- Advertisement -

Το συλλογικό δράμα των Βοριζίων

Το συλλογικό δράμα των Βοριζίων
2

- Advertisement -

Είναι γνωστό ότι η Κρήτη είναι μια κοινωνία με βεντέτα μέχρι σήμερα. Τα «οικογενειακά», όπως ονομάζεται η βεντέτα στην Κρήτη, σημαίνουν ότι ένας φόνος μπορεί να εκληφθεί από τους συγγενείς του θύματος, αλλά και από τον κοινωνικό περίγυρο, ως αντεκδίκηση προγενέστερου φόνου – γεγονός που μπορεί να έγινε σε προηγούμενη γενεά – και να πυροδοτήσει αντίποινα. Αυτά κυμαίνονται από υλικές φθορές και καταστροφές, σωματική βία έως και φόνο. Από τη διδακτορική μου έρευνα για τη βεντέτα στην Κρήτη, προς έκπληξή μου, διαπίστωσα ότι ο αριθμός ανθρωποκτονιών στην Κρήτη στατιστικά δεν διαφέρει από τον μέσο όρο αυτών που συμβαίνουν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Πράγματι, από ανάλογες έρευνες που έχουν γίνει σε άλλες κοινωνίες με βεντέτα στον κόσμο, διαπιστώνεται ότι η βία του εθιμικού δικαίου της ανταπόδοσης με βία από τους συγγενείς του θύματος λειτουργεί αποτρεπτικά στη διάπραξη βίαιων ή έκνομων πράξεων. Επιπλέον, επειδή καμιά κοινωνία δεν θέλει να (αυτο)καταστραφεί, οι κοινωνίες με ανταποδοτικό δίκαιο διαθέτουν εθιμικούς ή θεσμικούς μηχανισμούς επίλυσης διαπροσωπικών διαφορών ή συγκρούσεων. Οι κυριότεροι είναι η διαμεσολάβηση και η διαιτησία.

Μια βασική διαπίστωση είναι ότι η διαπροσωπική βία και γενικά οι έκνομες πράξεις, είτε αυτές νοηματοδοτούνται ως εκδίκηση σε μια κοινωνία με βεντέτα είτε ως ποινικά αδικήματα από το Συνταγματικά Θεσπισμένο Δίκαιο, δεν έχουν μια γραμμική πορεία. Βρίσκονται σε γενική εξάρτηση με γενικότερες συγκυρίες ή καταστάσεις. Τα εμφύλια μεταπολεμικά εγκλήματα – πολλά ειδεχθή – στοιχειώνουν την ελληνική κοινωνία μέχρι και σήμερα, η οργή από τη φτώχεια και τις ανισότητες της οικονομικής κρίσης, καθώς και η βιο-εξουσία (ή βιοπολιτική) της πανδημίας, έχουν αφήσει ένα ισχυρό αποτύπωμα σε προσλήψεις του κόσμου, αντιλήψεις και πρακτικές.

Αναγράφω αυτά ως ένα εγχείρημα για να πλαισιώσω την εικόνα που μου δημιούργησε η πληροφόρηση από τα ΜΜΕ για τα πρόσφατα αλλά και για παλαιότερα γεγονότα, σε συνδυασμό με δεδομένα που έχω συλλέξει κατά τη διάρκεια της εθνογραφικής μου έρευνας στα Βορίζια με αντικείμενο τα λεγόμενα «Γεγονότα του 1955».

Στα πρόσφατα γεγονότα, ως αφορμή παρουσιάζεται το χτίσιμο σπιτιού της οικογένειας του θύματος σε μια άλλη γειτονιά και η ανατίναξή του. Με δεδομένο ότι δεν πρόκειται για καταπάτηση γης, η πράξη αυτή θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια κίνηση γειτνίασης και συνύπαρξης συγχωριανών. Αντίθετα, εκλαμβάνεται, από συγχωριανή οικογένεια, ως εισβολή στον χώρο της και το ανατινάζουν.

