- Advertisement -

«Τα παιδιά είναι το μέλλον». «Θέλουμε ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά μας». «Εχε τον νου σου στο παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα!». Καλά τα λέμε. Τι κάνουμε, όμως, προκειμένου τα παιδιά να μετέχουν ισότιμα στη διαμόρφωση ενός καλύτερου αύριο; Εχουν όλα τις ίδιες ευκαιρίες;
Δυστυχώς, η απάντηση που προκύπτει από τα δεδομένα δείχνει ότι τα σημερινά παιδιά της Ελλάδας δεν ζουν όλα στον ίδιο κόσμο. Κι αυτό διότι η κοινωνική τους καταγωγή – η τάξη από την οποία προέρχονται – δημιουργεί συνθήκες ανισότητας εξ απαλών ονύχων, οι οποίες τα σφραγίζουν ανεξίτηλα για την υπόλοιπη ζωή τους.
Πώς ακριβώς, όμως, παράγονται οι ανισότητες μεταξύ των παιδιών; Τι είδους είναι; Ποιες οι μορφές τους και οι μηχανισμοί που τις παράγουν; Πώς επηρεάζουν τελικά τα σημερινά παιδιά στη μετέπειτα ζωή τους;
Χρήσιμες απαντήσεις έρχεται να δώσει μια νέα έρευνα που εκπονήθηκε στα πλαίσια του ΕΚΠΑ, σε συνεργασία με το «Μαζί για το Παιδί», από τον κοινωνιολόγο Νίκο Παναγιωτόπουλο, καθηγητή του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. «ΤΑ ΝΕΑ» παρουσιάζουν σήμερα αποκλειστικά τα αδημοσίευτα αποτελέσματα της έρευνας, στην οποία συμμετείχαν 100 οικογένειες με παιδιά ηλικίας 4-9 ετών στο Λεκανοπέδιο και εξετάζει τις εντυπωσιακές και αβυσσαλέες διαφορές και ανισότητες – όσο και τις λιγότερο εμφανείς – που επιδρούν στους προσανατολισμούς αλλά και τις συνθήκες κοινωνικοποίησης των παιδιών.
Σε αυτήν εξετάστηκαν οι συνθήκες και οι τρόποι κοινωνικοποίησης παιδιών διαφόρων και διαφορετικών οικογενειών, οι πραγματικές συνθήκες της ζωής τους (στέγαση, εκπαίδευση, γλωσσική επάρκεια, ελεύθερος χρόνος, αθλητικές δραστηριότητες, διατροφή, υγεία, έμφυλες σχέσεις κ.λπ.). Επιδίωξη είναι η κατάδειξη της σοβαρότητας των επιδράσεων της πρόωρης κοινωνικοποίησης στο μέλλον των παιδιών με δεδομένο πως κάθε οικογενειακό περιβάλλον διαφέρει και παράγει μόνιμες κατηγορίες προδιαθέσεων.
Η έρευνα κομίζει αναλυτικά και πλούσια αποτελέσματα που αφορούν πολλές διαστάσεις και αποχρώσεις των διαφορετικών τρόπων και μορφών κοινωνικοποίησης των παιδιών, καθώς και των επιπτώσεών τους στο επίπεδο της σωματικής και ψυχικής υγείας τους, όπως και σε αυτό των σχέσεών τους με το σχολείο και τη μάθηση. Εστιάζει κυρίως στην οικογένεια και δευτερευόντως στο σχολείο, γιατί, σύμφωνα με τον υπεύθυνο καθηγητή, αν και η οικογένεια δεν κατέχει πλέον το μονοπώλιο της παιδικής κοινωνικοποίησης, ωστόσο δεν παραμένει ποτέ αδρανής σε σχέση με τις υπόλοιπες μορφές και λειτουργεί σχεδόν πάντα ως αρχή καθορισμού και φίλτρο επιλογής της επαφής, της χρήσης και της δράσης ατόμων, πραγμάτων και υπηρεσιών με τους οποίους θα έρθει σε επαφή το παιδί.
Οικονομική κατάσταση και υγεία
Στην έρευνα παρατηρήθηκε ότι υπάρχουν τρεις βασικοί, κοινωνικά προσδιορισμένοι, τύποι σχέσεων με την υγεία και το σώμα. Από τη μια μεριά, αυτός που συναντάται στις πιο οικονομικά και πολιτιστικά ενδεείς οικογένειες – τις πιο ευάλωτες και αποκλεισμένες –, των οποίων οι πρακτικές υποτάσσονται σταθερά και πλήρως στην αναγκαιότητα του «εδώ και τώρα». Τα μέλη τους καθυστερούν την πρόσβαση στις φροντίδες υγείας και διατηρούν μεγάλη απόσταση από τις κυρίαρχες διατροφικές, υγειονομικές και ιατρικές νόρμες συμπεριφοράς.
Από την άλλη, τελείως στην αντίθετη μεριά, τα μέλη των ανώτερων τάξεων διαφοροποιούνται από την πρόθεσή τους να φροντίζουν συστηματικά και οργανωμένα την παράσταση του εαυτού τους, του σώματός τους, εντάσσοντας την πρόληψη και την άμεση προσφυγή στις υπηρεσίες και φροντίδες υγείας – με βάση τις κυρίαρχες επιστημονικές αντιλήψεις για τη χρήση τους – στον πυρήνα του βιοτικού τους ύφους.
