- Advertisement -

Στην Αθήνα της Κατοχής, εκεί όπου ο ήχος της γερμανικής μπότας σκόρπιζε τον φόβο και η ασιτεία θέριζε ζωές, γεννήθηκε μια απρόσμενη μορφή αντίστασης. Οι σαλταδόροι, παιδιά που ρίχνονταν πάνω σε γερμανικά φορτηγά, δεν πολεμούσαν τους κατακτητές με όπλα αλλά με το θάρρος και την ευρηματικότητά τους. Το ντοκιμαντέρ «Κορώνα – Γράμματα: Οι σαλταδόροι της Αθήνας» της Κατερίνας Κατσάρη ξαναφέρνει στο φως αυτές τις ξεχασμένες ιστορίες, υφαίνοντας μέσα από τις φωνές των μαρτυριών ένα πολύτιμο κομμάτι συλλογικής μνήμης. Η ταινία πρόκειται να παρουσιαστεί σήμερα στις 19.00 στον κινηματογράφο σε πρώτη προβολή, με δωρεάν είσοδο, ανασυστήνοντας ένα κεφάλαιο της ιστορίας που έμεινε για χρόνια στο περιθώριο.
«Οταν έπρεπε να κάνω τη διπλωματική μου στο μεταπτυχιακό της Δημόσιας Ιστορίας στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, μου ήρθε στο μυαλό η ταινία του Γρηγόρη Θαλασσινού “Το Ξυπόλυτο Τάγμα”, την οποία είχα δει πολλές φορές και με είχε αγγίξει. Ψάχνοντας τη βιβλιογραφία, παρατήρησα ότι έλειπε αυτό το κομμάτι της αντίστασης από τον κινηματογράφο. Είναι πολύ λίγες οι ταινίες που αναφέρονται στους σαλταδόρους, αποσπασματικά, ποτέ ολοκληρωμένα, ώστε να μπορέσει ο θεατής να μάθει γι’ αυτούς. Ετσι, θέλησα να δώσω εγώ φωνή σε αυτούς τους ανθρώπους που δεν ακούστηκαν ποτέ. Με βάση την προφορική ιστορία, η οποία καλύπτει τα κενά της επίσημης ιστορίας και φωτίζει άγνωστες πτυχές, αποφάσισα να κάνω αυτό το ντοκιμαντέρ», αναφέρει η Κατερίνα Κατσάρη μιλώντας στα «ΝΕΑ».
Το φιλμ διάρκειας 30 λεπτών και προϊόν επίπονης έρευνας ξεκινάει με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα και χτίζει όλο το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Η αφήγησή του στηρίζεται στις προφορικές μαρτυρίες που καταθέτουν ο δημοσιογράφος Γιάννης Φιλέρης, ανιψιός του σαλταδόρου και συγγραφέα του βιβλίου «Οι σαλταδόροι του Βύρωνα» Ξενοφώντα Φιλέρη, ο Μανώλης Τζώρτζης, του οποίου ο πατέρας ήταν σαλταδόρος κι έχασε το χέρι του σ’ ένα από τα σάλτα, κι ο Νίκος Σερετάκης, απόγονος αγωνιστή του ΕΛΑΣ. «Οι τρεις ομιλητές θυμούνται και αφηγούνται όσα άκουσαν από τους ίδιους τους σαλταδόρους που βίωσαν τη σκληρή περίοδο της Κατοχής. Από τη γερμανική εισβολή στην Αθήνα, τις κατοχικές κυβερνήσεις, την πείνα, τη γέννηση της Αντίστασης, τη στάση των κατακτητών, τον ρόλο των ελλήνων συνεργατών τους, τη μαύρη αγορά μέχρι και το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου που άφησε μια διαιρεμένη μνήμη στη διχασμένη ελληνική κοινωνία, παρακολουθούμε τη ζωή των αμούστακων αυτών παιδιών», δηλώνει η σκηνοθέτρια του ντοκιμαντέρ.
