- Advertisement -

Η «Αμηχανία» της New Age οικολογίας

9

- Advertisement -

Το μυθιστόρημα αυτό του κατόχου ενός Βραβείου Πούλιτζερ Ρίτσαρντ Πάουερς (γεν. 1957) μπορεί να ενταχθεί στη «φιλολογία του τέλους του κόσμου» που εσχάτως ανθεί. Το είδος αυτό αποκαλείται καταχρηστικά cli-fi [climate fiction, κατά το science fiction] παράγοντας και κάποια αξιόλογα δείγματα γραφής που απηχούν τον συλλογικό φόβο για το πολλαπλώς άδηλο μέλλον. Μια προειδοποίηση ωστόσο: πρόκειται για δύσκολο ανάγνωσμα, όπως άλλωστε και τα προηγούμενα του Πάουερς που εκδόθηκαν στη χώρα μας (O Ποταμός της Μνήμης, Ορφέας, Οι κορυφές της ζωής) τόσο λόγω συνθετότητας του πραγματολογικού υλικού, όσο και γιατί η ορολογία που διασχίζει το κείμενο είναι ανεπαρκώς αφομοιωμένη από την εντόπια επιστημονική κοινότητα και την ευρύτερη κοινωνία. Οι δυσκολίες λ.χ. που θα αντιμετωπίσει ο αναγνώστης στο πεδίο της νευρολογίας του εγκεφάλου ή τον κλάδο της αστροβιολογίας είναι πολλαπλές, αφήστε πια το φάσμα του αυτισμού που έχει εξελιχθεί σε λαϊκό ψωμοτύρι χωρίς καν να μπορεί να ορισθεί, όπως ομολογεί και ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου. Ευτυχώς πάντως που το έργο της μετάφρασης ανέλαβε ο έμπειρος και αξιόπιστος με αντίστοιχης δυσκολίας συγγραφείς (Πίντσον, ΜακΚάρθι, Βόλμαν, Γουίλιαμ Γκας) Γιώργος Κυριαζής.

Ως προς το στόρι: έχουμε έναν χήρο πατέρα, τον αστροβιολόγο Θίοντορ Μπερν, και τον εννιάχρονο γιο του Ρόμπιν που έχει διαγνωσθεί ως ευρισκόμενος στο φάσμα του αυτισμού, αν και οι ειδικοί αποκλίνουν ως προς τον ακριβή χαρακτηρισμό της περίπτωσής του. Ο μικρός Ρόμπιν είναι χαρισματικό παιδί, σε σημείο που οι αναλυτικές και άλλες ικανότητές του να φαντάζουν υπερβολικές. Ωστόσο είναι αγοραφοβικός, απεχθάνεται το σχολείο και μπορεί να γίνει βίαιος σε στιγμές διαταραχής του κόσμου του. Η διεύθυνση του σχολείου έχει μετ’ επιτάσεως προτείνει φαρμακευτική αγωγή αλλά ο πατέρας ανθίσταται. Η συγκινητική του αφοσίωση προς τον μικρό, που μεταξύ άλλων του λείπει πολύ η νεκρή μητέρα του, θα οδηγήσει σε διδασκαλία κατ’ οίκον αδειοδοτημένη από την πολιτεία. Οι δυο τους επιδίδονται σε διάφορες δραστηριότητες, ανάμεσά τους και ενδιαφέρουσες εξορμήσεις στη φύση. Ετσι πριμοδοτούνται οι επιθυμίες του μικρού Ρόμπιν για μορφές μάθησης περισσότερο βιωματικές, όπου μπορεί να αναπτύξει τα γνωστικά ταλέντα του.