Κάπου ανάμεσα τοποθετούνται οι μεσαίες τάξεις και τα πιο οικονομικά ασφαλή τμήματα των λαϊκών και μικροαστικών τάξεων, των οποίων οι οικογένειες, αν και τείνουν να υιοθετούν τις στάσεις των ανώτερων τάξεων, δεν εφαρμόζουν τις αντίστοιχες πρακτικές με συστηματικό και ομοιογενή τρόπο. Οσο δε κατεβαίνουμε στην οικονομική «ιεραρχία», παρατηρείται μια αιώρηση μεταξύ μιας τάσης συμμόρφωσης στους ιατρικούς κανόνες και μιας κριτικής στάσης απέναντι στις διατροφικές και διαιτητικές προτροπές της κυρίαρχης υγειονομικής αντίληψης.
Αυτές οι διαφορές και ανισότητες σε συνολικό οικογενειακό επίπεδο αντανακλώνται και στα παιδιά. Κι αυτό διότι οι σχέσεις που διατηρούν οι γονείς με το σώμα, τη διατροφή και την υγεία προσανατολίζουν τις σχετικές διαδικασίες κοινωνικοποίησης, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της μορφολογίας και της φυσιολογίας των παιδικών σωμάτων.
«Στις λαϊκές οικογένειες, τα μέλη καθυστερούν την πρόσβαση στις φροντίδες υγείας για κοινά προβλήματα και ιδιαίτερα για χρόνια νοσήματα. Απέχουν πολύ από την πρόληψη παθολογικών καταστάσεων και νοσημάτων όπως εμβολιασμοί, προληπτική οδοντιατρική εξέταση, οφθαλμολογική εξέταση, καρδιολογική, αιματολογικός έλεγχος κ.λπ. Οταν χρειασθεί παιδιατρική εξέταση, δεν έχουν δυνατότητα να επισκεφθούν ιδιώτη παιδίατρο, αλλά λαμβάνουν βοήθεια από τις χρονοβόρες δημόσιες υπηρεσίες. Οι γονείς εργάζονται και δεν έχουν πολύ χρόνο για επίβλεψη των παιδιών, ιδιαίτερα σε παιδιά κάτω των 5 ετών, οπότε παρατηρούνται πολλά ατυχήματα (πνιγμός, δηλητηριάσεις με λήψη απορρυπαντικών, φαρμάκων)», σχολιάζει ο καθηγητής Παιδιατρικής ΕΚΠΑ και πρόεδρος της Ελληνικής Παιδιατρικής Εταιρείας Ανδρέας Κωνσταντόπουλος.
Ο ίδιος συνεχίζει: «Τα παιδιά αυτά απέχουν πολύ από τις κανονικές διατροφικές συνήθειες και μπορούν να συμμετέχουν σε αθλητικές δραστηριότητες. Ακόμη δεν έχουν πρόσβαση σε ειδικούς για την ψυχική υγεία – με αποτέλεσμα να έχουν αρνητική ανάπτυξη του εαυτού τους και της αυτοεκτίμησης – καθώς και την ψυχοκινητική ανάπτυξη, αναπτύσσοντας αίσθημα φόβου και άγχους και μειώνοντας τη γενική ψυχική ευεξία. Ολα αυτά θα έχουν ως αποτέλεσμα στο μέλλον να παρουσιαστούν σοβαρά προβλήματα υγείας και άνισα όρια του προσδόκιμου ζωής. Στις ανώτερες τάξεις δεν υπάρχουν αυτά τα προβλήματα, καθώς επιπλέον υπάρχει και βοηθητικό προσωπικό για απασχόληση των παιδιών, τη μεταφορά τους σε αθλήματα και στο σχολείο. Οι μεσαίες τάξεις τείνουν να υιοθετήσουν τις στάσεις των ανωτέρων τάξεων, χωρίς όμως να το επιτυγχάνουν πλήρως».
Οι ανισότητες στο σχολείο και την κατοικία
Η ανισότητα στη σχολική επίδοση ανάμεσα σε παιδιά από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα προέρχεται ουσιαστικά από διαφορές στο κατεχόμενο οικογενειακό «πολιτιστικό κεφάλαιο», αρχής γενομένης από τη γλωσσική του έκφανση. Αν και οι γονείς των λαϊκών στρωμάτων ωθούν τα παιδιά τους στην εκπαιδευτική επένδυση, οι εκπαιδευτικές ανισότητες ανάμεσα σε παιδιά διαφορετικών κοινωνικών τάξεων εξαρτώνται επίσης από τις διαφορές πολιτισμικής πρακτικής ανάμεσα στα διαφορετικά στρώματα. Οι γονείς και πάντως σχεδόν όλοι οι γονείς από τις λαϊκές τάξεις εκφράζουν μία σχετική εμπιστοσύνη στο σχολείο και στους δασκάλους των παιδιών τους. Η εμπιστοσύνη αυτή συνοδεύεται στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις με συστηματικές διαδικασίες διαπραγμάτευσης με το εκπαιδευτικό προσωπικό, σε μια προοπτική συνεπιμέλειας των δραστηριοτήτων που εξελίσσονται μέσα στο σχολείο. Αντίθετα, οι γονείς των λαϊκών τάξεων εναποθέτουν σχεδόν αποκλειστικά την ευθύνη της εκπαίδευσης των παιδιών τους στους δασκάλους.
