- Advertisement -

Σε πολλές συζητήσεις μας μου έχεις πει ότι θυμάσαι τον εαυτό σου από πάντα να ζωγραφίζει και μου περιέγραφες μια σχεδόν σουρεαλιστική εικόνα για τον Παλαμά Καρδίτσας τη δεκαετία του ’70: στη διαδρομή της επιστροφής από το χωράφι στο σπίτι, ο πατέρας σου να διαβάζει ποίηση. Πιστεύεις ότι αυτός ήταν ο σπόρος για ό,τι ακολούθησε;
Ήταν, ναι, για πολλά πράγματα. Με τον πατέρα μου έμαθα ν’ αγαπάω τα γράμματα γενικότερα. Ήταν πολύ μπροστά για την εποχή από όλες τις απόψεις. Είχε έφεση στα γράμματα, παρόλο που δεν κατάφερε να τα καλλιεργήσει γιατί είχε αδελφό αντάρτη, αλλά γενικότερα είχε μια τάση να μορφώνεται και να εξελίσσεται. Μας διάβαζε έλληνες και ξένους ποιητές, ακούγαμε Εντίτ Πιαφ και άλλα πολλά. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως σεβόταν αυτό που είμαστε, ενίσχυε την κάθε μας προσπάθεια, μας έδινε ελευθερία. Ελεγε πάντα «η ζωή είναι δική σου και μπορείς να την κάνεις ό,τι θες». Φαντάσου ότι στο μάζεμα του βαμβακιού – γιατί ήμασταν βαμβακοπαραγωγοί – μας πλήρωνε κανονικά ως εργάτες. Έτσι έγινα ελεύθερος και εργατικός άνθρωπος.
Στις αφηγήσεις σου πρωταγωνιστεί ο πατέρας σου. Από τη μητέρα σου τι πήρες;
Ήταν μια σιωπηλή, ήρεμη δύναμη, μια γυναίκα που ήξερε να δίνει πολλή αγάπη, δίκαιη ακόμη και στους καβγάδες ανάμεσα στα παιδιά. Τη σεβόντουσαν όλοι και την εμπιστεύονταν. Οταν ήμουν στο σχολείο, πέρασα ένα μεγάλο πρόβλημα υγείας. Τότε κατάλαβα πόσο πραγματικό στήριγμα ήταν η μάνα μου, πόσο μου στάθηκε, παλικαρίσια. Δεν άφησε ποτέ να δω ένα δάκρυ της. Πήγαινε και έκλαιγε μόνη της στο χωράφι για να μην τη βλέπω.
Πόσων ετών ήσουν όταν αρρώστησες;
Ήταν το καλοκαίρι από τη Β’ στην Γ’ Λυκείου. Πέρασα ένα πολύ σοβαρό λοιμώδες νόσημα και ήρθα πολύ κοντά στον θάνατο. Οι γιατροί για αρκετό καιρό δεν μπορούσαν να βρουν τι έχω, γιατί τα συμπτώματα ήταν ελλιπή. Η ανησυχία μεγάλωσε όταν για έναν μήνα είχα 40 πυρετό και είχα χάσει 20 κιλά. Ηταν ένα κομβικό σημείο της ζωής μου. Ημουν καλή μαθήτρια, ονειρευόμουν να γίνω νηπιαγωγός – γιατί τη ζωγραφική τη θεωρούσα χόμπι – και φυσικά ήμουν στην εφηβεία, και ξέρουμε όλοι ότι κανένας έφηβος δεν έχει φανταστεί τον θάνατό του. Οταν ανακαλύψαμε τελικά από τι έπασχα, μου είπαν ότι είχα μία εβδομάδα ζωή. Ευτυχώς ένας γιατρός, ο Μίμης Σουλιώτης, σκέφτηκε να μου κάνει εξετάσεις για τύφο και έτσι σώθηκα. Είναι πολύ εύκολο πια να θεραπευτεί, αρκεί να τον ανιχνεύσεις εγκαίρως.
Σε σένα εντοπίστηκε στο παρά πέντε. Τι ακολούθησε;
Για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα ήμουν σε καραντίνα στο σπίτι. Ολοι πίστευαν ότι η χρονιά ήταν χαμένη για μένα, ότι δεν θα έδινα Πανελλαδικές. Το πιο σημαντικό όμως σε εκείνους τους πολλούς μήνες καραντίνας είναι το κομμάτι του φόβου. Ο,τι αντιμετωπίζεις έχει πολύ πόνο, μοναξιά και φόβο. Ακόμα και αν έχεις εκατό ανθρώπους δίπλα σου, όταν έχεις 40 πυρετό και είσαι κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, είσαι μόνος σου. Ο άλλος μπορεί να σου κρατά το χέρι, αλλά εκείνη τη στιγμή μπορεί να μη νιώθεις καν αυτό το χέρι. Κάθε αρρώστια χρειάζεται πολύ μεγάλη πειθαρχία και έχει μοναξιά.
