- Advertisement -

«Προτιμώ την ωμή ποίηση όπου μένεις με τον εαυτό σου»

5

- Advertisement -

Γράφει για τον αυτισμό του γιου του, Μαρτίν, και για τα «σημάδια βιολετί χρώματος που μπλαβίζουν στο εσωτερικό μέρος του δεξιού μπράτσου του». Για τις προτηγανισμένες πατάτες που ρίχνει στο καυτό λάδι και τους καπνούς που του σφίγγουν αργότερα το λαρύγγι όταν έχει αποτύχει σ’ αυτή τη μικρή υποχρέωση της καθημερινότητας. Γράφει και για τον θάνατο της γυναίκας του. Αλλά τίποτε στην ποιητική συλλογή του Χοσέ Ντανιέλ Εσπέχο με τίτλο «Οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής» (μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκδ. Librofilo) δεν φωνάζει ότι γράφει για τον αυτισμό του γιου του και τον θάνατο της γυναίκας του. Ο 49χρονος συγγραφέας επτά βιβλίων ποίησης και χρονικών, που γεννήθηκε στην Οριουέλα (Μούρθια), δεν «εργαλειοποιεί» το συναίσθημα για να εκβιάσει τις εντυπώσεις των αναγνωστών. Ακόμη και η ελληνική μετάφραση του Εσπέχο, άλλωστε, οφείλεται σε μια φευγαλέα, αδιαμεσολάβητη εντύπωση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, την οποία περιγράφει ο ίδιος στον πρόλογο της έκδοσης: «Το καλοκαίρι του 2021, το δεύτερο καλοκαίρι της πανδημίας, οδηγώ από τη Μάλαγα στη Μαδρίτη, ακούγοντας Radio Nacional de Espana… Ακούω να μιλούν για κάποιον ποιητή που κέρδισε κάποιο βραβείο (σ.σ.: το διεθνές Juan Rejano – Puente Genil)… Στη συνέχεια η φωνή διαβάζει κάποια ποιήματα που μου αρέσουν πολύ (σ.σ.: επρόκειτο για αποσπάσματα από τις “Λίμνες”). Αυτό ήταν: το ανώνυμο, ενδεχομένως αδιάφορο στα αφτιά μου, βιβλίο έγινε εμμονή. Το αναζήτησα αμέσως μόλις έφτασα στη Μαδρίτη…». Ο Κ. Παλαιολόγος ήταν παρών στη συνέντευξή μας με τον Εσπέχο στο παράρτημα του Ινστιτούτου Θερβάντες, ως καλεσμένο πριν από μέρες στο 16ο Ιβηροαμερικανικό Φεστιβάλ «Λογοτεχνία εν Αθήναις». Τον ευχαριστούμε και από εδώ για τη μετάφραση των απαντήσεων του ισπανού συγγραφέα.

Κάτι που πρέπει να ξέρουν οι αναγνώστες μας είναι ότι και η συλλογή ξεκινάει με την ανάμνηση μιας συνέντευξης που δώσατε στην εφημερίδα «Αλήθεια» της Μούρθια το 2016. Αλλά στο τέλος του ποιήματος φαίνεται ότι δεν αναγνωρίζετε τον εαυτό σας. Το παρελθόν είναι ήδη μια άλλη χώρα;

Υπάρχει πάντα μια πόρτα που βγάζει στο κενό όταν ανοίγεις το παρελθόν. Οπότε είναι πάντα επικίνδυνο να χάσεις το διαβατήριο της χώρας που λέγεται παρελθόν. Είναι επικίνδυνο να μην μπορείς να γυρίσεις από αυτή τη χώρα και να μην αναγνωρίζεις τον εαυτό σου. Πρέπει όμως να το κάνεις. Αν δεν καταφέρεις να γυρίσεις, είναι πολύ δύσκολο να κατοικήσεις το παρόν με έναν τρόπο που να μη μοιάζεις με ένα φάντασμα.

