- Advertisement -

Ρότζερ Μπάλεν: «Μια δυνατή φωτογραφία πρέπει να χτυπά στο υποσυνείδητο»

Ρότζερ Μπάλεν: «Μια δυνατή φωτογραφία πρέπει να χτυπά στο υποσυνείδητο»
6

- Advertisement -

Με το βλέμμα στραμμένο στα βάθη του ανθρώπινου νου, ο Ρότζερ Μπάλεν έχει μετατρέψει την κάμερα σε εργαλείο ψυχικής εξερεύνησης. Εχει διαμορφώσει ένα αναγνωρίσιμο εικαστικό λεξιλόγιο, που αποκαλύπτει την ανθρώπινη ψυχή, με τη χρήση του οποίου έχει αναδειχθεί ως ένας από τους σημαντικότερους φωτογράφους του 21ου αιώνα. Για τον ίδιο, η φωτογραφία δεν είναι πια ζήτημα έμπνευσης ή παρόρμησης· είναι μια πράξη σχεδόν ενστικτώδης, τόσο φυσική όσο η αναπνοή. Γεννημένος στη Νέα Υόρκη και εγκατεστημένος εδώ και δεκαετίες στο Γιοχάνεσμπουργκ, ο αυτοδίδακτος δημιουργός που ξεκίνησε τη διαδρομή του ως γεωλόγος μιλά στα «ΝΕΑ» με αφορμή τις δύο εκθέσεις του που εγκαινιάζονται τον Νοέμβριο στην Αθήνα: την αναδρομική του στο Μουσείο Μπενάκη με σειρές έργων του από το 1986 έως το 2025 σε επιμέλεια Ηρακλή Παπαϊωάννου και την ατομική του με τις πλέον πρόσφατες δημιουργίες του στην γκαλερί CAN Christina Androulidaki.

Το έργο σας έχει περιγραφεί ως «υπαρξιακό ψυχόδραμα». Πώς βιώνετε αυτή τη βύθιση στο υποσυνείδητο όταν δημιουργείτε;

Η φωτογραφία είναι ταυτόχρονα τέχνη και επιστήμη. Δεν πρόκειται για μια διαδικασία που παράγει κάτι αποκλειστικά μέσω του υποσυνείδητου νου. Αν δουλεύεις μόνο με το υποσυνείδητο, το αποτέλεσμα θα είναι χαοτικό. Πρόκειται, αντίθετα, για μια ενσωμάτωση του υποσυνείδητου με το συνειδητό.

Από την κοινωνική καταγραφή των λευκών φτωχών κοινοτήτων στο «Platteland» (1994) περάσατε στα ψυχολογικά τοπία του «Outland» (2001) και στο «Shadow Chamber» (2004). Τι σηματοδότησε αυτή τη μετάβαση από το ρεαλιστικό στο φαντασιακό;

Η μετάβαση από την ντοκιμαντερίστικη φωτογραφία σε αυτό που θα μπορούσε να οριστεί ως μείξη ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας έγινε σταδιακά. Η πιο σαφής μεταβολή σημειώθηκε την περίοδο του «Outland», από το 1995 έως το 2000. Στην αρχή, μεταξύ 1995 και 1996, οι φωτογραφίες διατηρούσαν ακόμη δεσμούς με την παράδοση του ντοκιμαντέρ. Από το 1997 και μετά, όμως, άρχισα να αλληλεπιδρώ με τα υποκείμενα και τον χώρο με τρόπους που δημιούργησαν αυτό που αποκαλώ «το θέατρο του Ρότζερ Μπάλεν». Μου πήρε πάνω από 35 χρόνια για να φτάσω σε αυτό το σημείο.

Ο όρος «Ballenesque» έχει καθιερωθεί για να περιγράψει το εικαστικό σας ιδίωμα. Νιώθετε ότι σας απελευθερώνει ή ότι σας περιορίζει;

Για χρόνια δεν ήξερα πώς να ορίσω το έργο μου. Οταν ετοίμαζα το αναδρομικό μου λεύκωμα το 2016, δυσκολευόμουν να βρω τον σωστό τίτλο. Από τα νεανικά μου χρόνια με ενέπνεε ο Φραντς Κάφκα και ο κόσμος συχνά χαρακτηρίζει το έργο του ως «καφκικό» – έναν κόσμο όπου το πραγματικό και το φανταστικό συγχωνεύονται, αλλόκοτο, αινιγματικό, ονειρικά εφιαλτικό. Ενιωσα μεγάλη συγγένεια με αυτό, και κάποια στιγμή – ίσως μέσα σε όνειρο – μου ήρθε ο όρος «Ballenesque». Η σύνδεση με τον Κάφκα ήταν για μένα η μεγαλύτερη τιμή.

