- Advertisement -

«Να θες το καλύτερο, αλλά να καταλήγεις στο χειρότερο»

3

- Advertisement -

Στην τελευταία κινηματογραφική ταινία της αυστριακής σκηνοθέτριας Τζέσικα Χάουσνερ, που προβλήθηκε στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του περσινού Φεστιβάλ των Καννών και από σήμερα – με αρκετή καθυστέρηση – παίζεται στο σινεμά Αστυ, ένα καυτό ζήτημα της εποχής μας, αυτό της υγιεινής διατροφής, είναι κυρίαρχο (περισσότερα για την υπόθεση μπορείτε να διαβάσετε στη διπλανή σελίδα).

«Οταν φτιάχνω τις ταινίες μου, δεν έχω καμία πρόθεση να δείξω με το δάχτυλο κάποια συγκεκριμένα άτομα που ίσως κάνουν τα πάντα λάθος.  Με ενδιαφέρει όμως να δείχνω πώς μια κοινωνία λειτουργεί ως σύνολο, χωρίς όμως να υποστηρίζω ότι αυτό είναι κακό ή εκείνο είναι καλό» είπε στο «Νσυν» η σκηνοθέτρια στις Κάννες.

Αυτή τη μεθοδολογία την παρατηρούμε σε όλες τις ταινίες της βιεννέζας δημιουργού (6 Οκτωβρίου 1972), που έγινε για πρώτη φορά γνωστή το 2001 με τη «Lovely Rita», το πορτρέτο μιας «ασυμβίβαστης» εφήβου στα προάστια της Αυστρίας, παρεξηγημένης τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι της. Πάντα με μια γυναίκα σε πρώτο πλάνο, σε μια άλλη ταινία της, το «Προσκύνημα στη Λούρδη» (2009), η Χάουσνερ άγγιξε το ευαίσθητο ζήτημα της θρησκείας, ενώ στην αμέσως προηγούμενή της,

«Το λουλούδι της ευτυχίας» (Little Joe), για την οποία η Εμιλι Μπίτσαμ κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών του 2019, παρακολουθούσαμε την επικίνδυνη εξέλιξη της ιδιαίτερης σχέσης που μια γυναίκα έχει με τα άνθη.

Σημασία στις αντιφάσεις

Στο «Club Zero» και πάλι μια γυναίκα, η καθηγήτρια Νόβακ, ξεχωρίζει σε αυτό το «σύνολο ανθρώπων» όπως η Χάουσνερ το χαρακτηρίζει και που εν προκειμένω αποτελείται από τους μαθητές ενός πανάκριβου, ιδιωτικού σχολείου της Αγγλίας, τη διεύθυνση του σχολείου αλλά και τους γονείς των παιδιών. Η Χάουσνερ είπε ότι της αρέσει να δίνει «ιδιαίτερη σημασία στις αντιφάσεις» μέσα από σκηνές που είναι κομμένες και ραμμένες για να ενοχλήσουν. Παράδειγμα οι οικογένειες στο «Club Zero», τις οποίες βλέπουμε να προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με τη Νόβακ, καθώς τα παιδιά ακολουθούν κατά γράμμα τις οδηγίες της καθηγήτριάς τους. «Προσωπικά εγώ δεν θα αποκαλούσα καμία οικογένεια δυσλειτουργική» είπε η Χάουσνερ. «Απλώς έτσι είναι οι οικογένειες. Βρίσκεσαι πολύ κοντά στο παιδί σου, αλλά είσαι σχεδόν τυφλός, δεν μπορείς να διακρίνεις τι ακριβώς το παιδί σου σκέφτεται ή κάνει. Πολλοί γονείς βάζουν τα δυνατά τους για όλα, όμως, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, δεν μπορείς να τα κάνεις όλα σωστά. Αυτό είναι το ένα σκέλος της ταινίας. Το δεύτερο είναι ότι ως κοινωνία θα έπρεπε, νομίζω, να σκεφτούμε λύσεις ώστε να είμαστε σίγουροι ότι τα παιδιά μας βρίσκονται σε καλά χέρια σε ό,τι αφορά την εκπαίδευσή τους. Αυτή είναι μια μορφή κοινωνικής κριτικής στην ταινία, η έλλειψη προσοχής στη νέα γενιά. Για εμένα έχει να κάνει με την ευθύνη, είτε των γονέων είτε των καθγητών είτε του οπουδήποτε. Πώς παίρνουν τις ευθύνες τους οι ώριμοι, έμπειροι άνθρωποι απέναντι στους νέους;».

Σατιρική διάθεση

Ωστόσο η σατιρική διάθεση είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό των ταινιών της αυστριακής δημιουργού: «Οταν σκέφτομαι μια ταινία, προσπαθώ να βρω μια ιστορία με πολλές αντιθέσεις· αυτή είναι η αντίληψή μου για τη ζωή μας γενικότερα. Δεν είναι εύκολο να πεις είσαι σωστός ή είσαι λάθος, αυτό είναι καλό, αυτό είναι κακό. Μπορεί να είσαι σωστός στο ένα πράγμα και λάθος στο άλλο. Είναι δύσκολο να το αποδεχτείς αλλά και πολύ σύνθετο. Για παράδειγμα, είμαι 100% υπέρ των παιδιών της νέας γενιάς που μάχονται για το μέλλον τους και θέλουν να σταματήσουν την κλιματική αλλαγή, αλλά είμαι 100% στο ότι εκεί στηρίζεται η κυρία Νόβακ και τους χειραγωγεί μέσω ακριβώς της ιδεολογίας τους».

Για τη Χάουσνερ, «η σάτιρα είναι μαύρο χιούμορ, στηρίζεται κυρίως στον παραλογισμό. Θες το καλύτερο αλλά καταλήγεις στο χειρότερο. Είναι τραγικά παράλογο. Προκαλεί γέλιο, ίσως, όχι όμως επειδή βλέπεις κάτι αστείο, αλλά επειδή βρίσκεσαι σε αμηχανία. Γι’ αυτό και δεν θέλησα να φτάσω την ταινία στα άκρα, να δείξω για παράδειγμα τα σώματα των παιδιών να γίνονται τρομακτικά αδύνατα». Η σκηνοθέτρια χαρακτηρίζει την προσέγγισή της «τεχνητή», λόγος για τον οποίο δεν ζήτησε από κανέναν ηθοποιό να χάσει βάρος για τις ανάγκες της ταινίας (χρησιμοποιήθηκαν φαρδιά πουλόβερ έτσι ώστε τα σώματα να πλέουν μέσα τους και να δείχνουν αδύνατα και μακιγιάζ που έδειχνε χλωμά ή άρρωστα τα πρόσωπα). «Ολα όμως μέσα σε ένα πλαίσιο υπερβολής και επιτήδευσης. Αυτός είναι και ένα τρόπος μου να προκαλέσω το κοινό να σκεφτεί πίσω από τα γεγονότα που βλέπει. Οχι να δει κάποιον να πεθαίνει από την πείνα. Αλλά για αυτό που πραγματικά μια ιστορία θέλει να πει πίσω από το πρόσχημα».

- Post Down -

Comments are closed.