«Οσο πιο όμορφο το παραμύθι, τόσο λιγότερος είναι ο χώρος που έχουμε εμείς σ’ αυτό», γράφετε. Ο ποιητικός λυρισμός αποκρύπτει την πραγματική ποίηση;

Το άτομο που αφηγείται το ποίημα στις «Λίμνες» ψάχνει μια καινούργια ιδέα τόσο της ομορφιάς όσο και της αλήθειας. Και αυτή η αναζήτηση το κάνει να έρθει σε αντίθεση με την κυρίαρχη άποψη περί αλήθειας και ομορφιάς. Είναι απλώς ένας «φροντιστής»: προσέχει και προσφέρει σε κάποιον άλλο. Ανθρώπους όπως αυτόν το σύστημα τους απορρίπτει, γιατί δεν τους θεωρεί κατόχους κάποιου είδους κεφαλαίου – ούτε οικονομικού, ούτε πολιτισμικού, ούτε σεξουαλικού. Το μόνο που, σύμφωνα με την κοινωνία, μπορούν να προσφέρουν είναι μια ιδέα ασφάλειας και ισορροπίας για τον τρόπο λειτουργίας του. Αλλά εγώ επιμένω ότι μπορεί να αναζητούν την ομορφιά. Αυτός είναι ο άξονας της ποιητικής συλλογής.

Προσωπικά ένιωσα ότι άξονας και συναισθηματικό κέντρο του ποιήματος είναι η μοναξιά του αφηγητή…

Ισχύει. Το κέντρο του βιβλίου είναι η ερώτηση «γιατί έχω μείνει μόνος». Τι είναι αυτό που με έχει αφήσει να επιβιώνω. Μια συνεχής ερώτηση του αφηγητή στον εαυτό του για τους λόγους αυτής της μοναξιάς. Αλλά το άτομο που μιλάει δεν είναι πραγματικά μόνο του. Πρώτον, γιατί το ίδιο βγαίνει εκτός και περιγράφει τον εαυτό του, οπότε το βλέπουμε και από άλλη οπτική γωνία. Δεύτερον, μέσα από τη φωνή του εμφανίζονται οι φωνές άλλων χαρακτήρων που το περιγράφουν και το προσδιορίζουν.

Ενώ λοιπόν υπάρχει αυτό το αίσθημα της μοναξιάς, αυτό που κυριαρχεί επίσης είναι οι οθόνες: της τηλεόρασης, του YouTube, των social media. Λειτουργούν ως ένα σημείο για να περιγράψουν μια αίσθηση ψευδαίσθησης;

Ξεκινάω από το δεδομένο ότι ζούμε συνεχώς συνδεδεμένοι, ότι οι νέες τεχνολογίες είναι πια σαν ψηφιακά μέρη του εαυτού μας. Κάτι σαν «ψηφιακές πατερίτσες», αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Από τη στιγμή λοιπόν που έχουμε αυτή τη συνεχή παρουσία του ψηφιακού «πρόσθετου μέλους», στην ουσία μετατρέπουμε τη ζωή μας σε ένα παιχνίδι: μέσω αυτού συνδεόμαστε και ανταγωνιζόμαστε τους υπόλοιπους. Κάνουμε σέλφι με διάσημους ανθρώπους, πηγαίνουμε σε περισσότερα μέρη, ντυνόμαστε καλύτερα ή ακριβότερα. Ζούμε σε μια μόνιμη κατάσταση ανταγωνισμού. Το ερώτημα για μένα είναι τι γίνεται με τους χαμένους αυτού του παιχνιδιού. Αυτούς που καταλήγουν όντως μόνοι μέσα στην κοινωνία. Υπάρχει λοιπόν μια συνεχής υπενθύμιση στο βιβλίο ότι όλοι μπορούμε να γίνουμε θύμα εκμετάλλευσης αυτών των μέσων επικοινωνίας, αλλά και επίδειξης.

Ποιες είναι οι ποιητικές φωνές με τις οποίες είστε πιο εξοικειωμένος; Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει λυρισμός και δραματοποίηση, φαίνεται ένας απόηχος από την Κεντρική Ευρώπη, τη γερμανόφωνη, αλλά και τη βορειοαμερικανική ποίηση.

Σίγουρα η βορειοαμερικανική παράδοση του Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς, η οποία βρίσκει το αντίστοιχό της στην ισπανόφωνη λογοτεχνία στο πρόσωπο του Χιλιανού Νικανόρ Πάρα. Μου αρέσει το είδος της ωμής ποίησης όπου αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου χωρίς φίλτρα και σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσω επίσης τον σλοβένο ποιητή Μπράνε Μόζετιτς.

Αυτό που επίσης είναι ενδιαφέρον είναι το περιεχόμενο που προσπαθείτε να δώσετε σε λέξεις και έννοιες που μοιάζουν για μας αυταπόδεικτες. Η «επανάληψη» είναι μία από αυτές και τη συγκρίνετε με ένα φιλμ του Μέμπιους.