Τι σημαίνει για εσάς το «πραγματικό» μέσα σε μια φωτογραφία;

Το ζήτημα του «πραγματικού» είναι σχεδόν αδύνατο να οριστεί. Δεν είμαι βέβαιος τι είναι πραγματικό, τι φανταστικό, τι φυσικό και τι υπάρχει μόνο στον νου. Τα πάντα είναι προϊόν του νου. Παρ’ όλα αυτά, στη φωτογραφία έχει σημασία ο θεατής να πιστεύει στην πραγματικότητα της εικόνας – όχι να τη θεωρεί σκηνοθετημένη ή τεχνητή. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη φωτογραφία και τη ζωγραφική.

Η νέα σας δουλειά, «Spirits and Spaces», σηματοδότησε την είσοδό σας στο χρώμα έπειτα από δεκαετίες ασπρόμαυρης δουλειάς. Πώς άλλαξε η εικόνα με την εισαγωγή του χρώματος;

Η μετάβαση ήταν για μένα πολύ φυσική. Είχα ασχοληθεί με τη ζωγραφική για χρόνια. Από τα νεανικά μου χρόνια έκανα σχέδια και εικόνες με ζωγραφικά στοιχεία, οπότε κατανοούσα έμφυτα το χρώμα. Ωστόσο, αν κοιτάξετε τις έγχρωμες φωτογραφίες μου, θα δείτε ότι συχνά λειτουργούν σχεδόν μονοχρωματικά. Δημιουργούν την αίσθηση ενός ενδιάμεσου τόπου ανάμεσα στο ασπρόμαυρο και στο πλήρες χρώμα.

Η σειρά «Hungry Ghosts» διερευνά έννοιες τόσο πρωταρχικές όσο και ψυχαναλυτικές. Πώς αντιλαμβάνεστε τον ρόλο της ψυχολογίας στο έργο σας;

Θεωρώ τον εαυτό μου πρωτίστως «φωτογράφο της ψυχής». Οι εικόνες μου πρέπει να φέρουν ένα ψυχολογικό μήνυμα ή αντίκτυπο, συχνά απροσδιόριστο με λόγια. Οταν οι άνθρωποι βλέπουν τις φωτογραφίες μου, το αποτέλεσμα δεν αφορά μόνο τον συνειδητό νου, αλλά και το υποσυνείδητο. Δεν μπορείς να πεις «θα φτιάξω τώρα μια εικόνα που θα επηρεάσει το υποσυνείδητο». Φτάνεις εκεί μέσα από χρόνια δοκιμών, λάθους και επίμονης εξέλιξης ενός προσωπικού ύφους – ή δεν φτάνεις ποτέ.

Εχετε πει ότι η φωτογραφία είναι μια μορφή ψυχολογικού καθρέφτη. Τι βλέπετε σήμερα όταν κοιτάζετε τα έργα σας;

Οταν τα κοιτάζω, συνήθως το κάνω από δύο οπτικές: μορφή και περιεχόμενο. Σε επίπεδο μορφής, εξετάζω αν η φωτογραφία είναι οργανική, συνεκτική, αισθητική. Επειτα εξετάζω τη σημασία της. Είναι σύνθετη; Αινιγματική; Αναζητώ ένα ισχυρό μη λεκτικό νόημα που να με επηρεάζει ψυχολογικά.

Ποιο στοιχείο του έργου σας εξακολουθεί να σας εκπλήσσει όταν βλέπετε το αποτέλεσμα τυπωμένο ή εκτεθειμένο;

Η ίδια η ουσία της φωτογραφίας βασίζεται στην έκπληξη – στη στιγμιαία σύλληψη, στο απρόβλεπτο. Πάντα αναζητώ κάτι που δεν θα μπορούσα να έχω προβλέψει εκ των προτέρων. Οι καλύτερες φωτογραφίες έρχονται από το πουθενά. Με εκπλήσσουν τη στιγμή της δημιουργίας και με ξαναεκπλήσσουν όταν ανακαλύπτω το νόημά τους.

Οι φωτογραφίες σας απαιτούν χρόνο – τόσο στη δημιουργία όσο και στη θέαση. Πιστεύετε ότι το αργό, στοχαστικό βλέμμα αποτελεί σήμερα πράξη αντίστασης μέσα στον καταιγισμό εικόνων;

Πιστεύω στην αμεσότητα της τέχνης. Μια δυνατή φωτογραφία πρέπει να εισχωρεί στο υποσυνείδητο του θεατή τόσο γρήγορα όσο ένα βλέμμα. Να χτυπά σαν ηλεκτρική εκκένωση στο υποσυνείδητο, αφήνοντας ένα ίχνος που μπορεί να επανεμφανιστεί στα όνειρα ή στις σκέψεις. Αν δεν το κάνει, ο θεατής απλώς θα προχωρήσει στην επόμενη.

- Post Down -

Comments are closed.