- Advertisement -

Ζόμπι κοινωνία, πεθαμένη οικονομία

6

- Advertisement -

Το «Κάθε πέρσι και καλύτερα» (Une année difficile, Γαλλία, 2023), που διόλου τυχαία διανέμεται σήμερα λόγω της επικαιρότητας των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία, σηματοδοτεί την επιστροφή ύστερα από αρκετά χρόνια του ντουέτο σκηνοθετών Ολιβιέ Νακάς και Ερίκ Τολεντανό, δημιουργών της πολυαγαπημένης σε όλον τον κόσμο ταινίας «Οι άθικτοι» (2011), της οποίας όμως την επιτυχία δεν έχουν κατορθώσει ως τώρα να επαναλάβουν. Υστερα από μια «πιασάρικη» εισαγωγή στην οποία βλέπουμε σκηνές αρχείου με όλους τους προέδρους της Γαλλικής Δημοκρατίας από το 1974 μέχρι τις μέρες μας να λένε κοιτάζοντας τον φακό ότι «η χρονιά που πέρασε ήταν δύσκολη» (ή αυτή που έρχεται προβλέπεται ότι θα είναι), οι σκηνοθέτες μπαίνουν στο ψητό εστιάζοντας στην περίπτωση δυο ανδρών, στην ίδια περίπου ηλικία, οι οποίοι βρίσκονται σε οικονομικό αδιέξοδο. Ο ένας (Πιο Μαρμάι), υπάλληλος αεροδρομίου που χρωστάει παντού και προσπαθεί να βγάλει χρήματα πουλώντας προϊόντα που αποκτά με ύποπτους τρόπους, σώζει τη ζωή του άλλου, που τα χρέη τον έχουν φέρει σε απόγνωση (Τζόναθαν Κόεν). Κάπως έτσι οι δύο σκηνοθέτες ενδίδουν και πάλι στη μανιέρα της δημιουργίας ενός ντουέτο ανδρών των οποίων η κοινή πορεία και κυρίως οι συγκρούσεις τοποθετούνται με «χαριτωμένο» τρόπο σε ένα δραματικό πλαίσιο «πολιτικού χαρακτήρα», με διαδηλώσεις στους δρόμους για θέματα όπως η κλιματική αλλαγή που έχει τραυματίσει ανεπανόρθωτα τον πλανήτη και η υπερκατανάλωση (χαρακτηριστική η σκηνή του πανικού στην Black Friday). Σίγουρα μια πολιτική κωμωδία που ενδιαφέρεται να αφουγκραστεί καυτά ζητήματα της εποχής μας αλλά και μια κάπως αδύναμη σεναριακά ταινία που ορισμένες φορές σου δίνει την εντύπωση ότι προσπαθεί να βγάλει από τη μύγα ξίγκι.

