- Advertisement -

Για μία και μοναδική στιγμή όλα έμοιαζαν να γυρίζουν πίσω «στην αρχή του χρόνου». Ακριβώς στο μεταίχμιο όπου η πομπή της οικογένειας, των καλλιτεχνών και των φίλων άφηνε το εσωτερικό της Μητρόπολης Αθηνών και έβγαινε στο προαύλιο. Με το αττικό φως να μοιάζει ίσως και πιο σκληρό καθώς έπεφτε στα πρόσωπά τους, με το πλήθος σε στάση συγκινητικής αναμονής και την μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού να παίζει χαμηλόφωνα τα πρώτα μέτρα μιας εκκωφαντικής αντίφασης: «Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά».
Με έναν τρόπο λοξό και παράδοξο, από εκείνους που ο κορυφαίος τραγουδοποιός ανήγαγε σε μέτρο της τέχνης του, το σκηνικό έμοιαζε βγαλμένο από τις δικές του αφηγήσεις, τις παρλάτες και τους στίχους. «Ἕνα ἀπόγευμα, ἐκεῖ πού παίζαμε στή γειτονιά, ἀκοῦμε μουσικές στή λεωφόρο. Ὅλα τά παιδιά παρατήσαμε τό παιχνίδι καί τρέξαμε. Περνοῦσε ἡ Φιλαρμονική… Ὁ μαέστρος πήγαινε μπροστά, πετώντας στόν ἀέρα τή στολισμένη ράβδο του, καί τήν ξανάπιανε ἐντός τοῦ ρυθμοῦ σάν μάγος. Τά χάλκινα λαμποκοπούσαν στόν ἥλιο· οἱ σάλπιγγες, οἱ τρομπέτες, τά τρομπόνια, τά μεγάλα χάλκινα μπάσα… ὁ ἦχος πλούσιος ἀντανακλοῦσε στά παλιά διώροφα τῆς λεωφόρου μέ τά πεῦκα. Ὁ ἦχος πολλαπλασιαζόταν, καί ὅλα λάμπανε κάτω ἀπό τόν διάφανο οὐρανό. Τά παιδιά σώπασαν, ἀλλά μόνο ἕνα βούρκωσε: ἐγώ».
Ολες οι γενιές του ελληνικού τραγουδιού
Στη λιτή τελετή της Μητρόπολης, το περασμένο Σάββατο, χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμου, βούρκωσαν πολλοί. Οταν οι διαφορετικές γενιές του ελληνικού τραγουδιού εναλλάσσονταν ως τιμητική συνοδεία πέριξ της σορού και μπροστά στην οικογένεια του Διονύση Σαββόπουλου. Από τον Γιώργο Νταλάρα και τον Μανώλη Μητσιά, την Ελευθερία Αρβανιτάκη και τον Νίκο Πορτοκάλογλου, τον Βαγγέλη Γερμανό και τον Γιώργο Ανδρέου έως τους νεότερους Πάνο Μουζουράκη και Κωστή Μαραβέγια. Οταν ο Σταμάτης Φασουλής δεν θέλησε να αποχαιρετήσει οριστικά τον εκλιπόντα συγκρίνοντας τη στιγμή με την απώλεια της μητέρας του. Ή όταν ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης κήρυξε άτυπο προσκλητήριο νεκρών αναφέροντας το «υπόγειο νησί» ποιητών και θεσσαλονικιών λογίων: Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Γιώργος Ιωάννου, Κωστής Μοσκώφ. Ξεχωριστά όταν ο γιος του Κορνήλιος και ο εγγονός Διονύσης άνοιξαν την καταπακτή και έφεραν στο φως εμπειρίες μιας ζωής πέντε δεκαετιών.
Αυτό το κράμα του αττικού φωτός και της βόρειας υγρασίας – και τα δύο στην απώτατη μεταφορική τους έννοια – διαπέρασε πολλές φορές τους επικηδείους και τις κουβέντες όσων συμμετείχαν στην πομπή προς το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Με τον τρόπο τους όλοι αποχαιρετούσαν τον καλλιτέχνη που πήρε το μάθημα της σύνθεσης των φαινομενικά αντιθέτων από τον Χατζιδάκι και τον Τσιτσάνη για να το περάσει στους αρμούς της Μεταπολίτευσης. Από τους ποιητές της εσωτερικής θερμοκρασίας, με τους στίχους τους να αλληθωρίζουν άλλοτε προς το Βυζάντιο και άλλοτε προς τις κοινότητες του Ρήγα, έως τη «Lyra» και το Ολυμπιακό Στάδιο.
Ενα τραγούδι από στόμα σε στόμα
Στο Α’ Νεκροταφείο μία τελευταία μικρή ανηφόρα έμενε ως ύστατο όριο για τον αποχωρισμό. Οι πολλοί περίμεναν υπομονετικά στην ουρά για την ανάβαση ώστε να αφήσουν τα λουλούδια στο έδαφος που έχασκε. Και κάποια στιγμή αυτό που είχε ξεκινήσει με μια μπάντα στη Μητρόπολη ολοκληρωνόταν ανάμεσα στα μνήματα: τα τραγούδια του εκλιπόντος έφτασαν ξανά από στόμα σε στόμα. Αποχαιρετούσαν όλοι τον σαρκαστικό μελωδό και τον γελωτοποιό της συχνά άτεγκτης Ιστορίας. Αποχαιρετούσαν, όμως, εκούσια ή ακούσια, και ένα κομμάτι του εαυτού τους που πλέον περνούσε στη συλλογική αφήγηση.
Το αίσθημα του αποχωρισμού χωρούσε όσα και ο ίδιος στα τραγούδια της ανάτασης που έκρυβαν μελαγχολία, στα τραγούδια του ηττημένου τέλους που έκρυβαν την ελπίδα και στα τραγούδια της συλλογικής συνείδησης που έκρυβαν το μοναχικό πάθος. Την ανάγκη να αισθάνεσαι, άρα να συνυπάρχεις. Ο Σαββόπουλος έφευγε και την ίδια στιγμή μας βιογραφούσε.
Comments are closed.