- Advertisement -

Φύσις φωνήεσσα

5

- Advertisement -

Ενώπιον της θεατρικής ερήμου που διασχίζουμε, που η σκηνή κυριολεκτικά παραδόθηκε στο γυαλί της τηλοψίας, που ακόμα και επιστροφή σε παλιά έξοχα έργα της σύγχρονης δραματουργίας μας, από τον Τερζάκη και τον Καμπανέλλη ως τον Διαλεγμένο και τον Μανιώτη, δεν απασχολεί ούτε και τους κρατικούς θεσμούς θεάτρου που είναι υποχρεωμένοι από τον λόγο υπάρξεώς τους να μελετούν τη θεατρική παράδοση, αναζητώ για τη νεώτερη γενιά θεατρόφιλων μια επιστροφή σε σταθμούς της άλλοτε σφύζουσας θεατρικής πορείας, με πυρήνες πρωτοφανείς και για την ιστορία του θεάτρου μας.

Παραπέμπω σήμερα σε ένα κείμενό μου για τον Γιάννη Ψυχάρη ως θεατρικό συγγραφέα, επ’ αφορμής της παράστασης με το έργο του «Γουανάκος» που ανέβασε ο σπουδαίος σκηνοθέτης, φίλος μακαρίτης Σπύρος Α. Ευαγγελάτος το 1981 στο Θέατρο Κάβα με το Αμφι-θέατρο:

«Ο κ. Σπύρος Ευαγγελάτος τόλμησε πάλι. Συνεχίζοντας τη διερεύνηση του θεατρικού μας υπεδάφους, προσπαθώντας να ανιχνεύσει τη στρωματογραφία, ανακάλυψε μιαν ανεκμετάλλευτη φλέβα πολύτιμου ορυκτού. Ποιος θα το ‘λεγε!! Τον Θεατρικό Ψυχάρη! Και η νέα συμβολή του «Αμφι – θεάτρου» στο χώρο της  θεατρικής μας αυτογνωσίας δε σταθμεύει μόνο στη γλωσσική ή μη φιλολογική αποκάλυψη. Ο Ψυχάρης από την αυγή του αιώνα είχε θεατρικό όραμα, είχε συγκεκριμένες απόψεις, πρότεινε έμπρακτα λύσεις στο θεατρικό πρόβλημα του καιρού, που αδιέξοδο, παρέμενε σε διαθεσιμότητα. Ετσι στα 1901, μια σημαδιακή χρονιά για τη θεατρική πορεία του τόπου, κυκλοφόρησε το έργο του Ψυχάρη: «Για το Ρωμαϊκό Θέατρο», «Ο Κυρούλης» (δράμα), «Ο Γουανάκος» (κωμωδία)».

Οπως σε όλα τα έργα του Δασκάλου, σ’ αυτό το εγχείρημα η θεωρία πάει χεραγκαλιά με την πράξη. Στον εκτεταμένο πρόλογο βάζει τις θεωρητικές αισθητικές και φιλολογικές βάσεις για ένα νεοελληνικό θέατρο, ύστερα ακολουθούν τα δύο έργα ως «παραδείγματα». Η οξυδέρκεια του Ψυχάρη είχε διακρίνει τους κινδύνους που καιροφυλακτούσαν, τον Νιτσεϊσμό και τον αναφομοίωτο Συμβολισμό. Τα έργα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η έμπρακτη απάντηση του συγγραφέα στις ξενόφερτες ιδεολογίες και στις ετοιματζίδικες φόρμες. Ο Ψυχάρης σε αυτόν τον αγώνα έχασε τον πόλεμο. Ακόμη και οι οπαδοί του τον εγκατέλειψαν και παρέδωσαν το θέατρό του στη περιφρόνηση της σιωπής. Χρειάζονταν μόνο το εργαλείο που τους αποκάλυψε: η γλώσσα.

Εκείνος, όμως, είχε ευρύτερο όραμα. Η γλώσσα δεν είναι εργαλείο, είναι οργανισμός, ζωντανός, πολύχυμος. Δεν είναι μόνο μηχανισμός, διαδικασία, τυπική διαμόρφωση της λαλιάς βάσει κάποιων αυτορρυθμισμένων κανόνων. Η γλώσσα, είναι η ιδεολογία, είναι ο τρόπος με το οποίο αναδύεται στον ορίζοντα της ιστορίας το ήθος ενός λαού. Η γλώσσα δεν είναι μορφή, είναι ένας τρόπος ζωής που καθορίζει αυτή τη μορφή. Η γλώσσα  είναι η ζώσα συνείδηση ενός λαού. Το προϊόν μιας συγκεκριμένης στιγμής που σημαδεύει το βαθμό ωριμότητας ενός έθνους.