Τελικά, εκείνη η χρονιά δεν ήταν χαμένη για σένα. Εδωσες Πανελλαδικές και πέρασες στη σχολή που ήθελες.
Μεγάλωσα σ’ ένα περιβάλλον αγροτικό και οι γονείς μας μάς έλεγαν «διαβάστε για να φύγετε από τη λάσπη». Προετοιμαζόμουν γι’ αυτή τη φυγή και γνώριζα ότι μπορώ να το πετύχω διαβάζοντας και περνώντας στη σχολή που ήθελα. Οταν όμως αντιμετώπισα ένα τόσο σοβαρό θέμα υγείας, ένιωσα ότι μου ψαλιδίζουν το όνειρο. Δεν χωρούσε στο μυαλό μου αυτό. Ελεγα «θα ζήσω και θα πάω σχολείο». Επέστρεψα Φλεβάρη, αλλά με πολύ κόπο. Δεν μπορούσα να διαβάσω, να γυμναστώ και να παίξω τρομπέτα, γιατί ήμουν και στη Φιλαρμονική του Παλαμά.
Πετυχαίνεις στη σχολή σου, διορίζεσαι και ως νηπιαγωγός και παράλληλα εργαζόσουν σ’ ένα ατελιέ για μεγάλο διάστημα.
Για πάρα πολλά χρόνια εργαζόμουν σε τρεις δουλειές. Οταν μπήκα για πρώτη φορά στο ατελιέ, μου άνοιξαν οι δρόμοι στην ουσία που με έφεραν εδώ. Το σκίτσο, η ζωγραφική ήταν όμως πάντα παράλληλα με την πρωινή δουλειά μου. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα μπορούσα να την εγκαταλείψω και ότι θα έχω το σκίτσο ως βασική και μόνη εργασία μου. Αλλά τα γεγονότα της ζωής μου – ξεκινώντας από τη συνάδελφό μου, η οποία έδωσε δείγμα της δουλειάς μου στο ατελιέ και ξεκίνησε η συνεργασία – προετοίμαζαν το έδαφος για να πάρει η ζωή μου τον δρόμο που πήρε τελικά. Ηταν όλες οι ευκαιρίες που μου παρουσιάζονταν μαγικές.
Τι σε έπεισε να εγκαταλείψεις το σχολείο και ν’ αφοσιωθείς στο χόμπι που αγαπούσες τόσο πολύ;
Έφτασε κάποια στιγμή που δεν μου αρκούσαν οι ώρες της ημέρας. Το πρωί είχα το νηπιαγωγείο, μετά το ατελιέ, δικούς μου πελάτες. Ηταν μια εξαντλητική συνθήκη. Αρρώστησα ξανά, έκανα δύο χειρουργεία στα χέρια, με κίνδυνο το ένα να μην αποκατασταθεί ποτέ. Συνειδητοποίησα ότι αυτό δεν μπορούσε να συμβαίνει για πάντα και έπρεπε να δω τι θ’ αφήσω.
Πώς εγκαταλείπει κανείς την ασφάλεια της σταθερής πρωινής δουλειάς, που τον κρατούσε μακριά από τον εφιάλτη της λάσπης, για να κυνηγήσει το όνειρό του;
Έτσι είναι όπως το λες. Αλλά αυτή η παράλογη απόφαση, να εγκαταλείψω το Δημόσιο, ήταν η πιο λογική απόφαση που πήρα στη ζωή μου. Ολοι μου έλεγαν ότι είμαι τρελή. Μόνο οι γονείς μου με στήριξαν, τουλάχιστον έτσι έδειχναν. Δεν ξέρω αν μέσα τους έτρεμε το φυλλοκάρδι τους. Με εμπιστεύθηκαν σε αυτή την απόφαση, όπως και στο καθετί που έκανα.
Τι βάρυνε περισσότερο στην απόφαση που πήρες: η αναμέτρησή σου με τον θάνατο ή η βεβαιότητα που πήρες από τις δουλειές τις οποίες είχες ως σκιτσογράφος;
Όταν δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για να γίνει η κύρια ενασχόλησή μου αυτή η δουλειά, που δεν φανταζόμουν ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα ότι θα την κάνω, δεν μπορούσα να κλείσω τα μάτια. Ηταν σαν ένας έρωτας που εμφανίζεται στη ζωή σου και λες «θα τον ζήσω και ό,τι γίνει». Κάπως έτσι το σκέφτηκα. Έπειτα, αν δεν πετύχαινε, κάτι άλλο θα έβρισκα να κάνω. Μα πώς θα μπορούσα να αποφασίσω διαφορετικά; Είχα περάσει ξυστά από τον θάνατο και δεν θ’ ακολουθούσα το όνειρό μου; Η ζωή μού έδωσε άλλη μία ευκαιρία κι εγώ έπρεπε να την τιμήσω!
 
			
Comments are closed.