλίνουν σε ένα επικίνδυνο σημείο.
Όπως έγραψε ο Λεονάρντο Σάτσια, «στην Ιταλία δεν υπάρχουν μυστήρια — υπάρχουν μόνο αλήθειες, που κανείς δεν θέλει να ειπωθούν». Και ίσως, τελικά, το γάντι, που εξαφανίστηκε να μην είναι απλώς ένα χαμένο τεκμήριο, αλλά το σύμβολο μιας χώρας, που ακόμη παλεύει με τις «σκιές» του ίδιου της του παρελθόντος..
Comments are closed.