- Advertisement -

Εμπνευσμένο από τις «Τρεις αδερφές» του Τσέχωφ είναι το «Irrina», το νέο έργο της Γιώτας Αργυροπούλου που ανεβαίνει κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν. Στη σκηνή, τρεις ταλαντούχοι ηθοποιοί της νεότερης γενιάς — Ωρόρα Μαριόν, Μαριάνθη Παντελοπούλου, Ναταλία Σουίφτ — ενσαρκώνουν τρεις διαφορετικές όψεις του προσώπου της Ιρίνας. Με εργαλεία τη σωματικότητα, την αφήγηση, τη μουσική και τον χορό, η παράσταση ξεδιπλώνει μια «πρόβα μνήμης»: το έργο του Τσέχωφ θρυμματίζεται και ξανασυναρμολογείται μέσα από τις προσωπικές και συλλογικές ιστορίες των γυναικών που βρίσκονται στη σκηνή.
 
© Yannis Fotou
Η αφήγηση στήνεται γύρω από τρεις γυναίκες, τρεις διαφορετικές εκδοχές της Ιρίνας που συναντιούνται μια μέρα διπλής σημασίας και βαρύτητας: τη μέρα των 20ών γενεθλίων τους, που συμπίπτει με την επέτειο του ενός χρόνου από τον θάνατο του πατέρα. Το μεγάλο συλλογικό τους όνειρο παραμένει να φτάσουν στη Μόσχα. Στη «Μόσχα» που δεν είναι απλά ένας τόπος, αλλά ένα σύμβολο και μία πράξη αυτοπραγμάτωσης – ένα μέλλον, μια φαντασίωση, μια χειρονομία προς το άγνωστο.
Ως νεότερη και πιο οραματίστρια από τις «Τρεις Αδελφές», η Ιρίνα ενσαρκώνει διαχρονικά τη μορφή της Νέας Γυναίκας· εκείνης που διεκδικεί να ξεφύγει από τις συμβάσεις, να αμφισβητήσει τα όρια, να ονειρευτεί μια άλλη ζωή. Βασισµένο στις προσωπικές και συλλογικές µνήμες της καλλιτεχνικής ομάδας που δημιούργησε το έργο και μετά από πολύμηνη έρευνα, τα διαφορετικά πρόσωπα της Ιρίνα συνοµιλούν με το σήµερα και με τη σύγχρονη ιστορία μας. Μέσα από αυτές τις μνήμες, οι τρεις ηθοποιοί δημιουργούν διαφορετικές εκδοχές της Ιρίνας, που συγκλίνουν σε ένα κοινό ερώτημα: ποια είναι η «Μόσχα» των γυναικών σήμερα; Τι διεκδικούν, τι θυμούνται, τι ονειρεύονται και τι είναι διατεθειμένες να χάσουν ή να θυσιάσουν;
 
