- Advertisement -

Όποιος δεν έχει δοκιμάσει να κάνει ντους σε καμπίνα ακτοπλοϊκού πλοίου μεγάλων αποστάσεων, οφείλει να το κάνει τουλάχιστον μία φορά, γιατί είναι μια εμπειρία που δεν μοιάζει με καμία άλλη.
Ο θάλαμος χωράει μονάχα ένα άτομο, πίσω από μια ασφαλή κουρτίνα, ενώ το καυτό νερό πέφτει πάνω σου με δύναμη και εσύ τότε αρχίζεις να νιώθεις τις πατούσες σου να πατούν πάνω στο τίποτα, το κενό κάτω από το σκαρί, και τότε καταλαβαίνεις πως είσαι στον αέρα, πως αιωρείσαι, κι αν μείνεις λίγο ακόμα αρχίζεις να αισθάνεσαι πως πετάς πάνω από τη θάλασσα.
Μέσα εκεί, στη θερμότητα και στους ατμούς, νιώθεις πως επιστρέφεις σε κάτι πρωταρχικό· το νερό, ο αέρας, η σιωπή, όλα λειτουργούν σαν μια μήτρα με ήχους υπόκωφους, σαν να φτάνουν από μακριά, και δεν είναι λογοτεχνική εικόνα αυτό, είναι η αλήθεια του σώματος που θυμάται.
 
 
Γυρνώντας από την Τέλενδο με το καράβι της γραμμής, στις δύο τα ξημερώματα, ήταν ακριβώς αυτό το πρώτο πράγμα που έκανα. Μπήκα στο ντουζ και κάθισα εκεί μισή ώρα. Τόσο χρειάστηκε· ακριβώς τόσο χρειάστηκε οι μνήμες μου να βρουν την τελική θέση τους πάνω στο σώμα μου. Τις εντόπισα το επόμενο πρωί: ήταν στο μέτωπο και δίπλα στα μάτια μου. Μεγαλώνω.
Στην Τέλενδο είχα πάει με καΐκι την προηγούμενη μέρα τις πρώτες πρωινές ώρες. Ο εκδοτικός μου οίκος μού είχε αναθέσει μια συγγραφική αποστολή: να τους εκπροσωπήσω και να πάω σε αυτό το απομακρυσμένο νησί, με τους μόλις είκοσι κατοίκους, για να τιμήσω και να σφίξω το χέρι στη δασκάλα του σχολείου, που κάθε μέρα μεταφέρεται με καΐκι για να κάνει μάθημα σε δύο μόνο μαθητές — τον Κυριάκο και τον Σάββα.
Η Δέσποινα Μιχαήλ, η δασκάλα, καθόταν απέναντι μου στο καΐκι και χαμογελούσε με νόημα. Ήταν το χαμόγελο κάποιου που έχει περάσει ήδη αυτό το ταξίδι και ξέρει ότι δεν χρειάζεται να πει τίποτα. Όταν πατήσαμε το πόδι μας στην Τέλενδο, μας πληροφόρησαν πως ο μικρός Σάββας ήταν στη βάρκα με τον παππού του. Το λιμάνι μικρό, οι βάρκες λίγες· τους εντοπίσαμε αμέσως. Το νησί είναι πράγματι μια αψίδα μέσα στη θάλασσα.
Ο Σάββας, δέκα χρονών, ξεπήδησε από τη βάρκα με υπερβολική άνεση. Χαμογέλασε ντροπαλά και έβαλε το χέρι πάνω από τα μάτια του για να με δει κόντρα στον ήλιο. Ήταν μέρα που δεν είχε σχολείο, κι όμως δέχτηκε να πάμε να το ανοίξουμε μαζί για να του παρουσιάσω το βιβλίο μου. Είχε παιδικό ενθουσιασμό και την ευγενική διακριτικότητα ενός μεγάλου ανθρώπου. Ο Σάββας ήταν διαφορετικός από κάθε άλλο παιδί που έχω γνωρίσει. Ήταν ξεκάθαρο από το πρώτο δευτερόλεπτο.