Το 2011 είχε επίσης καταστραφεί ολικώς στα Βορίζια, πάλι με έκρηξη και σοβαρές τις υπόνοιες για εγκληματική ενέργεια, νεόδμητη μεζονέτα. Ομως γιατί με αφορμή αυτό το γεγονός η αντεκδικητική βία δεν επεκτάθηκε τυφλά στο σύνολο της κοινότητας, όπως έγινε τώρα; Μήπως, στις συγκεκριμένες ευρύτερες συγκυρίες, οι κοινωνικοί μηχανισμοί αποτροπής επέκτασης της βίας μπόρεσαν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά, ενώ σήμερα, όπου η Κρήτη βρίσκεται στη δίνη των σκανδάλων των επιδοτήσεων, αυτό δεν ήταν εφικτό; Επίσης, ένα επιχείρημα της κατανόησης των σύγχρονων φόνων είναι η σύνδεσή τους με αυτούς που συνέβησαν το 1955. Ομως, η μία από τις δύο αντίπαλες οικογένειες δεν εμφανίζεται να έχει εμπλακεί σε αυτά είτε από τη θέση του δράστη είτε από αυτήν του θύματος. Η μόνη ομοιότητα που υπάρχει είναι της ανεξέλεγκτης και τυφλής βίας, δηλαδή η μετάβαση του χωριού από την κατάσταση της κοινότητας σε αυτή του Λεβιάθαν. Πρόκειται για πράξεις αντεκδίκησης που θα μπορούσαν να προσδιοριστούν ως «αμόκ βίας», τελείως όμως ασυμβίβαστες με τη λογική της βεντέτας, όπου τα θύματα είναι προσεκτικά επιλεγμένα, με δεδομένο ότι ένας κατά λάθος φόνος θα «ανοίξει οικογενειακά» και με άλλη οικογένεια.

Επιπλέον το 2004 είχε γίνει φόνος σε διπλανό χωριό με θύματα απογόνους των γεγονότων του 1955. Τότε, εκφράστηκαν αμυδρά φόβοι «επανάληψης» της βίας του 1955 και τελικά η είδηση περιορίστηκε στον τοπικό Τύπο. Αλλωστε, ήταν η «χρυσή εποχή» των Ολυμπιακών Αγώνων.

Οι δηλώσεις, οι οποίες με δυσκολία αποσπώνται από τους εκπροσώπους των ΜΜΕ, είναι γενικές και αόριστες με συνοδεία την εικόνα ενός χωριού περιφρουρούμενου από πάνοπλους αστυνομικούς και μαυροφορεμένους ντόπιους, όπου οι γυναίκες σπαραχτικά εκλιπαρούν για μια αντίδραση από τον νεκρό συγγενή τους. Εικόνες που, σε αντίθεση με τις δεδηλωμένες προθέσεις του κράτους, περισσότερο δημιουργούν την αίσθηση ενός χωρικού αποκλεισμού και εντείνουν τον φόβο των κατοίκων για «την επόμενη ημέρα».

Ο τρόπος εκδήλωσης της ακραίας βίας τόσο την προηγούμενη Κυριακή, όσο και το βράδυ της 26ης Αυγούστου 1955, δείχνει ότι πρόκειται για μια κοινότητα με έντονο συλλογικό και αυτοκαταστροφικό θυμό, ο οποίος εκδηλώνεται στην ακρότητά του από μέλη της σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες. Το παράδοξο είναι ότι στον ελλαδικό χώρο περιπτώσεις ανάλογων πράξεων (εμπρησμοί, μαζικοί φόνοι, παιδοκτονίες, γυναικοκτονίες κ.λπ.) στην έξωθεν νοηματοδότησή τους η παράμετρος «τραυματικό βίωμα» χρησιμοποιείται για τον μετριασμό του «ειδεχθούς» ενώπιον της κοινωνίας, μέσω της μεταφοράς ατομικών ευθυνών σε «άλλους» (κοινωνικό περιβάλλον, οικογένεια). Αντίθετα, στην περίπτωση των Βοριζίων, όπως και άλλων περιοχών της Κρήτης, η αναγωγή φόνων και γενικότερα πράξεων βίας στις λεγόμενες «νοοτροπίες», καταλήγει στον συλλογικό στιγματισμό τόπων, συλλογικοτήτων και του νησιού γενικότερα.

Ο Αρης Τσαντηρόπουλος είναι καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι συγγραφέας του βιβλίου: «Η βεντέτα στη σύγχρονη ορεινή Κεντρική Κρήτη» (εκδ. Πλέθρον). Σύντομα θα κυκλοφορήσει και η δεύτερη μονογραφία του, η οποία βασίζεται στην εθνογραφική έρευνά του στα Βορίζια, με τίτλο: «H Μοίρα του τραυματικού. Στη Δίκη, στον τύπο και στη συλλογική μνήμη ενός χωριού της Κρήτης», εκδ. Πλέθρον

- Post Down -

Comments are closed.