- Advertisement -

«Και τότε ξαφνικά άρχισα να σκαρώνω τραγουδάκια»
Εκείνα τα χρόνια, κοιμόμουν στο υπνοδωμάτιο των γονιών μου. Μου είχαν ένα μικρό μπλε κρεβάτι στη γωνία ανάμεσα στον τοίχο του παραθύρου και τη μεγάλη ντουλάπα. Εκεί κοιμόμουν μέχρι τα εννιά μου. Με έβαζαν να κοιμηθώ πριν από ‘κείνους, οπότε και ξυπνούσα πριν από ‘κείνους, αλλά δεν μ’ άφηναν να σηκωθώ, για να έχουν την ησυχία τους. Φανταστείτε ένα παιδί οκτώ – εννιά χρονών που, ενώ ξύπνησε και θέλει να πεταχτεί όρθιο, είναι αναγκασμένο να μείνει εγκλωβισμένο στο κρεβάτι του. Βαριόμουνα. Ακουγα την αναπνοή τους, και μια φορά νομίζω πως άκουσα φιλιά, στεναγμούς και μικρούς ψιθύρους. Δεν καταλάβαινα τι σήμαιναν αυτά, αλλά κάπως ένιωθα – αλήθεια, πως; – ότι δεν ρωτάει κανείς τέτοια πράγματα.
Έβλεπα το πρωινό φως να περνά μέσα απ’ τις γρίλιες. Παρατηρούσα στο ταβάνι τη διακεκομμένη σκιά ενός πρωινού διαβάτη. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ο χρόνος βάραινε επάνω μου σαν πέτρα στο στήθος, κυριολεκτικά δεν περνούσε η ώρα. Και τότε ξαφνικά άρχισα να σκαρώνω τραγουδάκια. Μη φανταστείτε· κάτι εντελώς παιδαριώδη πράγματα, πάντα όμως με λόγια ομοιοκατάληκτα και πάντα με τη μελωδιούλα τους. Σκέφτομαι ότι ποτέ στη ζωή μου δεν έχω γράψει ποίημα ή στίχους σκέτους, χωρίς μουσική. Γράφω στίχους και μουσική σχεδόν ταυτόχρονα, και μάλιστα προπορεύεται λιγάκι η μουσική. Λίγες νότες. Βέβαια, καμιά ανθρώπινη έκφραση δεν μπορεί να μιλήσει με τόση ακρίβεια όσο ο λόγος. Αλλά η μουσική είναι μια τέχνη με τρομερή διαίσθηση. Σε τραγουδοποιούς σαν κι εμένα χρειάζονται λίγα μέτρα μουσικής στην αρχή, για να μας υποβάλουν διαισθητικά αυτό που λίγο μετά έρχεται ο στίχος να πει με περισσότερη ακρίβεια. Στη δουλειά μου οι στίχοι και η μουσική είναι ένα. Κι αν υπάρχει κάποια ποίηση σε αυτά που κάνω, αυτή δεν βρίσκεται στα λόγια του τραγουδιού, αλλά στο τραγούδι εν τω συνόλω του.
Διότι αν σας παρουσίαζα φέρ’ ειπείν στίχους μου χωρίς να ξέρετε τη μουσική τους, το πολύ πολύ να κέρδιζα κάτι απ’ το ενδιαφέρον σας. Αν όμως τους ακούσετε τραγουδισμένους με τη μελωδία τους, τότε δεν ακούτε ένα τραγούδι, ακούτε ένα ποίημα.