Μέσα από τις αφηγήσεις και τα τεκμήρια, η ταινία στήνει κομμάτι κομμάτι το πορτρέτο εκείνων των παιδιών που έκαναν την πείνα τόλμη και τον φόβο επινόηση, φωτίζοντας την καθημερινότητα, τα κίνητρα και τον τρόπο με τον οποίο η ανάγκη μετατράπηκε σε πράξη αντίστασης. «Οι σαλταδόροι είναι τα παιδιά ή οι έφηβοι που η πείνα τούς οδήγησε στο να ανεβαίνουν στα φορτηγά των Ιταλών και των Γερμανών και να κλέβουν προμήθειες. Είναι αυτά που βίωσαν το σύνθημα που ακουγόταν στην αρχή της Κατοχής, “κρατηθείτε στη ζωή”. Επειδή στις περισσότερες οικογένειες έλειπε ο πατέρας, έπεφτε σε αυτά το βάρος να τον αντικαταστήσουν και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να φέρουν στο σπίτι οτιδήποτε μπορούσε να φαγωθεί, να πουληθεί, να ανταλλαχθεί και βέβαια να μοιραστεί. Πήραν το όνομά τους από το ιταλικό ρήμα saltare που σημαίνει πηδάω. Στην αρχή πηδούσαν στα φορτηγά ή τα αυτοκίνητα των κατακτητών για να πάρουν φαγητό, κουραμάνες κυρίως κι αλεύρια. Μετά έπαιρναν λάστιχα αυτοκινήτων και στο τέλος έφτασαν να αποσπούν μέχρι και όπλα, κάνοντας μποϊκοτάζ», τονίζει η Κατερίνα Κατσάρη και συνεχίζει: «Στην ταινία “Ματωμένα Χριστούγεννα” του Γιώργου Ζερβού από το 1951, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο οποίος υποδύεται έναν σαλταδόρο, δίνει για μένα τον πραγματικό ορισμό του. Λέει “δεν είναι το ντου, είναι επίταξη ειδών πρώτης ανάγκης και διανομή σ’ εκείνους που πεινάνε. Γι’ αυτό το ντου θέλει προσοχή. Δεν γίνεται όπου λάχει. Δηλώνω ότι το ντου γίνεται μόνο στους Γερμανούς και τους μαυραγορίτες”. Η παρουσία του σε αυτήν την ταινία είναι τόσο έντονη, που αποκαθιστά τη μνήμη των σαλταδόρων υπενθυμίζοντας τι είναι νόμιμο και τι παράνομο».
Στις γειτονιές της Φιλαδέλφειας, στον Βύρωνα και τον Πειραιά
Η Kατερίνα Κατσάρη επέλεξε να τοποθετήσει τα γυρίσματα της ταινίας στη Φιλαδέλφεια, τον Βύρωνα και τον Πειραιά, γειτονιές της Αθήνας που εξέθρεψαν τους σαλταδόρους και συμμετείχαν ενεργά στην Αντίσταση. «Οι σαλταδόροι προέρχονταν κυρίως από προσφυγικές περιοχές. Στην Αθήνα, τα παιδιά από το Παγκράτι, τον Βύρωνα και την Καισαριανή έδιναν ραντεβού στο Γυμναστήριο του Φωκιανού και την έστηναν σε σημεία όπου έτρωγαν, έπιναν καφέ ή χαλάρωναν οι Ιταλοί και οι Γερμανοί. Οταν εντόπιζαν το φορτηγό, χωρίζονταν σε ομάδες. Κάποιος φύλαγε τσίλιες όσο ο πιο γρήγορος κι ευέλικτος ή ο πιο θρασύς ανέβαινε στην καρότσα για να πάρει ό,τι βρει. Οι υπόλοιποι έκαναν μια αλυσίδα από κάτω για να απομακρύνουν όσα πέταγε αυτός. Από άλλες γειτονιές, όπως το Αιγάλεω, το Περιστέρι και την Κοκκινιά, βρίσκονταν στο λιμάνι του Πειραιά ή στις γραμμές του τρένου. Στις διαβάσεις μέχρι το Ρουφ, όταν το τρένο ανηφόριζε, έκοβε ταχύτητα, οπότε μπορούσαν να πηδήξουν πιο εύκολα πάνω. Είχαν αναπτύξει και ειδικό λεξιλόγιο μεταξύ τους. Οι πιο έμπειροι αποκαλούνταν “αετοί” ενώ οι νέοι στην ομάδα, οι άπειροι “σπουργίτια”. Οταν φώναζαν μακρόσυρτα “ίου” σήμαινε ότι ήταν παρόντες, η λέξη “χάπατες” σήμαινε προσοχή, κίνδυνος και “ντου” ήταν το σύνθημα για να ορμήσουν. Τους δε Γερμανούς τούς φώναζαν “μπυράκηδες”» υποστηρίζει η σκηνοθέτρια, η οποία χαρακτηρίζει τους σαλταδόρους ένα φαινόμενο καθαρά ελληνικό, γεννημένο μέσα στα στενά της Αθήνας και στις ανάγκες μιας κοινωνίας υπό κατοχή. «Οσο έχω ψάξει, δεν έχω καταφέρει να βρω κάτι αντίστοιχο σε άλλη χώρα της Ευρώπης. Δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο όπου να μπαίνουν τα παιδιά στον αγώνα και να κλέβουν από τον αντίπαλο εχθρό» συμπληρώνει, δηλώνοντας συγκινημένη από τις ιστορίες που αυτά τα παιδιά κουβαλούσαν.