Το ποίημα αφορά ένα παιδί που έχει προβλήματα αυτισμού. Και τα άτομα αυτά δεν κουράζονται ποτέ, αλλά είναι άνθρωποι με άγχος. Η χαλαρότητα γι’ αυτούς είναι η επανάληψη: να κάνουν τα ίδια πράγματα συνέχεια. Η ποίηση είναι το αντίθετο, η επανάληψη την καταστρέφει και οι λέξεις έχουν ημερομηνία λήξης. Το ποίημα, λοιπόν, προσπαθεί να φέρει σε επαφή αυτούς τους δύο κόσμους, αυτές τις δύο γλώσσες. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ακόμη και η σιωπή γίνεται κώδικας επικοινωνίας ανάμεσα στον πατέρα και τον γιο, εγκαθίσταται στο σπίτι τους. Πρέπει, λοιπόν, να σπάσεις αυτή τη σιωπή για να επικοινωνήσεις με τον αυτισμό, αλλά την ίδια στιγμή ανακαλύπτεις το δικό σου υπόστρωμα σιωπής που υπάρχει και τότε εκπλήσσεσαι γιατί δεν υποψιαζόσουν καν ότι το είχες.

Είναι μια συλλογή που αφορά πολλές σκοτεινές αποχρώσεις, εναλλαγές φωτός και σκότους, φαντάσματα και γκρίζες περιοχές. Αλλά υπάρχει το βαθύ μπλε φόρεμα της γυναίκας σας, το οποίο εμφανίζεται στο όνειρο. Αυτή η ανάμνηση χρώματος από πού προέρχεται;

Δεν θυμάμαι αν είναι κάτι που έχω κατασκευάσει ή αν το έχω ονειρευτεί, επειδή προέκυψε σε έναν τυχαίο περίπατο. Η απουσία της γυναίκας μου και μητέρας του Μαρτίν μετατράπηκε σε ένα μπλε σκούρο φόρεμα που μας σκέπαζε όλους. Δεν μιλάει καν στο όνειρο. Και όταν μας σκεπάζει μπαίνουμε κάτω από αναρίθμητους αστερισμούς μέσα στο σκοτάδι του δωματίου.

Επανάληψη

Κανείς δεν έχει ιδέα τι θα πει επανάληψη

αν δεν έχει ζήσει προηγουμένως μ’ ένα αυτιστικό παιδί

που κοιτάζει το ίδιο βίντεο στο YouTube

μέχρι να το απομνημονεύσει τελείως. Λέξεις,

ήχους, φωτιστικά εφέ

κι όλα τα αντικείμενα. Για να αδυνατίσεις

συνιστώ αυτή την ταινία του Μέμπιους

να βυθιστείς σε μια επαναλαμβανόμενη ζωή δίχως τέλος

και για να διαπερνάς τους τοίχους. Χάνουν

οι λέξεις το νόημά τους, η μουσική τον έρωτά της

και οι πράξεις το σκοπό τους. Δεν συμβαίνει συνήθως

να βγαίνουμε για κυκλικούς περιπάτους, σ’ όλη την πόλη

δίχως να γινόμαστε αντιληπτοί. Τις Παρασκευές

βγάζουμε ουρλιάζοντας μια ψυχοφωνία

και την κάνουμε τρέχοντας.

Ο Μαρτίν στις φωτογραφίες

Δεν έχω ούτε μία φωτογραφία από τα ουρλιαχτά σου,

από τους λυγμούς σου, από τις νύχτες που περνάς ξάγρυπνος

όταν τα πάντα είναι πιο σκοτεινά. Κι εκείνη τη φορά που χάθηκες

και διέσχισα ουρλιάζοντας την πόλη από τους Κήπους δε λα Πόλβορα

μέχρι τη Λεωφόρο Ελευθερίας. Τι απομένει από εκείνες τις

μέρες του ’10 και του ’11

που δεν είχα καν τη δύναμη να σε βγάζω βόλτα έξω

κι εσύ δεν άντεχες την κλεισούρα και άδειαζα

ενάμισι μπουκάλι ουίσκι. Κανείς δεν κάνει like

σ’ αυτές τις φωτογραφίες

στο διαδίκτυο. Κανείς δεν σχολιάζει αυτές τις αναμνήσεις.

Αλλά έχουν βάρος

και εξακολουθούν παρούσες.

- Post Down -

Comments are closed.