 
Φτάσαμε αμέσως στο σχολείο, κι οι τρεις μας —εγώ, η δασκάλα και ο Σάββας— ανοίξαμε τις πόρτες και τα παντζούρια και μπήκε φως. Στους τοίχους της τάξης υπήρχαν ζωγραφιές του Σάββα, φωτογραφίες τους, ένας συμπληρωμένος πίνακας και ένας χάρτης του νησιού, φτιαγμένος απ’ τον ίδιο. Τον κατέβασε αμέσως και μου έδειξε πού βρισκόμασταν. Τα δάχτυλά του φαγωμένα· τα δάχτυλα ενός μεγάλου.
Πήρα την ευκαιρία και του έδειξα κι εγώ το βιβλίο μου. Ευτυχώς είχε και εικόνες μέσα — αμέσως του τράβηξαν την προσοχή, έλαμψαν τα μάτια του. Τα μάτια ενός παιδιού. Του μίλησα για την υπόθεση, του είπα ότι έχει και φαντάσματα μέσα, αλλά πως δεν είναι και τόσο τρομακτικά και να μην ανησυχεί. Χαμογέλασε πονηρά. Δεν τα φοβόταν.
Η γιαγιά του, μου είπε, είχε δει ένα αληθινό φάντασμα — μιας γριάς γυναίκας — μέσα στο ίδιο σχολείο που στεκόμασταν. Μου έδειξε ακριβώς την πόρτα απ’ όπου την είχε δει να περνάει.
Μετά μου μίλησε για έναν νεκρό άντρα που είχε δει μια μέρα, πεσμένο στο χώμα. Το έλεγε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που μου είχε πει λίγο πιο πριν για ένα πουλί που πέταξε πάνω από τη βάρκα του και που του έκλεψε ένα ψάρι. Καμία διαφορά. Ζωή και θάνατος ήταν ένα για τον Σάββα.
Κοίταξα τη δασκάλα κι έπειτα έξω απ’ το παράθυρο· δεν είχε κανένα νόημα η παρουσίαση του βιβλίου. Το έκλεισα και του ζήτησα, αντ’ αυτού, να μου παρουσιάσει εκείνος τη ζωή του. Ο Σάββας συμφώνησε αμέσως!
Κλείσαμε το σχολείο κι ακολουθήσαμε έναν χωματόδρομο μέχρι ένα ακόμα μικρότερο λιμανάκι. Εκεί ήταν η βάρκα του. Μια τόσο δα βάρκα, βαμμένη πράσινη από το χέρι του, με μια γυαλιστερή μηχανή στο πίσω μέρος που έμοιαζε με ξένο σώμα.
«Μου την έκαναν δώρο κάτι Ελβετοί. Αλλά έχει χαλάσει το λάστιχο και περιμένω να μου το φέρουν γιατί χάνει καύσιμα.» Τα προβλήματα ενός μεγάλου. Η βάρκα έγραφε πάνω «Αγ. Νικόλαος». Τον ρώτησα για το όνομα, κι εκείνος μου είπε πως κάθε χρόνο το αλλάζει. Έτσι, χωρίς λόγο. Η σκέψη ενός παιδιού.
Μετά μας έδειξε κι άλλες βάρκες. Εκεί που εγώ προσπαθούσα να κρατήσω ισορροπία για να μπω σε μία, εκείνος πηδούσε με άνεση από τη μία στην άλλη.
«Τις προσέχω και κανείς δεν το ξέρει», μου είπε. «Μου αρέσει».
Μόλις τελειώσαμε την ξενάγηση – πρότεινε να περάσουμε και από το νεκροταφείο αλλά αρνήθηκα – κοίταξε με βλέμμα στο βάθος της θάλασσας. Μου είπε πως έρχεται καταιγίδα. Το έβλεπε και το μύριζε. Αλλά είχαμε λίγο χρόνο ακόμα στη διάθεσή μας.
Τους ζήτησα να πάμε να φάμε οι τρεις μας σε μια ψαροταβέρνα. Τι καλύτερο; Περπατήσαμε μερικά λεπτά ώσπου να φτάσουμε. Στην Τέλενδο δεν υπάρχουν αποστάσεις· μπορείς να είσαι παντού στο νησί ταυτόχρονα. Φυσικά, δεν υπάρχει ίχνος αυτοκινήτων. Μόνο η θάλασσα ακούγεται και καμιά ανθρώπινη φωνή.
