- Advertisement -

Τα τραγούδια του πέρασαν στο συλλογικό ασυνείδητο περιγράφοντας διαφορετικές εποχές της ελληνικής Ιστορίας. Ακολούθησε τους κορυφαίους της µουσικής, άνοιξε τον δρόµο για τους νεότερους τραγουδοποιούς. Αφήνει µια µουσική παρακαταθήκη διαρκούς ευαισθησίας.
Διονύσης Σαββόπουλος: Ο χρονοποιός της μουσικής
Μοιάζει σαν να έχουν ειπωθεί τα πάντα για τον Διονύση Σαββόπουλο – ή «Νιόνιο», όπως πέρασε στο μεγάλο ακροατήριο με εκείνη την οικειότητα που παίρνουν τα υποκοριστικά όταν πρόκειται για μεγάλα μεγέθη (ο Μίκης και ο Μάνος ζουν στη συνείδηση ακόμη και των ανθρώπων που δεν τους είχαν γνωρίσει). Ειπώθηκε ότι λειτούργησε σαν χρονογράφος διαφορετικών εποχών και σαν παλμογράφος των υπόγειων τάσεων με το ένστικτο ενός ανθρώπου που έζησε ανάμεσα στο πεζοδρόμιο και τους ποιητές. Ανάμεσα στις μπουάτ και τις μεγάλες συναυλίες.
Με την κουβέρτα στη μασχάλη
Πάντα έτσι τον έβλεπα τον Διονύση Σαββόπουλο. Να κόβει κίνηση στα πέριξ με το σύμβολο της φυλακής του στον κόρφο, σαν μεταβατικό αντικείμενο. Κι εκεί που νόμιζες ότι δεν σου χαλαλίζει μισό δευτερόλεπτο, εκείνος σε είχε κιόλας βαφτίσει στο όνομα της Ιστορίας, της Στιγμής και του Αγίου Πνεύματος, πανέτοιμος να λαλήσεις με έναν λόγο, σαν και τον δικό του. Δεν του χρωστάμε μόνον τη γλώσσα – σαρωτική και κυρίαρχη σαν του Βιτσέντζου Κορνάρου.
Απαρηγόρητοι
Εμείς, του ’60 οι εκδρομείς, που τον ακολουθούσαμε δεκαετίες τώρα, που πηγαίναμε σε όποια συναυλία του μπορούσαμε για να ακούσουμε τον «τύπο με τα στρογγυλά γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες», εμείς, που διαβάζαμε τις συνεντεύξεις του και παρακολουθούσαμε τις αναζητήσεις του, εμείς, συνομήλικοί του ή νεότεροι, που τον θαυμάζαμε ή απλώς τον αγαπούσαμε, κάτι που δεν σημαίνει ότι πάντα συμφωνούσαμε, αλλά παραμέναμε γοητευμένοι, ήδη από το «Φορτηγό».
Διονύσης Σαββόπουλος: «Καταγόμαστε από τόπους φωτός»
«Μετά τον Χρονοποιό, τον τελευταίο μου δίσκο στο έμπα του καινούριου αιώνα, άρχισε να μ’ αρέσει ιδιαιτέρως να φτιάχνω προγράμματα και να τα παρουσιάζω μόνος μου ή με φίλους ομοτέχνους. Και μάλιστα, απ’ τη στιγμή που σώπασε μέσα μου ο συνθέτης, άρχισα να τραγουδώ καλύτερα, γιατί πριν με ζάλιζε· μια «όχι έτσι», μια «όχι αλλιώς».
Η ζόρικια ελευθερία του Διονύση
Το 1980, στη Λάρισα, μαζί με μερικούς τζαμπατζήδες, προσπαθούσαμε να εισβάλουμε στον κινηματογράφο όπου σε λίγο θα τραγουδούσε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Θεωρούσαμε περίπου υποχρέωση των οργανωτών να μας βάλουν δωρεάν, επειδή περίπου πιστεύαμε ότι χωρίς εμάς, τους ιδεολόγους επαναστάτες, ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης δεν θα υπήρχε – και ζητούσαμε το τζάμπα ως αυτονόητη ανταπόδοση. Επειδή μάλιστα οι διοργανωτές δεν μας έκαναν τη χάρη, εισβάλαμε διά της βίας. Και κερδίσαμε, επειδή κανείς δεν είχε τη διάθεση να συγκρουστεί με καμιά δεκαριά βλαμμένα.
Comments are closed.