Ποιες είναι αυτές οι περιοχές μάθησης; Πρώτον, η ίδια η αστροβιολογία όπου φυσικά ο Θίοντορ έχει να τον διδάξει πολλά (όπως κι εμάς, αν έχουμε κάποια θετική παιδεία και κάμποση υπομονή). Ο ίδιος και το εργαστήριό του στο Μάντισον του Γουισκόνσιν κινούνται στην ερευνητική αιχμή του κλάδου αυτού που έχει ως στόχο την κατασκευή μοντέλων πιθανής ύπαρξης ζωής στο Διάστημα. Εννοείται ότι ζωή δεν έχει ανιχνευθεί πουθενά αλλού επί του παρόντος. Τα σχετικά ερευνητικά προγράμματα δουλεύουν με πανίσχυρα διαστημικά τηλεσκόπια που ανιχνεύουν ανεπαίσθητες αλλαγές στον φωτισμό, και την ακτινοβολία περιοχών του απώτερου Σύμπαντος. Από αυτά τα δεδομένα μπορεί να συναχθεί ύπαρξη συνθηκών όπου ίσως ενδημεί κάποιου τύπου ζωή, όπως στην περίπτωση ας πούμε των ακραιοφίλων – ειδών του πλανήτη μας που «ανθούν» σε ακραίες συνθήκες πίεσης, θερμοκρασίας κ.λπ. (ηφαίστεια, πόλους, μεγάλα ωκεάνια βάθη). Αν με χάσατε, συγγνώμη, δεν φταίω εγώ, τα παράπονα στον συγγραφέα, πιθανώς αφού συσσωρευθούν και άλλες απορίες σας.

Στο πλαίσιο των «ταξιδιών μάθησης» των δυο τους, υπάρχουν αυτόνομα κεφάλαια στο βιβλίο, όπου περιγράφονται φανταστικοί πλην όμως πιθανοί πλανήτες, ο καθείς με τις ιδιαίτερες συνθήκες του σε φως, ωκεάνια κάλυψη, θερμοκρασία, βαρύτητα, ταχύτητα περιστροφής, ύπαρξη ή μη ήλιου (-ων) στην ίδια ομάδα, κ.ο.κ. Σε αυτά τα ουράνια σώματα υποτίθεται ότι ζουν διαφόρων ειδών όντα με εντελώς διαφορετικές ιδιότητες από το ανθρώπινο είδος. Ας πούμε, σε έναν πιθανώς σκοτεινό πλανήτη, η όραση δεν είναι απαραίτητη και οι κάτοικοι επικοινωνούν με ηλεκτρομαγνητικά κύματα και άλλα συναφή. Το ερευνητικό και παιδαγωγικό πάθος του πατέρα συνιστά ένα είδος δήλωσης του τύπου «αν πηδάμε τη ζωή στον δικό μας πλανήτη, τότε καλύτερα να ελπίζουμε σε άλλες μορφές ζωής, κάπου αλλού». Είναι ωραία δοσμένα πάντως αυτά τα κεφάλαια μέσα στη ευλογοφανή παραμυθία τους που κινείται στα όρια της επιστημονικής φαντασίας.

Ο άλλος τομέας όπου εκπαιδεύεται ο μικρός είναι η οικολογία. Εδώ κύρια πηγή έμπνευσης είναι η Αλις, η νεκρή μητέρα, που δούλευε ως νομικός σε μια μεγάλη ΜΚΟ προστασίας των ζώων στις μεσοδυτικές πολιτείες. Σε μια ηρωική αποστολή της μες στο καταχείμωνο, παρεξέκλινε από την πορεία της για να αποφύγει ένα οπόσουμ που διέσχιζε το οδόστρωμα, ντεραπάρισε και σκοτώθηκε. Είχε όμως και κάποιον συνοδηγό για τον οποίο ο Θίοντορ έχει συγκεκριμένες υποψίες, μια και η συγχωρεμένη η Αλις δεν πρέπει να του ήταν και τόσο πιστή. Το μυστήριο του θανάτου της αφήνεται πάντως ξεκρέμαστο (ίσως το ξέχασε ο συγγραφέας εν τη πολυπραγμοσύνη του, ίσως πάλι θέλει να σκιαγραφήσει τον ήρωα ως ανεκτικό και πολιτικά ορθό). Ξεκρέμαστα μένουν και άλλα πολλά για τις ευρύτερες ανθρώπινες σχέσεις που άλλωστε δεν έχουν και μεγάλο ρόλο σε αυτό το βιβλίο, πέραν της βαθιάς, σχεδόν εμμονικής σχέσης πατέρα – γιου.