«Το τελευταίο καλοκαίρι χαράς και περηφάνιας που ζήσαμε»
Η Ρεζέρβα κυκλοφόρησε σαν διπλός δίσκος με εξώφυλλο και φωτογραφίες του Κώστα Γουδή. Γύρισα στην Αθήνα τον Νοέμβρη του ’79. Είχα ξεμάθει στο βουνό, και ο κόσμος στην Αθήνα μου φάνηκε νευρικός, βιαστικός, φλύαρος. Πολλή κομματίλα τριγύρω, πολλή έξαψη, σαν να μην είχε ακόμη τελειώσει η Μεταπολίτευση. Μα πότε τελείωσε; Το ’81 ίσως; Τότε καταργήθηκαν επιτέλους τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, καταργήθηκε η λογοκρισία, θεσπίστηκε ο πολιτικός γάμος και αναγνωρίστηκε επιτέλους ο κόσμος της Εθνικής Αντίστασης. Είχαμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και πρωθυπουργό τον Ανδρέα. Ποτέ δεν αισθανθήκαμε τόσο ασφαλείς, τόσο αισιόδοξοι, όσο εκείνα τα χρόνια. Σαν να δόθηκε το σύνθημα στους πολίτες β’ κατηγορίας να βγουν απ’ τις υπόγειες στοές και να παίξουν κεντρικό παιχνίδι έξω. Ετσι έφτιαξα τα Τραπεζάκια έξω. Είναι ο πιο χαρούμενος δίσκος μου. Ετσι έκανα το Ολυμπιακό Στάδιο… Αλλά στο τέλος της δεκαετίας αρχίσαμε ξαφνικά να συμπεριφερόμαστε σαν νεόπλουτοι. Ο Μένης Κουμανταρέας έλεγε ότι πριν ήμασταν φτωχοί, αλλά είχαμε τον πολιτισμό της φτώχειας, και τώρα γίναμε κιτσάτοι νεόπλουτοι. Με τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις για τη βελτίωση του πρωτογενούς τομέα αγόραζαν ακίνητα στη Λάρισα και τα τρώγανε στα μπουζούκια με κοπέλες που μας έρχονταν από τη διαλυμένη Σοβιετική Ενωση. Κι αυτά δεν συνέβαιναν μόνο στον πρωτογενή τομέα, αλλά και σε άλλους τομείς, με πιο εκλεπτυσμένα γούστα.
Το τελευταίο καλοκαίρι χαράς και περηφάνιας πού ζήσαμε οι Έλληνες ήταν το καλοκαίρι του 2004 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Μετά αφηνιάσαμε. Σε αναλογία πληθυσμού είχαμε τη μεγαλύτερη κατανάλωση ειδών πολυτελείας σε σχέση με όλες τις άλλες χώρες. Ώσπου πέσαμε έξω και την κάτσαμε τη βάρκα.
Το 2008 καίγανε την Αθήνα τα ίδια της τα παιδιά. Παρ’ όλες τις λακκούβες, καταφέραμε ομαλή διαδοχή κυβερνήσεων. Πενήντα χρόνια πολιτική ομαλότητα. Δεν έχει ματαγίνει στην Ελλάδα. Αυτό τουλάχιστον το καταφέραμε. Μπορούμε να δώσουμε συγχαρητήρια στους εαυτούς μας, και μην ακούω από διάφορους εναλλακτικούς τζιτζιφιόγκους «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73»…
Με την Άσπα στο Μούρεσι
[Το 1976 – 1977] υπέγραψα καινούριο συμβόλαιο με τη «Lyra», και με την προκαταβολή αγόρασα ένα παλιό διώροφο στο χωριό Μούρεσι, στο Πήλιο. Ηταν σπίτι του 19ου αιώνα, είχε χτυπηθεί από σεισμό, το επισκευάσαμε με δάνειο από την Εθνική και λίγο πριν από το Πάσχα ήταν έτοιμο. Οπότε πήρα όλα τα παιδιά από την παράσταση και ανεβήκαμε να το εγκαινιάσουμε. Κοιμηθήκαμε στρωματσάδα μια ή δύο νύχτες και μετά κατεβήκαμε στο Βόλο και παίξαμε τους Αχαρνής μας. Μετά εγώ γύρισα πίσω στο χωριό, ήταν Μεγάλη Εβδομάδα, και ανέβηκαν οι συγγενείς, οι φίλοι και τα παιδιά τους. Πρώτη φορά το έζησα αυτό. Στην Αθήνα πού να τους έβαζα στο διαμέρισμα; Στην Αθήνα καλούσαμε τη μια μέρα τους συγγενείς, μια άλλη τους φίλους και μια άλλη τους φίλους των παιδιών. Τώρα είχαμε αυλή, χωρούσαμε όλοι. Κι εκείνοι οι χοροί που πιάνονταν μικροί – μεγάλοι χέρι χέρι μου δώσανε την έμπνευση να γράψω το «Ας κρατήσουν οι χοροί». Εβαλα και τα ονόματά τους. Θαρρώ πώς τους έχω όλους μπροστά μου όταν παίζω. Πάντα γιορτινούς.