© Yannis Fotou
Η Γιώτα Αργυροπούλου μίλησε στα «Νέα» για τη Μόσχα ως σύμβολο, τη Νέα Γυναίκα και τον Τσέχωφ στο σήμερα.
Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να «σπάσετε» το τσεχωφικό σύμπαν και να το ξανασυναρμολογήσετε μέσα από τις μνήμες και τις εμπειρίες των γυναικών του σήμερα;
Όταν ξεκίνησα τη δημιουργία αυτού του έργου, το πρώτο που με απασχόλησε ήταν οι μνήμες των γυναικών — ο τρόπος που θυμόμαστε, πώς λειτουργεί η φαντασία και η μνήμη μας στην ανάκληση εμπειριών, και αν υπάρχουν κοινά μοτίβα ανάμεσά μας. Δούλεψα και συζήτησα με διαφορετικές ηθοποιούς και γυναίκες και μέσα από αυτές τις συναντήσεις παρατήρησα ενδιαφέρουσες αντιστοιχίες αλλά και ουσιαστικές διαφορές. Εκεί γεννήθηκε η ανάγκη να βρω ένα σύμβολο, μια γυναικεία φιγούρα που να έχει ταξιδέψει μέσα στον χρόνο, αλλά να διατηρεί αυτές τις κοινές συνιστώσες με εμάς.
Σκέφτηκα διάφορες γυναίκες που θα είχε ενδιαφέρον να «επισκεφτώ», αλλά όταν ήρθε στο μυαλό μου η Ιρίνα, ήξερα αμέσως πως ήταν εκείνη που αναζητούσα. Αυτό που με συγκινεί στην Ιρίνα είναι η στιγμή της ζωής της στην οποία τη συναντάμε: τη στιγμή που ετοιμάζεται να ανοίξει τα φτερά της, που θέλει να γνωρίσει τον κόσμο, να σπουδάσει, να ταξιδέψει. Πέρα όμως από τις κοινωνικές και οικογενειακές συμβάσεις που περιορίζουν τις προσδοκίες των κοριτσιών, αυτό που με απασχολεί περισσότερο είναι ότι δεν καλλιεργείται μέσα τους το θάρρος και η πίστη πως μπορούν να ονειρευτούν και να πραγματοποιήσουν τους στόχους τους. Αυτό το στοιχείο —η έλλειψη καλλιέργειας της πίστης— μου φαίνεται πιο καθοριστικό ακόμη και από την ίδια την απαγόρευση. Εκεί ακριβώς είναι το σημείο που νιώθω να συνδέομαι βαθιά με τον Τσέχωφ και τη δική μας εποχή: όπως η Ιρίνα, έτσι και πολλές γυναίκες σήμερα έχουν τη γνώση και την ικανότητα να επιδιώξουν τους δικούς τους μεγάλους στόχους, τη δική τους «Μόσχα» — αλλά δεν έχουν μάθει να πιστεύουν πραγματικά ότι μπορούν να φτάσουν εκεί.
 