«Επαιζαν καθημερινά τη ζωή τους κυριολεκτικά κορόνα-γράμματα. Είχαν θάρρος, ελπίδα κι αισιοδοξία σε μια κατάσταση που ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Στην Αθήνα που υπέφερε, αυτά τα παιδιά είχαν μια δίψα για ζωή που ήταν τόσο δυνατή ώστε να αψηφούν τα πάντα. Εβλεπαν τα σάλτα σαν παιχνίδι, κι ας είχε πολλές φορές τραγικά αποτελέσματα γιατί αναφέρονται περιπτώσεις που σκοτώθηκαν με άσχημο τρόπο. Για παράδειγμα, ένα παιδί με το προσωνύμιο Αράπης το σκότωσαν οι Γερμανοί την ώρα που πήγε να τρέξει, να φύγει έχοντας κλέψει, ενώ άλλο το πάτησαν με το φορτηγό. Συγκινήθηκα από τους σαλταδόρους γιατί θεωρώ ότι στην εποχή που ζούμε, όπου η ατομικότητα και ο εγωκεντρισμός επιβραβεύονται, τα παιδιά αυτά προτάσσουν μια άλλη οπτική την οποία έχουμε ξεχάσει, της ενσυναίσθησης, της κατανόησης, της ομαδικότητας και της αλληλεγγύης, στοιχεία που έχουμε χάσει πια. Μέσα από το ντοκιμαντέρ ήθελα να τονίσω ότι δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι αν δεν είμαστε όλοι μαζί, τα πράγματα είναι πάρα πολύ άσχημα και δύσκολα» υπογραμμίζει η δημιουργός της ταινίας.
Δεν υπάρχει ούτε ένα μνημείο αφιερωμένο σε αυτούς
Αν και οι σαλταδόροι έδρασαν στην καρδιά της κατοχικής Αθήνας, η παρουσία τους βρίσκει θέση στην επίσημη Ιστορία κι έτσι παραμένουν σαν μια μνήμη που προτίμησε να σωπάσει παρά να γραφτεί. «Η επίσημη Ιστορία γράφεται από τους νικητές. Ευτυχώς τώρα, με τη βοήθεια της προφορικής ιστορίας ακούμε κι άλλες φωνές. Οι σαλταδόροι έφτασαν να κλέβουν όπλα, τα οποία τα έδιναν στους αντάρτες. Μεγαλώνοντας, οι περισσότεροι ταυτίστηκαν με την αριστερή πτέρυγα και φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν κατά τον Εμφύλιο. Ετσι, η δράση τους ξεχάστηκε. Οταν όμως αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση κι άρχισαν σιγά – σιγά τα πράγματα να αλλάζουν κι ο κόσμος να μιλάει, οι ιστορίες τους ήρθαν στην επιφάνεια. Είναι χαρακτηριστικό, όμως, ότι δεν υπάρχει ούτε ένα μνημείο αφιερωμένο σε αυτούς. Ας μην ξεχνάμε ότι για πρώτη φορά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ουσιαστικά καθορίζει την είσοδο της γυναίκας και του παιδιού σε μια άλλη κοινωνία αφού μέχρι τότε σχεδόν δεν υπήρχαν στη δημόσια ζωή», τονίζει η Κατερίνα Κατσάρη.
Την αδικία αυτή, έρχεται τώρα να αποκαταστήσει η ταινία «Κορώνα – Γράμματα: Οι σαλταδόροι της Αθήνας», στρέφοντας το βλέμμα σε αυτήν τη γενιά παιδιών που τόλμησε να αντισταθεί κι αποδίδοντάς τους τη δικαιοσύνη της μνήμης. «Ο κινηματογράφος είναι το μόνο δυνατό μέσο που μπορεί να δώσει φωνή σε αυτούς τους ανθρώπους. Να δώσει την ανθρωπιά για να μπορέσουν να την αντιληφθούν οι θεατές. Η εικόνα, ο ήχος, ο φωτισμός διεγείρουν τα συναισθήματα του θεατή για να νιώσουν κομμάτι του γεγονότος και της ιστορίας. Ο κινηματογράφος είναι το πιο δυνατό μέσο της δημόσιας ιστορίας. Γι’ αυτό φεύγοντας το κοινό από την αίθουσα θέλω να κρατήσει τη γνώση του ποιοι ήταν οι σαλταδόροι και να τους θυμάται σαν τους ήρωες που χωρίς κάποιο κέρδος, έδιναν τη ζωή τους απλά και μόνο για την επιβίωση. Να τους μείνει η έννοια της ενσυναίσθησης και της αλληλεγγύης», καταλήγει η σκηνοθέτρια, η οποία εκτός από το ταξίδι του ντοκιμαντέρ σε φεστιβάλ ανά την Ελλάδα που ετοιμάζει αυτήν την περίοδο, συγκεντρώνει όλο το υλικό της έρευνάς της σ’ ένα βιβλίο με σκοπό να κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες.
Comments are closed.