- Advertisement -

Στο Μαξίμου διαβάζουν ανάποδα τις δημοσκοπήσεις – Το δύσκολο σενάριο της αυτοδυναμίας

Στο Μαξίμου διαβάζουν ανάποδα τις δημοσκοπήσεις – Το δύσκολο σενάριο της αυτοδυναμίας
3

- Advertisement -

Της Ελένης Ευαγγελοδήμου

Ποσοστά, δεξαμενές και δυνητικοί ψηφοφόροι αναλύονται εντατικά από τα κομματικά επιτελεία στο αμετάβλητο ως προς τους συσχετισμούς πολιτικό σκηνικό αλλά ενόψει εξελίξεων – τη δημιουργία νέων κομμάτων εξ αριστερών και εκ δεξιών. Στη μεγάλη εικόνα των δημοσκοπήσεων τα δεδομένα είναι συγκεκριμένα: καταγράφεται η αποστασιοποίηση των ψηφοφόρων, η αξιολόγηση της κυβέρνησης ακολουθεί φθίνουσα πορεία, στην αντιπολίτευση κυριαρχούν οι πιέσεις και ο κατακερματισμός.

Η κάθε πλευρά ωστόσο κρατάει τα δεδομένα που θέλει, εκείνα που ενάμιση χρόνο πριν από την εθνική αναμέτρηση διαμορφώνουν τη στρατηγική της και μπορούν να εξυπηρετήσουν το αφήγημά της. Η ΝΔ λέει ότι είναι σταθερά πρώτη και με διαφορά, μετά το μέσον της δεύτερης τετραετίας και η αντιπολίτευση είναι εκείνη που «χάνει», ενώ στη Χαριλάου Τρικούπη βρίσκουν τις δικές τους θετικές ενδείξεις για να σταθούν, για παράδειγμα ότι με βάση την επίδοση του ΠΑΣΟΚ στις ευρωεκλογές και μια τάση αύξησης της συσπείρωσης μετά την επανεμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα διακρίνεται μασίφ βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε το κόμμα να χτίσει. Το ίδιο διακρίνει και το Μαξίμου, μια συμπαγή δεξαμενή, που εξακολουθεί να ακούει την κυβέρνηση.

Εξού και, παραμένοντας δημοσκοπικά έξω από μια τροχιά διεκδίκησης αυτοδυναμίας, προτιμά να διαβάζει ανάποδα τα γκάλοπ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αφήνει στην άκρη τις προθέσεις ψήφου και τις αναγωγές και εστιάζει σε εκείνο το 30%-40% που, σύμφωνα με τα ποιοτικά στοιχεία στις κυλιόμενες μετρήσεις, κρατά στάση αποδοχής ή έστω ανοχής σε επιμέρους κυβερνητικούς χειρισμούς και επιχειρήματα.

Απέναντι, το 60%-70% που αν και μοιάζει όλο και πιο στιβαρό, σύμφωνα με αναλυτές, δεν βρίσκει κάπου ενιαία εκπροσώπηση. Ενδεικτική η περίπτωση της τροπολογίας για την «προστασία» του Αγνώστου Στρατιώτη και το γεγονός ότι το Μαξίμου έσπευσε να τη συνδέσει με το αίτημα της «σιωπηλής πλειοψηφίας».

Διότι διαπίστωσε, κατά πληροφορίες, οριζόντια αποδοχή της πρωτοβουλίας στα ακροατήρια στα οποία θέλει να απευθύνεται – σε εκείνο το ποσοστό που θεωρεί ότι περιλαμβάνει τις «κοινωνικές συμμαχίες» που συνέβαλαν στο γαλάζιο 40% του 2023, τους φιλοευρωπαίους, «όσους δεν φωνάζουν» κ.λπ.

Τα ευρήματα

Πέραν των αναλύσεων των focus group στο Μαξίμου, υπάρχουν ευρήματα στις τελευταίες δημοσκοπήσεις τα οποία επιλέγουν να κρατούν στη ΝΔ, επιβεβαιώνοντας την ανάγνωση από την «ανάποδη»: το 26,4% θέλει εκ νέου εκλογική επικράτηση της Ν∆ με το ποσοστό αυξημένο στο 31,3% στα μεσοστρώματα και στο 38,3% στα υψηλά εισοδήµατα (GPO/Παραπολιτικά 90,1).