Οταν ξέσπασε η βία

Η βία είναι διάχυτη στην ταινία «Σκοτώστε τον Βενσάν» (Vincent doit mourir, Γαλλία, 2023), όπου παρακολουθούμε έναν συνηθισμένο άνθρωπο, τον Βενσάν (Καρίμ Λεκλού), να δέχεται επιθέσεις από παντού και ανεξήγητα. Το σώμα του μετατρέπεται σε σάκο του μποξ όταν ένας συνάδελφος στο γραφείο του τον κοπανά με το λάπτοπ, όταν παιδάκια τον κυνηγούν στους διαδρόμους της πολυκατοικίας όπου βρίσκεται το σπίτι του, όταν γείτονες τον απειλούν με τσεκούρια! Τι μπορεί να έχει συμβεί; Ο σκηνοθέτης Στεφάν Καστάνγκ αρνείται να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους συμβαίνουν όλα όσα βλέπουμε και απλώς καταγράφει τα περιστατικά αφήνοντας τον ηθοποιό Καρίμ Λεκλού να κάνει την περισσότερη δουλειά, βυθίζοντας όλο και βαθύτερα στην απόγνωση τον αντιήρωά του. Ομως το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι το «ταξίδι» του Βενσάν προς τη σωτηρία (;) αλλάζει τον χαρακτήρα του και κατά κάποιον τρόπο όλη αυτή η πολύ δυσάρεστη διαδικασία δίνει χρώμα στην άχρωμη ζωή του φέρνοντάς τον στο πλευρό μιας γυναίκας (Βιμάλα Πον) που τον ακολουθεί προς το άγνωστο. Ενα εξίσου ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι το γεγονός ότι ο Βενσάν δεν γίνεται ποτέ εντελώς συμπαθής, ούτε όμως και αντιπαθής στα μάτια μας, κάτι που οξύνει ακόμα περισσότερο την περιέργειά μας για αυτόν. Ο Καστάνγκ έφτιαξε ένα συχνά ενοχλητικό αλλά συγχρόνως υπνωτιστικό road trip τρόμου, κάτι σαν παραλλαγή ταινίας ζόμπι, γιατί αυτό θυμίζει η μεταλλαγμένη ανθρώπινη κοινωνία της ταινίας, η οποία περιέχει και ξεκάθαρες αναφορές σε ταινίες ζόμπι, όπως η σκηνή στο σουπερμάρκετ που παραπέμπει στο «Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών» του 1978, του Τζορτζ Ρομέρο.

Τρόμος στα 80s

Πριν από δύο χρόνια, με το «Χ», ο αμερικανός σκηνοθέτης Τάι Γουέστ απέδωσε φόρο τιμής στο πορνό και στις ταινίες τρόμου της δεκαετίας του 1970, είδη που παίζουν σημαντικό ρόλο και στη νέα ταινία του «Maxxxine» (ΗΠΑ, 2024). Η ιστορία επικεντρώνεται στην προσπάθεια μιας πορνοστάρ, της Μαξίν (Μία Γκοθ), να ξεφύγει από τον χώρο της και να γίνει «κανονική ηθοποιός»· ευκαιρία που της δίνει μια άλλη γυναίκα (διόλου τυχαίο μάλλον), μια βρετανίδα σκηνοθέτρια (Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι) που γυρίζει στο Χόλιγουντ τη συνέχεια μιας καλτ ταινίας τρόμου. Βέβαια «σε αυτόν τον χώρο δεν γίνεσαι σταρ αν δεν γίνεις πρώτα τέρας» είχε κάποτε πει η θρυλική ηθοποιός Μπέτι Ντέιβις, ατάκα που ο Γουέστ χρησιμοποιεί για να συνδέσει τον εφιάλτη της μυθοπλασίας με τον εφιάλτη της πραγματικής ζωής (στο Λος Αντζελες κυκλοφορεί ενας serial killer την ώρα που για κάποιον λόγο το παρελθόν της Μαxxxine την καταδιώκει). Οπως απέδειξε και στο «Χ», ο Γουέστ είναι μάστορας στην ανάπλαση περασμένων εποχών που αγαπά· η ματιά του στη λεπτομέρεια είναι το ίδιο συναρπαστική με εκείνη του Κουέντιν Ταραντίνο. Στην όψη η «Maxxxine» είναι σίγουρα μια ελκυστική ταινία, ενδεχομένως ο παράδεισος των νοσταλγών του παρελθόντος. Ομως ο δημιουργός της δεν έχει να πει και πολλά καινούργια. Η μόνη διαφορά που νιώθεις ανάμεσα στη «Maxxxine» και το «Χ» (έστω και αν η πλοκή δεν είναι ίδια) είναι στη δεκαετία του δραματουργικού χρόνου, που εδώ είναι του 1980.