Εν πάση περιπτώσει, ο μικρός Ρόμπιν είναι βαθιά επηρεασμένος από τη νεκρή μαμά και αναπτύσσει ένα εκπληκτικό για την ηλικία του ενδιαφέρον για το περιβάλλον και την άγρια φύση. Ζωγραφίζει απειλούμενα είδη, αναλύει στον πατέρα του τις πηγές ρύπανσης του ποταμού Μισισσίπι, φωτογραφίζει καλά κρυμμένες μορφές ζωής, έχει άποψη για τις δασικές πυρκαγιές και για τις απειλές κατά της ισορροπίας των υδάτινων οικοσυστημάτων, ανακαλύπτει άγνωστα ζώα ακόμη και μέσα στον αστικό ιστό. Ολη η σύγχρονη περιβαλλοντική ατζέντα από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά πακετάρεται εδώ, και το παιδί φυσικά τα παίζει, ειδικά όταν φτάσει να ταυτίζεται με την παγκοσμίως γνωστή Γκρέτα. Μεταξύ άλλων συνοδεύει τον Θίοντορ στην Ουάσιγκτον όταν μια ομάδα αστροβιολόγων διεκδικούν από το Κογκρέσο τη συνέχιση της χρηματοδότησης διαστημικών ανιχνευτών και προγραμμάτων σάρωσης του Σύμπαντος που έχει περικόψει η ανάλγητη κατά τον συγγραφέα κυβέρνηση Τραμπ.

Το βασικό όμως κεφάλαιο στην εναλλακτική εκπαίδευση του Ρόμπιν είναι ότι μέσω ενός νευροεπιστήμονα, πιθανώς πρώην εραστή της Αλις, επιτυγχάνεται η ένταξή του σε πειραματικό πρόγραμμα εγκεφαλικής ταύτισης με αντίστοιχο γράφημα της Αλις. Μέσω ενός υπερσύγχρονου μηχανήματος, του νευροαναδραστήρα, ο μικρός ταυτίζεται με τη μητέρα του και μάλιστα με τις αντιδράσεις της όταν βίωνε συναισθήματα ευεξίας και ευφορίας. Ο Ρόμπιν σύντομα εμφανίζει τεράστια βελτίωση στη συμπεριφορά του, γίνεται κοινωνικότατος, συμμετέχει στα πάντα, αποκτά οξεία αντίληψη για το περιβάλλον και τη φύση, μεγαλοθυμία προς τους ομηλίκους του, μέχρι που διοργανώνει διαδήλωση στα σκαλιά του Καπιτωλίου με πρότυπο τις ανησυχίες και ευαισθησίες της νεκρής Αλις. Οπως είναι αναμενόμενο στις μέρες μας, σύντομα μεταβάλλεται σε διαδικτυακή περσόνα, προκειμένου μεταξύ άλλων να προσελκυσθεί χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα. Πάντως οι ικανότητες, η ωριμότητα και η όλη του φιλοσοφημένη στάση τον κάνουν να μοιάζει στα μάτια μας περισσότερο σαν πειραματική μελέτη παρά σαν ανθρώπινος χαρακτήρας.

Αυτό το διάλειμμα ευτυχίας πατέρα και γιου θα διαρραγεί όταν το πιο πάνω εγκεφαλικό πειραματικό πρόγραμμα πάψει με τη σειρά του να χρηματοδοτείται. Εδώ που τα λέμε, δεν θα ήταν δυνατόν να συντηρούνται για πολύ τέτοια πανάκριβα προγράμματα υποστήριξης για κάθε παιδί που βρίσκεται (πιθανώς) στο φάσμα του αυτισμού, πολλώ μάλλον που πιθανώς τα μισά παιδιά στον δυτικό κόσμο είναι πλέον «ύποπτα», αφήστε πια εμάς τους ενηλίκους. Αλλά για τον μικρό Ρόμπιν, η παύση του προγράμματος θα αποδειχθεί καταστροφική, καθώς η επίδραση της κληροδοτημένης μητρικής ευεξίας σύντομα φθίνει.