Συμφωνεί με την απαγόρευση διαμαρτυριών στον χώρο του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη το 46% και διαφωνεί το 44% με την αποδοχή να καταγράφεται πλειοψηφικά σε κεντρώους (57%),  κεντροδεξιούς (72%) και δεξιούς (76%), ακόμα και μειοψηφικά από δύο στους δέκα αριστερούς και τρεις στους δέκα κεντροαριστερούς (Pulse/Σκάι).

Το αίτημα για πολιτική αλλαγή εμφανίζεται πλειοψηφικό αλλά κατακερματίζεται και έχει απήχηση στο 36% το αφήγημα της πολιτικής σταθερότητας (Metron Analysis/Mega) το οποίο όμως θεωρεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης ότι το εκφράζει αποκλειστικά η ΝΔ.

Προσώρας δίνει με δυσκολία τη μάχη της συσπείρωσης και κυρίως της διεύρυνσης της εκλογικής επιρροής της, δείχνοντας να παραμένει στην πρόθεση ψήφου κάτω και από το κατώφλι του 25%. Είναι εκείνο που ξεκλειδώνει το κλιμακωτό μπόνους για το πρώτο κόμμα – το «τεχνικό» όριο που, εφόσον δεν επιτευχθεί, καταργεί την ενισχυμένη αναλογική.

Με δεδομένη τη νέα δέσμευση Μητσοτάκη ότι δεν θα αλλάξει τον εκλογικό νόμο, θα ισχύσει και το 2027 ότι μόνο εάν το πρώτο κόμμα πετύχει ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 25% παίρνει το δώρο των 20 εδρών και στη συνέχεια μία έδρα για κάθε επιπλέον 0,5% στο αποτέλεσμα (άρα σε κάθε έξτρα μονάδα, δύο βουλευτές) με ταβάνι στο 40% που είναι το ποσοστό στο οποίο δίνεται το μάξιμουμ των 50 εδρών.

Ως εργαλείο για τον στόχο της μέγιστης συσπείρωσης ερμηνεύεται άλλωστε η πρόσφατη αποστροφή του Πρωθυπουργού ότι η ΝΔ δεν κινείται με στρατηγική διπλής κάλπης.

Στο Μαξίμου δεν θέλουν να προεξοφλείται από το εκλογικό σώμα – αυτό που μοιραία γίνεται με βάση τους υφιστάμενους συσχετισμούς – ότι θα χρειαστούν δεύτερες εκλογές. Όχι μόνο γιατί είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πώς θα διαμορφωθεί το σκηνικό αν προκύψουν νέα κόμματα, αλλά κυρίως επειδή η ΝΔ  προσδοκά να πετύχει μια σειρά από δικλίδες ασφαλείας στην πρώτη κάλπη, όπως η μέγιστη ψαλίδα πρώτου – δεύτερου κόμματος και η μικρότερη δυνατή ψήφος διαμαρτυρίας.

Αυτοδυναμία ή συνεργασία: Το εκλογικό δίλημμα ενάμιση χρόνο πριν τις εκλογές

Του Αντώνη Παπαργύρη, διευθυντή ερευνών GPO

Στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας, αφού οι περισσότερες αποτελούν σύμπραξη δύο ή και περισσότερων κομμάτων. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει στη χώρα μας, όπου οι κυβερνήσεις συνεργασίας θεωρούνται μάλλον ανωμαλία, παρόλο που την περίοδο των μνημονίων η χώρα κυβερνήθηκε μόνο από συνεργατικά σχήματα, γεγονός που καλλιέργησε σε κάποιο βαθμό την κουλτούρα συνεργασιών.