Ακρως ψυχαγωγικόν

Συμβαίνει συχνά να αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε κάποιο κρυφό ταλέντο, οπότε η ευκαιρία να το καλλιεργήσουμε περισσότερο ως ιδέα δεν μας φαίνεται καθόλου κακή. Ορισμένες φορές βέβαια ο αστάθμητος παράγοντας προκαλεί εκπλήξεις και σε μια τέτοια κατάσταση θα βρεθεί ο Γκάρι Τζόνσον (Γκλεν Πάουελ), ο κεντρικός ήρωας της άκρως διασκεδαστικής ταινίας «Hit man» (ΗΠΑ, 2023) του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ. Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Ορλεάνης, ο Γκάρι έχει ταλέντο στις «μεταμορφώσεις», πείθει τους άλλους για κάτι που δεν είναι – εν προκειμένω… πληρωμένος εκτελεστής. Οπότε η αστυνομία της Νέας Ορλεάνης θα εκμεταλλευτεί το «ταλέντο» του στέλνοντάς τον στο πεδίο δράσης για να «ψαρέψει» ανθρώπους που θέλουν να τον προσλάβουν για να σκοτώσει. Ολα θα αλλάξουν όταν ο έρωτας χτυπήσει ξαφνικά την πόρτα του Γκάρι με τη μορφή της χαρισματικής Αντριεν Αργιόνα. Ανέκαθεν οι ταινίες του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ – σκηνοθέτη της τριλογίας «Πριν το ξημέρωμα», «Πριν το ηλιβασίλεμα» και «Πριν τα μεσάνυχτα» – διακρίνονταν από μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ («Dazed and confused», «School of rock»). Εδώ «απογειώνεται» με δυνατές σκηνές ανάμεσα στον Γκάρι και τους «πελάτες» του και ενώ η αστυνομία τους παρακολουθεί για να κρίνει αν είναι ή όχι για σύλληψη. Ολα αυτά σε πολύ χαλαρούς, κεφάτους ρυθμούς, σαν να μη συμβαίνει δα και τίποτα, γιατί εδώ που τα λέμε όντως δεν συμβαίνει. Είναι αδύνατον να πάρει κανείς στα σοβαρά την άκρως ψυχαγωγική αυτή ταινία παρότι το σενάριό της (στο οποίο οι Λινκλέιτερ – Τζόνσον συνεργάστηκαν) είναι βασισμένο σε μια (εν μέρει) αληθινή ιστορία.

Επανεκδόσεις

Στον «Σιωπηλό μάρτυρα» (Rear window, 1954, ΗΠΑ), παγκοσμίως μια από τις πιο αγαπητές ταινίες του Αλφρεντ Χίτσκοκ, ένας φωτογράφος (Τζέιμς Στιούαρτ), που βρίσκεται ανήμπορος σπίτι του με το πόδι στον γύψο, παρακολουθεί με τον τηλεφακό του τα διαμερίσματα της απέναντι πολυκατοικίας και γίνεται μάρτυρας των δραστηριοτήτων ενός δολοφόνου. Ο Χίτσκοκ κατάφερε να διασκευάσει το αστυνομικό διήγημα του Κόρνελ Γούλριτς που είχε στα χέρια του σε κινηματογραφικό αριστούργημα, το οποίο πολλοί περιλαμβάνουν στις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ. Η σκηνοθεσία είναι πραγματικά υποδειγματική, γιατί ο Χίτσκοκ, πρώτον, επιτυγχάνει τη δημιουργία μιας αγχωτικής ατμόσφαιρας έχοντας στη διάθεσή του μόνο τον περιορισμένο χώρο του δωματίου όπου βρίσκεται ο φωτογράφος και, δεύτερον, επειδή ο κεντρικός ήρωας έχει πολλές πτυχές. Η παρακολούθηση με τον τηλεφακό αναπόφευκτα παραπέμπει σε ηδονοβλεψία, ενώ την ίδια ώρα αυτή ακριβώς η «νοσηρή» παρακολούθηση μετατρέπει τον ηδονοβλεψία σε μάρτυρα ενός εγκλήματος, έτοιμο δε να αποτρέψει ένα άλλο. Ευφυές! Αν έπρεπε να δοθεί Οσκαρ σκηνοθεσίας στον Χίτσκοκ, για αυτή την ταινία θα το άξιζε. Παρότι προτάθηκε, ωστόσο, δεν κέρδισε. Το καστ συμπληρώνουν οι Ρέιμοντ Μπαρ, Γκρέις Κέλι, Θέλμα Ρίτερ.

