- Advertisement -

Ο μελωδικός θρήνος των αηδονιών

8

- Advertisement -

Η τελευταία φορά που συγκινήθηκα με μια ολοκληρωμένη αφήγηση ήταν την περασμένη νύχτα όταν τα αηδόνια αφηγούνταν μέσα από φράσεις μουσικές την ιστορία του κόσμου. Θρηνούσαν για το κάλλος και τη ματαιότητα των ανθρώπινων πράξεων κι έπειτα έκλειναν στη σιωπή τούς λυγμούς και τον πόνο τους για να γλυκάνουν το κατευόδιο των νεκρών παιδιών των πολέμων.

Αν μπορούσα να γράφω μετά μουσικής θα επέλεγα τον ύμνο της αγάπης του Ζμπίγκνιου Πράισνερ, τις τέσσερις εποχές του Αντόνιο Βιβάλντι και τα ορχηστρικά του Μίκη Θεοδωράκη.

 

Το πιο οδυνηρό στη διαδικασία της συγγραφής και ιδιαίτερα της λογοτεχνίας είναι η κατάρα που τη συνέχει. Ο Τόμας Μαν είναι απόλυτος ως προς αυτό. Του χρωστώ πολλά, καθώς στην εφηβεία μου μού αποκάλυψε τη φοβερή αλήθεια μέσω του Τόνιο Κρέγκερ. Το αναπότρεπτο του στίγματος, ή η μοιραία κλίση που με οδηγούσε σε δρόμους παράξενους, σε αισθήσεις και αισθήματα πρωτόγνωρα μέσα σε ένα περιβάλλον ασφυκτικό ήταν η λογοτεχνική γραφή. Το παιχνίδι με τις λέξεις ως παιδί έχτιζε και μορφοποιούσε αργά και βασανιστικά τον διαφορετικό τρόπο σε όλες τις εκφραστικές μου δραστηριότητες για να καταλήξουν στο τέλος με τα χρόνια σε συνειδητή καλλιτεχνική  πράξη με όλα τα συνεπακόλουθα διότι αυτός ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.

Μια σχολική βιβλιοθήκη θα ήθελα να έχει τις πόρτες ανοιχτές να εμπλουτίζεται συστηματικά και να καταφέρει να γίνει μια κυψέλη διαλόγου αναζητήσεων και εν τέλει συγκίνησης και ανθοφορίας των καταφρονεμένων μαθητών από το ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Η κριτική που αφορά την αποτίμηση ή τον σχολιασμό κάποιου έργου τέχνης οφείλει να στηρίζεται σε σταθερές θεωρητικές βάσεις, να μη μεμψιμοιρεί και να αναγνωρίζει τις κοινωνικές αναφορές εφόσον αναφέρεται σε δημοσιευμένο έργο. Επίσης θα πρέπει να φωτίζει το κοινό και να επισημαίνει πέρα από προσωπικές, ή άλλου είδους επιλογές. Η κριτική άλλωστε είναι μια δυναμική δραστηριότητα. Μια τέτοια κριτική με αφορά και με επηρεάζει.

Η αυτοκριτική ξεκινάει για εμένα από το δελφικό παράγγελμα «γνώθι σαυτόν» και καταλήγει σ’ αυτό.

Η αρχή ενός κλασικού βιβλίου που ζηλεύω είναι «Ο Ηλίθιος» του Fyodor Dostoyevsky (μετ. Αρη Αλεξάνδρου):

«Στα τέλη του Νοέμβρη, μια μέρα που φύσαγε νοτιάς, κατά τις εννιά το πρωί, η αμαξοστοιχία της

Βαρσοβίας πλησίαζε στην Πετρούπολη, τρέχοντας μ’ όλη  της την ταχύτητα. Είχε τόση υγρασία και τόση

ομίχλη που μόλις και μετά βίας πρόβαλε η μέρα∙δέκα βήματα πιο κει, δεξιά κι αριστερά απ’ τη γραμμή, δεν  

ξεχώριζες τίποτα σχεδόν πίσω απ’ τα τζάμια του βαγονιού. Ανάμεσα στους επιβάτες, ήταν και μερικοί που

επέστρεφαν απ’ το Εξωτερικό. Μα ο πιο πολύς κόσμος ήταν στρυμωγμένος στα βαγόνια της τρίτης θέσης, όλο λαουτζίκος και κάτι μικροεπιχειρηματίες που δεν έρχονταν από πολύ μακριά.

Ολοι φυσικά ήταν κουρασμένοι, ολονών τα μάτια ήταν βαριά απ’ την άγρυπνη νύχτα, όλοι ήταν

ξεπαγιασμένοι, όλα τα πρόσωπα ήταν ωχροκίτρινα, στο χρώμα της ομίχλης. […]»

 

Πρέπει να ομολογήσω πως η αρχή του «Ηλίθιου» αποτέλεσε το έναυσμα για το πρόσφατο βιβλίο μου «Ο Ελεγκτής και άλλες ιστορίες βιοποριστικού έρωτα».

 

Οταν ακούω για την «κρίση της λογοτεχνίας» ή τη «λογοτεχνία της κρίσης» σκέφτομαι ότι ένα πικρό χαμόγελο δεν είναι αρκετό για να διασκεδάσει τέτοιου είδους αφορισμούς. Κάθε κοινωνία έχει τη λογοτεχνία της. Τίποτε και ποτέ δεν δημιουργήθηκε σε ιστορικό κενό. Αν πρέπει να μιλήσουμε για κοινωνική κρίση και να την αναλύσουμε, τότε πρέπει να δούμε τη λογοτεχνία ως τη δραστηριότητα που επισημαίνει και αναδεικνύει, άρα ακμάζουσα. Η λογοτεχνία είναι η αιχμή του δόρατος μιας κοινωνίας και ίσως η μοναδική δύναμη αμφισβήτησης και αντίστασης, διότι συνειδητά κινείται στον άξονα Ερωτας/Ζωή – θάνατος με την οδύνη και τη χαρά που τη συνέχει.

- Post Down -

Comments are closed.