- Advertisement -

Πατάω ένα κουμπί

4

- Advertisement -

Οταν ήμουν μικρή ήταν το αγαπημένο μου τραγούδι. Είκοσι κάτι χρόνια μετά την Κατοχή, η Ελλάδα προσπαθούσε να γλυκάνει τα τραύματα από εκείνη την εποχή, το τραγουδάκι όμως είχε περάσει σε εμάς ως «γονική παροχή». «Πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή και λέει στα παιδάκια νιξ φαΐ». Το τραγουδούσα και ήταν σαν να ξόρκιζα όλες εκείνες τις ιστορίες πείνας που άκουγα από τη μαμά και τη γιαγιά μου. Πρόσφατα, διάβαζα κάπου ότι το τραγούδι αυτό θα έπρεπε να απαγορευθεί διότι εκτός του ότι μιλάει για χοντρή, έχει και υπαινιγμό παιδικής κακοποίησης με εκείνο το «νιξ φαΐ». Γέλασα μπορεί και περισσότερο απ’ όσο με τη διακινούμενη άποψη ότι η ταινία «Η αρχόντισσα και ο αλήτης», αυτή στην οποία η Βουγιουκλάκη παριστάνει τον Πίπη, είναι η πρώτη LGBQ+ ταινία. Γιατί το τραγούδι αυτό, παρά την εύθυμη μουσική και τους σκωπτικούς στίχους που έγραψε ο Πάνος Τζαβέλλας, διηγείται μια θλιβερή ιστορία που την κάνουν ακόμη πιο τραγική οι συγκυρίες της εποχής. Και που άρχισε σαν σήμερα πριν από 83 χρόνια, την ημέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα.

Η μουσική γράφτηκε για ένα Yiddish μιούζικαλ που ανέβηκε το 1932 στη Νέα Υόρκη, πήγε όμως άπατο. Πέντε χρόνια αργότερα, ένας άλλος συνθέτης το διασκεύασε σε σουίνγκ, το τραγούδησαν οι πρωτοεμφανιζόμενες τότε Andrews Sisters και έγινε παγκόσμια επιτυχία. Κάπως έτσι, ήρθε και στην Ελλάδα. Λίγο αργότερα, όμως, στη χώρα ήρθαν και οι Γερμανοί και, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, η μεγάλη, εξαθλιωτική πείνα. Τον Οκτώβριο του 1941 στην Αθήνα κυκλοφορούσαν αποσκελετωμένοι άνθρωποι, τα παιδιά που λιμοκτονούσαν έψαχναν για τρόφιμα στα σκουπίδια και το κάρο του Δήμου είχε αρχίσει να μαζεύει πτώματα από τους δρόμους. Ο Ερυθρός Σταυρός επενέβη τότε και, κατόπιν συνεννόησης με τους Γερμανούς, φόρτωσε, για πρώτη φορά, με τρόφιμα το τουρκικό πλοίο Κουρτουλούς που κατέπλευσε στις 6 Οκτωβρίου στον Πειραιά. Τι τρόφιμα δηλαδή, κάτι σκουληκιασμένα όσπρια και αλεύρια που τα μισά ήταν για πέταμα. Και σε αυτά που έμειναν έγινε το μεγάλο πλιάτσικο. Πρώτα έβαλαν χέρι οι φορτοεκφορτωτές, μετά οι τελωνειακοί, στη συνέχεια οι αποθηκάριοι. Και ακολούθησε το όργιο της διαχείρισης και της διάθεσης. Εκεί μπήκαν στον χορό και οι μαυραγορίτες που αγόραζαν μπιτ παρά και πουλούσαν πανάκριβα. Για τον κοσμάκη και τα παιδιά που περίμεναν στις ουρές των συσσιτίων απέμεναν ψίχουλα και, μετά τους πρώτους, τα τσίγκινα πιάτα τους έμεναν άδεια. Ο άνθρωπος όμως έχει τη δύναμη να χλευάζει την τραγωδία του, ακριβώς για να την ξορκίσει.

Και κάπως έτσι προέκυψε το τραγούδι που μιλάει για «νιξ (στα γερμανικά σημαίνει «τίποτα») φαΐ». Το δε «χοντρή» αναφέρεται προφανώς στις ευτραφείς κυρίες των συσσιτίων. Παρακάτω δε λέει «Εσύ με το ρουλό που κλέβεις τον χυλό και κάνεις παπουτσάκια με φελλό» όπου «ρουλό» το μπομπάρι που έβαζαν οι μεγαλοαστές στον κότσο τους ενώ τα «παπουτσάκια με φελλό» είναι τα πολύ της μόδας τότε δίσολα. Ασε που ένας άλλος στίχος «στοχοποιεί» τις ξανθές: «Κι εσύ κυρά ξανθιά που κλέβεις τα γλυκά κι αφήνεις τα παιδάκια νηστικά». Τι λέτε; Θα λογοκρίνουμε και αυτό το τραγούδι;

- Post Down -

Comments are closed.