Στην επίσης εμβληματική ταινία «Το κουρδιστό πορτοκάλι» (A clockwork orange, 1971, ΗΠΑ/Αγγλία) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, ο Μάλκολμ ΜακΝτάουελ, στον διασημότερο ρόλο της καριέρας του, υποδύεται τον Αλεξ, αρχηγό αδίστακτης τετραμελούς συμμορίας νέων (η εποχή δεν ορίζεται ξεκάθαρα) που διασκεδάζει προκαλώντας πόνο, καταδικάζεται για φόνο και δέχεται να γίνει το πειραματόζωο μιας σειράς επιστημονικών πειραμάτων που θα τον μετατρέψουν σε άβουλο πλάσμα, τρωτό σε κάθε μορφή βίας. Στην εποχή της, η μέθοδος προσέγγισης του Κιούμπρικ στο θέμα του, την εξάρτηση της βίας, χαρακτηρίστηκε ανήθικη, ψυχρή, άκαρδη, αντι-ουμανιστική, αντιφεμινιστική, αντιερωτική και αποσυνθετική. Είναι φανερό ότι ο σκηνοθέτης πιστεύει ότι ακόμη και στην πιο ιδανική κοινωνία δεν θα σταματήσει η δημιουργία των Αλεξ, αλλά κάτι που προκαλεί δεύτερες σκέψεις στην παρακολούθηση ετούτης της αριστοτεχνικά δομημένης ταινίας είναι ότι ο Κιούμπρικ ταυτίζει τον θεατή με τον Αλεξ, εξωραΐζοντας κατά κάποιον τρόπο τα πρωτόγονα ένστικτα όλων μας. Ο ίδιος ο Κιούμπρικ, ωστόσο, αποφάσισε να αποσύρει την ταινία του από τις βρετανικές αίθουσες χωρίς ποτέ να δικαιολογήσει την πράξη του, αν και οι περιπτώσεις μιμήσεων της συμμορίας του Αλεξ από πραγματικές συμμορίες θα πρέπει να έπαιξαν ρόλο.

Πριν από την εμφάνιση της ιαπωνικής ταινίας του Ακίρα Κουροσάβα «Η πύλη των δαιμόνων», γνωστή ως «Ρασομόν» (Rashomon, 1950), το κοινό της Δύσης δεν είχε ακόμα δεχθεί στα σοβαρά την ύπαρξη του ιαπωνικού κινηματογράφου. Αλλαξαν πολλά μετά τη βράβευσή της στο Φεστιβάλ Βενετίας (1951) και το ειδικό/τιμητικό Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας που κέρδισε το 1952. Η συγκλονιστική και ιστορική τελικά ταινία συμπυκνώνει τέσσερις διαφορετικές εκδοχές τεσσάρων ανθρώπων πάνω στο ίδιο γεγονός, τον φόνο ενός ανθρώπου και τον βιασμό της συζύγου του. Η οραματική προσέγγιση του Κουροσάβα έμελλε να καθιερωθεί ως βασική πνευματική και κινηματογραφική επιρροή για το παγκόσμιο σινεμά, έγραψε ο Στίβεν Πράις στη θαυμάσια βιογραφία του «Akira Kurosawa: the warrior’s camera». Τα πολλά λόγια όμως περιττεύουν: δείτε την ταινία αν δεν την έχετε ήδη δει και αν την έχετε, αλλά όχι σε μεγάλη οθόνη, δείτε την πάλι και εκεί (παίζουν: Τοσίρο Μιφούνε, Μασαγιούκι Μόρι, Ματσίκο Κίο).

- Post Down -

Comments are closed.