Καθίσαμε στο τραπέζι, δίπλα στο νερό, και ο Σάββας άνοιξε τον κατάλογο. Πεινούσε, το καταλάβαινες από τις κινήσεις του και τον τρόπο που κουνούσε τα πόδια του. Ήταν ανάμεσα σε τρεις επιλογές. Του είπα πως θα πάρουμε και τις τρεις.
«Αυτό είναι υπερβολή. Δεν χρειάζεται», είπε. Η λογική ενός μεγάλου.
Πήραμε τελικά δύο πιάτα και μια σαλάτα που αγαπούσε πολύ. Στο τραπέζι μιλούσαμε για τη ζωή στο νησί. Δεν έχει πάει ποτέ αλλού, πέρα από την Τέλενδο και την Κάλυμνο. Δεν έχει δει άλλο μέρος του κόσμου. Θα ήθελε να πάει στην Κω.
Όσο μιλούσαμε, τόσο το συνειδητοποιούσα: ο Σάββας ήταν ένα παιδί μεγαλωμένο στη φύση, χωρίς κινητά, χωρίς καμιά επαφή με αυτό που εμείς θεωρούμε «κανονικό». Ήταν ένας άνθρωπος που ήδη, στα δέκα του, όπου κι αν τον έβαζες, θα έβρισκε τροφή και νερό.
Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι ήταν ήρεμος και χαρούμενος. Άδειος και απαλλαγμένος από τις σκέψεις που βαραίνουν τα παιδιά σήμερα. Μιλούσε συνεχώς για τη φύση και τα ψάρια.
Πέρασε από μπροστά μου η ζωή — η κανονική ζωή — και ταράχτηκα. Ξαφνικά, τι δουλειά είχα εγώ στα τσιμέντα, με τόσο, μα τόσο άγχος κάθε μέρα; Ήμουν μάρτυρας μιας άλλης πλευράς. Και ακόμα δεν έχει φύγει η επίδραση, όσο νερό κι αν έπεσε πάνω μου στο ντους τα ξημερώματα της επόμενης μέρας.
Ήρθε και η μητέρα του προς το τέλος· μια υπέροχη, φωτεινή γυναίκα και η αιτία που φυσικά ο Σάββας είναι αυτό που είναι. Του έκανε μια παρατήρηση όταν άρχισε να κάνει μπουρμπουλήθρες με το καλαμάκι του και εκείνος σταμάτησε αμέσως. Έμαθα κι άλλα πράγματα για τον σπουδαίο αυτό το αγόρι.
Ο Σάββας είναι κανονικός ψαράς. Τις περισσότερες ώρες τις περνάει πάνω στη βάρκα, ακόμα και τα βράδια του χειμώνα.
«Και πώς ψαρεύεις τη νύχτα; Πώς βλέπεις;» τον ρώτησα.
«Δεν χρειάζεται να βλέπεις. Νιώθεις το τράβηγμα — κι αυτό είναι.»
Ένιωσα βλάκας.
Η ώρα είε περάσει και, από το βάθος της θάλασσας, έρχονταν τα σύννεφα — αυτά που είχε προβλέψει ο Σάββας. Έπρεπε με την Δέσποινα να τα μαζέψουμε και να φύγουμε. Δεν ήθελα καθόλου.
Πήγαμε από το σπίτι τους· μου χάρισαν ένα σφουγγάρι. Λίγο πριν φύγω, του έκανα μια τελευταία ερώτηση: «Ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα στο ψάρεμα;»
«Η υπομονή», μου είπε. Η απάντηση ενός αγίου.
Υ.Γ.
Αγαπημένε μου Σάββα, αυτό το κείμενο το αφιερώνω σε σένα.
Λογικά, σε λίγο καιρό δεν θα με θυμάσαι — σε επισκέπτονται πολλοί — αλλά εγώ δεν θα σε ξεχάσω ποτέ.
Αφήνω λοιπόν αυτό το κείμενο σαν ένα χαρτί μέσα σε μπουκάλι και το πετάω στη θάλασσα.
Είμαι σίγουρος πως κάποια μέρα, εσύ θα μπορέσεις να το βρεις.
			
Comments are closed.