© Yannis Karabatsos
Σε ποιο σημείο της έρευνάς σας καταλάβατε ότι η «Μόσχα» δεν είναι τόπος αλλά σύμβολο;
Σχεδόν από την αρχή. Η Μόσχα για μένα ήταν εξαρχής η εικόνα της μεγάλης πόλης, της μεγάλης υπόσχεσης: εκεί όπου —υποτίθεται— μπορείς να βρεις ποιος είσαι και να γίνεις αυτό που ονειρεύεσαι. Όμως πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι η Μόσχα δεν είναι τόπος, αλλά ένας μη-τόπος. Ένα εσωτερικό πεδίο όπου ευδοκιμούν τα ιδανικά, οι μεγάλες ιδέες, οι αναθεωρήσεις. Εκεί όπου μπορείς να ξαναφτιάξεις τον κόσμο από την αρχή, να διορθώσεις τα λάθη, να οραματιστείς κάτι μεγαλύτερο από ό,τι σου προσφέρει η καθημερινότητα. Αυτός ο μη-τόπος υπάρχει για όλους μας — κάθε φορά που βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι, κάθε φορά που καλούμαστε να αλλάξουμε, να πάρουμε μεγάλες αποφάσεις ή να επανεφεύρουμε τον εαυτό μας. Και, όπως η Ιρίνα, έτσι κι εμείς πολλές φορές έχουμε όλα τα προσόντα και την ικανότητα να το κάνουμε, αλλά ο φόβος και οι κοινωνικές συμβάσεις μας κρατούν πίσω.
Ποια προσωπικά βιώματα ή μνήμες των ηθοποιών ενσωματώθηκαν στη δραματουργία;
Με τις ηθοποιούς επιστρέψαμε σε σχέσεις και μνήμες: με την οικογένεια, τον πατέρα, με στιγμές που νιώθαμε εγκλωβισμένες — όπως η Ιρίνα — και θέλαμε να προχωρήσουμε, να αλλάξουμε τη ζωή μας. Εξετάσαμε αν και πώς το καταφέραμε. Αυτές οι εξομολογήσεις έγιναν το υλικό από το οποίο αντλήσαμε τη δραματουργική ύλη. Μέσα από αυτές τις προσωπικές ιστορίες, τις “Τρεις Αδελφές” του Τσέχωφ και τον προσωπικό μου θεατρικό κώδικα γεννήθηκε η θεατρική γλώσσα της παράστασης που θα δείτε στην IRЯINA.
Αν ο Τσέχωφ ζούσε σήμερα, τι πιστεύετε ότι θα έγραφε για τη «Νέα Γυναίκα»;
Αυτό που με συγκινεί στον Τσέχωφ είναι η διεισδυτική του ματιά στις γυναίκες. Κατάφερε να αποτυπώσει σε βάθος τη γυναικεία εμπειρία χωρίς διδακτισμό ή θέση — απλώς με ειλικρίνεια. Αν έγραφε σήμερα για τη «Νέα Γυναίκα», πιστεύω πως θα ασχολούνταν με τη σύγχυση που προκαλούν τα πολλαπλά πρότυπα του αντρικού βλέμματος — και με το παράδοξο της εποχής: ότι προσπαθούμε να τα καταφέρουμε σε όλα, συχνά εις βάρος του εαυτού μας. Θα ήθελα να πιστεύω πως θα έγραφε για τη γυναίκα που ακούει επιτέλους τις προσωπικές της ανάγκες και έχει το θάρρος και τη διαύγεια να διαμορφώσει νέα πρότυπα — με βάση τη δική της εμπειρία, το σώμα της, τα όνειρά της.
Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση όταν «μεταφράζεις» έναν κλασικό συγγραφέα στη γλώσσα του σήμερα;
Η ομάδα μας, blindspot, έχει ασχοληθεί αρκετές φορές με αυτή τη διαδικασία επανεγγραφής κλασικών κειμένων — από τους Βρικόλακες του Ίψεν στο Φεστιβάλ Αθηνών, ως την Έντα Γκάμπλερ στη Στέγη. Οπότε γνώριζα ότι η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να μη σε παρασύρει πλήρως το πρωτότυπο έργο. Αυτά τα κείμενα έχουν τόσο δυνατούς πυρήνες που εύκολα σε ρουφούν. Χρειάζεται γερή βάση, καθαρή πρόθεση και διαρκής υπενθύμιση του γιατί το επαναδιατυπώνεις. Παρόλα αυτά, αυτό το «παιχνίδι» επανασύνδεσης με τα κλασικά έργα είναι εξαιρετικά γόνιμο. Είναι σαν να συνομιλείς με μια άλλη εποχή και πρόσωπα για να κατανοήσεις καλύτερα τη δική σου.
Ποια είναι η δική σας «Μόσχα» ως δημιουργός;
Δουλεύοντας πάνω στην IRЯINA, κατάλαβα για άλλη μια φορά πόσο αθεράπευτα ρομαντικοί είμαστε οι περισσότεροι καλλιτέχνες. Ίσως όλη η δημιουργική διαδικασία να είναι, τελικά, η δική μας προσπάθεια να φτάσουμε στη Μόσχα: σε έναν τόπο όπου τα πράγματα αποκτούν ξανά νόημα, «έχουν αληθινή μυρωδιά και γεύση», όπως λένε οι δικές μας Ιρίνες. Έναν τόπο όπου η ανθρώπινη υπόσταση έχει σημασία και καθορίζει τόσο τις προσωπικές όσο και τις πολιτικές σχέσεις — έναν δίκαιο τόπο, με ακεραιότητα και σεβασμό προς όσους δεν έχουν ισχυρή φωνή.
Τι θα θέλατε να νιώσουν οι θεατές φεύγοντας από την παράσταση;
Θα ήθελα να νιώσουν αυτό που νιώσαμε κι εμείς δημιουργώντας την παράσταση: ότι η ζωή είναι μια γιορτή — και πως το ταξίδι προς τη «Μόσχα», όσο δύσκολο κι αν είναι, είναι το κάλεσμά μας σε αυτή τη ζωή. Να μη το προδώσουμε ποτέ, όσο μόνοι κι αν νιώσουμε. Στο ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, όπου παρουσιάστηκε η IRЯINA με μεγάλη επιτυχία, είδα θεατές να φεύγουν με ανανεωμένο ηθικό και σκέψεις για το δικό τους προσωπικό ταξίδι. Και αυτό, νομίζω, είναι το πιο όμορφο αποτέλεσμα που μπορεί να έχει μια παράσταση.
 
			
Comments are closed.