Τον Ψυχάρη τον θέλησαν και τον καταδίκασαν να μείνει πρωτοπόρος της γλώσσας, ιδιότητα που γρήγορα ξεθωριάζει. Γιατί η γλώσσα, ακολουθώντας τους νόμους της ζωής, εξελίσσεται. Τον θέλησαν πρωτοπόρο, ώστε αργά ή γρήγορα να τον εναποθέσουν στο Μουσείο. Ο Ψυχάρης, όμως, όπως τουλάχιστον φαίνεται μέσα στον «Γουανάκο» που παρουσιάζει ογδόντα χρόνια ύστερα από την ένοχη σιωπή ο Ευαγγελάτος, δεν αποκάλυψε τη γλώσσα για τη γλώσσα. Εφερε στην επιφάνεια έναν ολόκληρο λαό, όπως αποκρυσταλλώνεται μέσα στη γλώσσα. Η γλώσσα δείχνει, δεν είναι. Η γλώσσα είναι οδός που οδηγεί στην αποκάλυψη ενός λαού, αυτού του λαού που είχε ενταφιαστεί κάτω από τα μπάζα του παρελθόντος του, ενός λαού που κινδύνευε να θαφτεί ακόμη βαθύτερα κάτω από τις προσχώσεις των ευρωπαϊκών ποταμών.

Ο Ψυχάρης έβλεπε πως αυτός ο τόπος κινδύνευε να γίνει η χωματερή της Ευρώπης. Δεν μπόρεσε να προλάβει το κακό. Η Ελλάδα έγινε η χωματερή της Ευρώπης την εποχή, τη σημαδιακή, που καταθέτει στο έθνος  το θεατρικό του μήνυμα, ο Χρηστομάνος ιδρύει τη «Νέα Σκηνή» και ο Θων, οικονομικός σύμβουλος των ανακτόρων, σπαταλάει αφειδώς χρήματα για το «Βασιλικό Θέατρο» που το αναδέχθηκε από την κολυμπήθρα του ο Αγγελος Βλάχος και το ανάθρεψε ο Θωμάς Οικονόμου. Και τα δύο θέατρα, παρόλες τις μεταξύ τους αισθητικές διαφορές, παρόλη τη διαφορετική σύνθεση του κοινού τους, αναζητούσαν και έβρισκαν το λόγο υπάρξεώς τους, τα αισθητικά του πρότυπα στην Ευρώπη της εποχής. Ετσι ο μέσος απαίδευτος αισθητικά Ελληνας από τότε υποχρεώθηκε να υπηρετεί δύο αφεντάδες, αυτό που ήταν (και που του μάθαιναν να ντρέπεται που ήταν αυτό) και αυτό που έπρεπε να γίνει (και που το μάθαιναν να το ζηλεύει και να ξιππάζεται). Χείρες μεν Κολοκοτρωνέικες, φωνή δε Ιψεν και Ντ’ Αννούντσιο, Εννεκέν και Βεμπέρ και Μαίτερλινγκ. Να φορεί πάνω το φέσι ημίψηλο και πάνω από τη φέρμελη βελάδα. Η γνωστή μας σχιζοφρένεια.

Οι καθαρολόγοι τον ωθούν πίσω στον Ευριπίδη, οι νεοφώτιστοι αστοί, αιώνιοι (και πνευματικοί) μεταπράτες τον σπρώχνουν να μοιάσει στον Γιάννη Γαβριήλ Μπόρκμαν, στην Μόνα Βάνα και στην Εντα Γκάμπλερ. Μέσα σε μισόν αιώνα του ζητούν από τη Λανάρω και την Οβριά του «Βασιλικού» του Μάτεση, να περάσει στη Φαύστα και τη Μερόπη, από κει στην Γκόλφω, στη Στάθαινα και στην Μαρούλα και με ένα άλλο νέο άλμα στο πνεύμα της Αγριόπαπιας και του Αρχιτέκτονα Σόλνες.

Το έργο του Ψυχάρη έμεινε μπουκάλι στο πέλαγος. Κι όμως, προσπαθούσε να συλλαβίσει, ξεκινώντας από το μηδέν, μια εθνική δραματουργία, όπου η γλώσσα θα ήταν ο φορέας μιας αυθεντικής λαλιάς. Στον «Γουανάκο» με όλες τις ατέλειες, με όλη την ατεχνία, με όλα τα αδιέξοδα φαίνεται με σαφήνεια αυτή η πρόταση. Ο Ψυχάρης δεν είναι βέβαια ούτε έξω από την εποχή του, ούτε πάει να καταργήσει τον διάλογο με την Ευρώπη, ούτε αγνοεί πως η πνευματική συγκυρία της Ευρώπης είναι μοιραίο να επιδράσει πάνω  σε μια ασταθή πνευματικά χώρα. Στίγμα αισθητικό του καιρού, ο Συμβολισμός. Πρόβλημα του Ψυχάρη  δεν είναι η αγνόησή του, αλλά η δημιουργική του αφομοίωση. Ο Συμβολισμός είναι μια τεχνική της ατμόσφαιρας, η λογική αντιστοιχία του τοπίου με τις συγκινήσεις. Είναι λοιπόν θέμα κλίματος. Πριν αποκαλύψεις τη γλώσσα της Τέχνης πρέπει να υποταχθείς στη γλώσσα των πραγμάτων. Στη φωνή του τοπίου. Κάθε τόπος είναι λάλος και η γλώσσα  είναι η κωδικοποίηση της λαλιάς του.