O σημερινός Πρωθυπουργός ωστόσο, σε κάθε ευκαιρία αναδεικνύει τα πλεονεκτήματα των μονοκομματικών αυτοδύναμων κυβερνήσεων, με βασικό επιχείρημα τη σταθερότητα και την ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων. Εξού και διακηρυγμένος στόχος της κυβερνητικής παράταξης για τις επόμενες εκλογές παραμένει η αυτοδυναμία.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατά καιρούς επιχειρηματολογούν υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας, η συζήτηση όμως γίνεται σε ένα θεωρητικό πλαίσιο που υπαγορεύεται κυρίως από τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων και όχι από μία αταλάντευτη και στέρεη πίστη στο συγκεκριμένο κυβερνητικό format.

Στην τελευταία δημοσκόπηση της GPO το 49,8% του εκλογικού σώματος επιθυμεί η επόμενη κυβέρνηση να είναι αυτοδύναμη, ακόμη και αν χρειαστεί να γίνουν επαναλαμβανόμενες εκλογές, ενώ το 44,8% τάσσεται υπέρ μιας κυβέρνησης συνεργασίας. Υπέρ της αυτοδυναμίας τοποθετούνται στη μεγάλη τους πλειοψηφία με 77,9%  οι ψηφοφόροι της ΝΔ, υπέρ της κυβέρνησης συνεργασίας οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ σε ποσοστό 68,7%, ενώ αμφίθυμη στάση εκδηλώνουν οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ με το 49,6% να τοποθετείται υπέρ της συνεργασίας και το 46,7% υπέρ της αυτοδυναμίας.

Με βάση τα τελευταία, λοιπόν, δημοσκοπικά δεδομένα και παίρνοντας υπόψη τον βαθμό αβεβαιότητας που εμπεριέχονται σε αυτά, ενάμιση περίπου χρόνο πριν από τη διεξαγωγή των εθνικών εκλογών, η προβολή των εδρών είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί ούτε καν να πλησιάσει το σενάριο της αυτοδυναμίας.

Η ΝΔ με τα σημερινά δεδομένα θα λάμβανε  123 έδρες, ενώ το ΠΑΣΟΚ θα βρισκόταν στη δεύτερη θέση με 52 και η Ελληνική Λύση στην τρίτη με 38. Το συγκεκριμένο σενάριο αφορά, όπως είναι κατανοητό, μόνο τους υφιστάμενους σχηματισμούς και δεν περιλαμβάνει πιθανούς νέους κομματικούς φορείς, όπως του κ. Τσίπρα ή του κ. Σαμαρά, που αν τελικά ιδρυθούν, θα μεταβάλουν σημαντικά  και πολλαπλά το κομματικό τοπίο.

Η συγκεκριμένη προβολή που χρησιμοποιούμε στο παράδειγμά μας έχει επτά κόμματα στην επόμενη Βουλή και επί της ουσίας παράγει δύο κυβερνητικά σενάρια: το πρώτο είναι το σενάριο του μεγάλου συνασπισμού ΝΔ – ΠΑΣΟΚ,  εκδοχή την οποία έχει απορρίψει με κάθε τρόπο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Ν. Ανδρουλάκης, ενώ το δεύτερο είναι ένας δεξιός συνασπισμός με τη συμμετοχή του κ. Βελόπουλου και της κ. Λατινοπούλου, εκδοχή που έχει απορρίψει ο Κυρ. Μητσοτάκης.

Είναι σαφές το αδιέξοδο που προκύπτει και αυτό η ΝΔ θα επιχειρήσει να το εκμεταλλευτεί προβάλλοντας το γεγονός ότι είναι η μοναδική δύναμη που μπορεί να προσεγγίσει την αυτοδυναμία, κτίζοντας σε ένα ποσοστό που κινείται περί του 30% το οποίο φαίνεται και από τις δευτερογενείς αναλύσεις πως πείθεται από το κυβερνητικό αφήγημα της σταθερότητας και του κινδύνου της  ακυβερνησίας.

Το 2023 το συγκεκριμένο δίλημμα λειτούργησε. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να λειτουργεί πάντα.

- Post Down -

Comments are closed.