Μπορεί ο εγκέφαλος από τη μια και το Σύμπαν από την άλλη να είναι δύο επιστημονικά πεδία εξίσου άγνωστα ακόμη και στους ειδικούς, ταυτόχρονα όμως είναι και τόσο απόμακρα μεταξύ τους που μυθοπλαστικά μάλλον δεν στέκουν. Επιπλέον, ο δυστυχής Ρόμπιν εκπαιδεύεται υπερβολικά από τον πατέρα του στη «βαθιά οικολογία», στάση που τον κάνει να ταυτίζεται με οποιοδήποτε είδος ή ζωάκι πεθαίνει κάπου γύρω του. Ο Θίοντορ μάλλον αποδεικνύεται αφελής, καθώς δεν μπορεί να εξοπλίσει έναν εννιάχρονο με τις απαραίτητες αντιστάσεις, και δεν έχει ούτε και ο ίδιος τις ικανότητες για να του δείξει άλλες, συχνά αντιφατικές όψεις του νομίσματος – όπως λ.χ. τις οικονομικές απαιτήσεις της κοινωνίας, την εν γένει αναπτυξιακή διαδικασία, το ενεργειακό ζήτημα, τον υπερπληθυσμό, τις ευθύνες άλλων λαών και χωρών ή τις πολιτικές αποχρώσεις των όποιων αποφάσεων. Υποψιάζομαι πως ο ίδιος ο συγγραφέας, παρά την επιδεικτική ευρύτητα της μόρφωσής του, μάλλον στερείται των ικανοτήτων διαπραγμάτευσης περίπλοκων ζητημάτων γύρω από τους φυσικούς πόρους, κι έτσι καταλήγει σε ένα είδος απλοϊκής οικολογίας κατά τον τρόπο των social media και MME των καιρών μας.

Ολα τα παραπάνω δεν θα κάνουν φυσικά καλό ούτε στον γιο ούτε στον πατέρα. Δεν κάνουν καλό ούτε στον αναγνώστη καθώς η καταθλιπτική, μονοδιάστατη σχέση μεταξύ τους, χωρίς καθόλου να υπεισέρχεται η ευρύτερη κοινωνία (φιλίες, σχέσεις, έρωτες) οδηγεί σε μια νοητική άσκηση χωρίς την προσδοκώμενη συναισθηματική εμπλοκή. Η σύγκρουση χαρακτήρων, όπου υπάρχει, είναι σχηματική. Η οικολογία, υποδηλώνει ο συγγραφέας, θα χάσει νομοτελειακά από τον ανθρώπινο αυτό εγκέφαλο που αν και διατηρεί μνήμες της εξελικτικής του πορείας, έχει πλήρως αυτονομηθεί από τη φύση και στραφεί εναντίον της, κατά την Ανθρωπόκαινο περίοδο (αστειάκι του συναφιού είναι) που διανύουμε. Μάλιστα ο Πάουερς υιοθετεί την ακραία θέση ότι η εξαφάνιση του ανθρωπίνου είδους ελάχιστα θα κοστίσει στην υπόλοιπη φύση – το αντίθετο μάλιστα. Τελικά η γοητεία των ανθρωπίνων σχέσεων θυσιάζεται στον βωμό του μηνύματος, αλλά το ίδιο το μήνυμα παραμένει ασαφές, κάτι σαν τον λευκό θόρυβο.

Η γλωσσική άνεση του συγγραφέα είναι εντυπωσιακή, οι λυρικές σελίδες για τη φύση και η πολιτική ορθότητα είναι εμφανή, αλλά το γνωστικό φορτίο βαρύ. Το βιβλίο καταπιάνεται με περισσότερα από όσα μπορεί να αντέξει το τοίχωμα του ανθρώπινου εγκεφάλου με μια ανάγνωση. Στον Πάουερς μοιάζει σαν οι συγγραφικές προδιαγραφές να σχεδιάζονται με το «σύνδρομο του αριστουργήματος», αλλά η επιδειξιομανία του χαλάει τη συνταγή και οι τρεις μεγάλες επιστημονικές ήπειροι – των βιολογικών επιστημών, της νευροφυσιολογίας και της αστρονομίας – δεν εμφανίζουν τις απαραίτητες συνάψεις. Επιπλέον, σε όσα εφιαλτικά μαθαίνουμε για τις παθήσεις του εγκεφάλου, μοιάζει να βαραίνει ιδιαίτερα η επικίνδυνα μεταμοντερνιστική, New Age άποψη ότι οι ασθένειες της ψυχής στον σύγχρονο κόσμο θα θεραπευθούν με ακόμη περισσότερη πανάκριβη (και ιδιαίτερα ενεργοβόρο) επιστήμη, στεφανωμένη πια από ΑΙ.

- Post Down -

Comments are closed.