Εφερα επάνω στο χωριό ένα συνθεσάιζερ, την κιθάρα μου και τον αυλό. Καθόμουν και δούλευα, κι έβλεπα από το παράθυρο τις κερασιές της αυλής να ανθίζουν, την Ασπα να καταβρέχει τις πλάκες, λίγο παρακάτω απλωνόταν η θάλασσα και το βράδυ βλέπαμε τα φώτα της Χαλκιδικής απέναντι. Τα απογεύματα με διαύγεια έβλεπες πιο πέρα την κορυφή του Αγίου Ορους.
Ζήσαμε χρόνια ευλογημένα σ’ αυτό το σπίτι. Τα Χριστούγεννα ανέβαινα με τα δύο αγόρια μας στην πλαγιά και κόβαμε ένα μεγάλο πουρνάρι για χριστουγεννιάτικο δέντρο. Χιόνιζε, και τα παιδιά ήταν ξετρελαμένα. Την άνοιξη, πάλι, Μεγάλη Παρασκευή ανέβαινα με τους άλλους ψάλτες στο ψαλτήρι και λέγαμε τα Εγκώμια, με το εκκλησίασμα λουσμένο και καλοντυμένο, ενώ στην Ανάσταση διασχίζαμε οικογενειακώς το δάσος με τις λαμπάδες στο χέρι και φτάναμε στην πλατεία όπου ήταν μαζεμένο όλο το χωριό. Μ’ άφηναν να χτυπάω τις καμπάνες στο «Χριστός Ανέστη».
Μόλις κλείνανε τα σχολεία, ανεβαίναμε στο Πήλιο, και τον Σεπτέμβρη πια που ανοίγανε, η Ασπα έπαιρνε τα παιδιά και κατεβαίνανε στην Αθήνα. Εγώ έμενα μόνος και δούλευα, και ήμουν μια χαρά. Απαξ της εβδομάδος πήγαινα στην μπακαλοταβέρνα της Ναυσικάς για το μαγειρευτό φαγητό της, που ήταν πάντα ταμάμ, κι η ίδια τόσο ανοιχτόκαρδη, τόσο ευχάριστη… Καθόμουν μόνος σε ένα τραπέζι και άκουγα τους συγχωριανούς δίπλα να διαπληκτίζονται για το νερό, τα ποτίσματα κτλ. Με ξεκούραζε να ακούω αυτές τις ομιλίες. Επιανα κουβέντα με τον μαραγκό του χωριού. Ταιριάζαμε· μου ‘λεγε τα μυστικά της τέχνης του, θαύμαζα τη δουλειά του. Μερικές φορές αντάμωνα με το κλαρίνο του χωριού, τον Ζαχαρά, και τα λέγαμε. Ημασταν, βλέπετε, οι τρεις μαστόροι του χωριού, ο μαραγκός, το κλαρίνο και ο τραγουδοφτιάχτης. Είχαμε τη θέση μας στην κοινωνία. Εγραψα πολλά τραγούδια σ’ εκείνο το σπίτι, τα περισσότερα τραγούδια από τη Ρεζέρβα εκεί τα έγραψα.