Ο Ψυχάρης αποκάλυψε αυτό το απλό και αυτονόητο στον «Γουανάκο», πως η γλώσσα είναι κύμβαλο αλαλάζον χωρίς την Αγάπη, χωρίς την αμοιβαία έλξη που ενώνει τα διεστώτα. Χωρίς τον Ιμερο που συνέχει τα όντα, χωρίς τον έρωτα, χωρίς τον πάρεδρο εν αρχαίς θεσμών, η γλώσσα ίσως να είναι όργανο συναλλαγής, δεν είναι μέσο επικοινωνίας. Η έρις περί τα πράγματα (επεισόδιο του γελέκου στον «Γουανάκο»), η έρις περί τα ονόματα (επεισόδια του δασκάλου στον «Γουανάκο») θα δώσει τη θέση της στον έρωτα, όταν πέρα από τα πράγματα και τα ονόματα, τα όντα συναντηθούν ξανά στον αποκαλυπτικό χώρο της Αγάπης. Αυτή η πληρότητα, όταν συντελεστεί στο πλήρωμα του χρόνου, θα σημάνει την εισοδο ενός λαού στη δημιουργία.

Ο «Γουανάκος» είναι για την εποχή του ένα κατόρθωμα τόλμης και πρωτοτυπίας, έργο με θέση, σίγουρα, πρόκληση και προκλητήριο. Είναι κρίμα που δε βρήκε τότε αποδέκτες. Σήμερα (δεκαετία ’80) λειτουργεί στο επίπεδο της πνευματικής ενοχής. Υπόμνηση για τον χαμένο χρόνο που πήγε στράφι, για τη σπατάλη τόσων δυνάμεων στα ατέρμονα σταυροδρόμια των ευρωπαϊκών δαιδάλων. Εργο αφοπλιστικό, τώρα αφοπλισμένο, ο «Γουανάκος» με μέσα μεικτά, αλλά νόμιμα περιέχει ευρήματα, δίνει σκηνικές λύσεις, έχει πυρήνες ακόμη ανθεκτικούς. Δεν του λείπει η αφέλεια. Εχει, όμως, έναν λαϊκό χυμό και ένα χυμώδη λυρισμό που, αν έβρισκε συνέχεια με συνέπεια, θα έφτανε κάποτε να παραγάγει έργα ανάλογα με κείνα που άλλοι λαοί που ανακάλυψαν αυθεντικά τον εαυτό τους μίλησαν με το στόμα αυθεντικών ποιητών. Ο Λόρκα της «Δόνας Ροζίτας», ο Σινγκ της «Ντίαρντρη των θλίψεων», ο Γητς, ο Στρίντμπεργκ του «Ονειροδράματος», ο Μίσκιεβιτς έχουν κοινά στοιχεία με τον Ψυχάρη, μόνο που αυτοί είναι απόγονοι μιας σειράς προπατόρων, ενώ ο Ψυχάρης έμεινε άκληρος.

Σωστά ο Ρώτας έβλεπε την «Τρισεύγενη» να «βγαίνει» από τον Ψυχάρη. Ισως αυτός να είναι ένας λόγος που ο Ευρωπαίος Χρηστομάνος απέρριψε το έργο του Παλαμά, διαφωνώντας με τη περίσσεια του λυρισμού του. Διάλεγε από το έργο τον απόηχο της Γκάμπλερ και απέρριπτε το κλίμα της Λιμνοθάλασσας. [….] Ο κ. Ευαγγελάτος αγάπησε το έργο του Ψυχάρη βαθιά. Το πόνεσε και κατόρθωσε θαυμαστά να το αναστήσει. Με σοφές επεμβάσεις το συντόμευσε, βρήκε τα κλειδιά του και το αξιοποίησε. Παρέκαμψε τους σκοπέλους και απέφυγε τις ατεχνίες του. Το διάβασε σαν παρτιτούρα. Τρύγησε τον ανθό του, άφησε το παλαιίκό του άρωμα να απλωθεί στη σκηνή».

- Post Down -

Comments are closed.