Η σχετικά μικρότερη έκταση του οικιακού χώρου μέσα στον οποίο διαβιώνουν οι οικογένειες των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων και οι αντίστοιχοι περιορισμοί που προκύπτουν από αυτό δημιουργούν ένα είδος καθημερινών και επαναλαμβανόμενων ορίων. Πρόκειται για όρια τα οποία ενσωματώνουν τα παιδιά, γεγονός που συμβάλλει αρνητικά στην ανάπτυξη μιας θετικής εικόνα του εαυτού και της αυτοεκτίμησής τους, καθώς και στην ψυχοκινητική ανάπτυξή τους. Αυτό συμβαίνει κυρίως μέσω της καθυστέρησης απόκτησης κινητικών ικανοτήτων και της αίσθησης του σώματός τους.
Ειδικά σε οικογένειες παραδομένες στην οικονομική ανασφάλεια και στην κρίση κοινωνικότητας που αυτή συνεπάγεται, όπου αμφισβητείται όχι μόνο η κοινωνική τους ταυτότητα, αλλά και η οικονομική τους υπόσταση και, μέσα στον κενό και δραματικά ανιαρό και όχι ελεύθερο χρόνο, διαμορφώνονται συνθήκες βίωσης από παιδιά ενός ορατού στιγματισμού, ενός αισθήματος αδυναμίας, καχυποψίας, μιας εικόνας της αναξιοπιστίας, και αφερεγγυότητας για την οικογένειά τους. Η κοινωνική απομάκρυνση και οι μειωμένες κοινωνικές επαφές, που απορρέουν από αυτές τις οικογενειακές συνθήκες, τροφοδοτούν πιθανότητες ανάπτυξης φόβου και άγχους στους ανηλίκους, μειώνοντας τη γενική ψυχική τους ευεξία.
Το παιδί υπάρχει πάντοτε ενταγμένο σε ένα δίκτυο εξαρτήσεων και αλληλεξαρτήσεων
Οπως αναφέρει ο καθηγητής Ν. Παναγιωτόπουλος, «το παιδί ως αφηρημένο υποκείμενο όπως γίνεται αντιληπτό στην οικονομική επιστήμη ή και σε ορισμένες φιλοσοφικές δεν υπάρχει. Είναι σαν να έχεις μια κάρτα στο χέρι και να θέλεις να κατανοήσεις το παιχνίδι. Το παιδί υπάρχει πάντοτε ενταγμένο σε ένα δίκτυο εξαρτήσεων και αλληλεξαρτήσεων με άλλους ανθρώπους, που και εκείνοι είναι παράγωγα άλλων σχετικών εξαρτήσεων και αλληλεξαρτήσεων στη βάση των οποίων παράγουν τον κόσμο και τον δικό τους κόσμο και νόημά του. Ευελπιστούμε πως τα αποτελέσματα αυτά θα βοηθήσουν τους υπευθύνους να συνειδητοποιήσουν πως οφείλουν να σταματήσουν να σκέφτονται με τη λογική του κανόνα και του κανονισμού “τοις πάσι”, για όλους και για πάντα, και να αρχίσουν να ασκούν μια μορφή ορθολογικής περιπτωσιολογίας».
Και προσθέτει: «Η εθνική πολιτική για το παιδί αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των πολιτικών για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας. Μπορεί να υπάρξει σκέψη για ένα μέλλον σε τροχιά ανάπτυξης αν δεν συνοδεύεται με αυτήν που θα επεξεργάζεται πολιτικές για παραγωγή ατόμων που θα καταστήσουν βιώσιμη αυτή την ανάπτυξη, που θα την παράγουν, θα τη διαιωνίσουν και θα την κατοικήσουν; Βέβαια, για να γίνει κατανοητό στην πράξη αυτό το ερώτημα θα πρέπει να υπερβούμε τον διαχωρισμό μεταξύ του οικονομικού και του κοινωνικού παράγοντα, τόσο κυρίαρχος στις πολιτικές για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Θα πρέπει η πολιτική συζήτηση για την ανάπτυξη της χώρας να πάψει να αρθρώνει την ανάπτυξη και δικαιοσύνη υπό τη μορφή ενός παιχνιδιού μηδενικού αθροίσματος, να πάψει να επιλέγει ή να σταθμίζει ανάμεσα στους δύο αυτούς όρους, εκ των οποίων ο ένας, η ανάπτυξη, να προσδιορίζεται, υποτίθεται πλέον, εξωγενώς και με τεχνικούς όρους, και άλλος, η δικαιοσύνη, να παραμένει πάντα αντικείμενο μιας εθνικής πολιτικής επιλογής».
Comments are closed.