«Μόδα είναι η απομυθοποίηση»
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός άνοιγε την παράστασή του «Μεταπολίτευση – Κομμώτριες», λίγο πριν από τον κορωνοϊό, με μια δική σας αφήγηση για τη συναυλία στο Τρίτο Πρόγραμμα το 1980. Λέγατε στο κοινό ότι η συναυλία ματαιώνεται και «ουδείς εκινείτο». Είδατε τότε τη «φωτογραφία του πράγματος που επερχόταν». Γιατί άντεξε τόσο πολύ ο λαϊκισμός στη χώρα μας;
Το πάτωμα στο παλιό δημοτικό θέατρο του Πειραιά ταρακουνιόταν επειδή είχανε μπει για τη συναυλία τρεις φορές περισσότεροι. Από κάτω έχασκε είκοσι μέτρα κενό! Τους παρακαλούσα με δάκρυα στα μάτια να αδειάσουν την αίθουσα διότι κινδυνεύουν και παρέμεναν αμετακίνητοι ενώ τους καρτερούσε το βάραθρο. Ο κόσμος πολύ δύσκολα ακούει. Νομίζει ότι τα ξέρει όλα, διότι όταν οι ρήτορες λένε και ξαναλένε «ο κυρίαρχος λαός και ο κυρίαρχος λαός» επόμενο είναι μερικοί να την ψωνίσουν και να πάρουν στον λαιμό τους κι άλλους. Προτιμούν να πιστέψουν συνωμοσίες παρά έγκριτους και σοφούς ανθρώπους. Αυτό θα τελειώσει. Με οδυνηρό τρόπο αλλά θα τελειώσει. Ο φόβος φέρνει τον λαϊκισμό και η φρίκη τον τελειώνει… Στις μέρες μας μόδα είναι η απομυθοποίηση. Είναι ο νέος ναρκισσισμός… Οι υψηλές και θυσιαστικές στιγμές της ελληνικής μας ζωής είναι οι μόνες που μπορούν να τη διασώσουν απ’ τη μαύρη μας μικρότητα που πάντα θα υπάρχει.
(Από συνέντευξη στον Δ. Δουλγερίδη, «ΤΑ ΝΕΑ», 23/8/2020)
Έχετε πει σε παλαιότερη συνέντευξη ότι «ο διορισμός ορισμένων τραγουδιστών ως πολιτικών τραγουδιστών αποτελεί την απελπισία και την καταδίκη τους». Δικαιώθηκε αυτή η άποψή σας;
Αυτό ας το πει κανένας άλλος. Το τραγούδι και γενικά η τέχνη μάς κάνει πιο ευαίσθητους, άρα πιο ικανούς να συνυπάρξουμε με τον άλλον παρά τις διαφορές μας. Αυτή είναι η βαθύτερη πολιτική σημασία της τέχνης, δεν χρειάζεται να φωνάζει συνθήματα, ξεπέφτει στην προπαγάνδα έτσι. Π.χ. το δημοτικό τραγούδι «Σαράντα παλικάρια» έχει, βέβαια, πολιτική σημασία διότι πάνε στην εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση, αλλά δεν κάνει πολιτική, κάνει τέχνη. Περνάει μπροστά από τα μάτια σου μια παρέα αγοριών που πάνε για τη μάχη της Τριπολιτσάς, μια εικόνα λεβεντιάς και ανάτασης. Αν έλεγε «πάμε να φάμε Τούρκους» θα ήταν μίζερη προπαγάνδα. Στο «Βιετνάμ γιε γιε» το gros plan είναι σε αυτόν που ανασαίνει με καλάμι, που θα πήγαινε χέρι χέρι με το κορίτσι. Μιλάει για τη νοσταλγία της ειρήνης, θα μπορούσε να συμβαίνει και στη Δουνκέρκη ας πούμε. Αν το τραγούδι δεν ξεπερνάει το αρχικό του ερέθισμα και δεν πάει βαθύτερα, δεν αντέχει στον χρόνο.
(Από συνέντευξη στη Ζωή Λιάκα, «ΤΑ ΝΕΑ», 15/9/2018)
Comments are closed.