- Advertisement -

Διονύσης Σαββόπουλος: «Δημώδες rap σαν ύμνος»

Διονύσης Σαββόπουλος: «Δημώδες rap σαν ύμνος»
2

- Advertisement -

Νέο Κύμα. Αν δεν ήταν τραγούδι θα ήταν μια μοναχική διαδρομή με τον ηλεκτρικό στην Κηφισιά. Κάθομαι στο άδειο βαγόνι και θέλω να εξομολογηθώ σε κάποιον, στο τέλος όμως τα λέω στον εαυτό μου ανάβοντας παράνομο τσιγαράκι. Στο τέρμα της διαδρομής σκέφτομαι πάντα ότι υπάρχει περίπτωση κάποιος να έχει φανταστεί τη ζωή μας από την πρώτη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, ακριβώς όπως ο υπεύθυνος της εταιρείας δίσκων σκαρφίστηκε τον όρο «Νέο Κύμα».

Μας βαράνε ντέφια. Η Αθήνα έγραψε αυτό το κομμάτι, αυτή η μυστηριώδης πόλη που ξέρει ακόμα να ανάβει ολόκληρη όταν χρειάζεται, ακριβώς όπως η κοπέλα που αναφέρεται στους στίχους. Αυτό το δημώδες rap ηχεί σαν τον ύμνο της βαθύτερης επικοινωνίας. Τραγούδι για το πρωινό ξύπνημα, εκεί γύρω στις δύο το μεσημέρι, όταν ο καφές έχει τελειώσει και η ζέστη του καλοκαιριού δεν συγκρίνεται με τίποτα με την απίστευτη θέρμη των ψυχών και των σωμάτων. Επίσης, ιδανικό για τα τζουκ μποξ στα παραλιακά κέντρα (όσα αντιστέκονται και επιμένουν ακόμα).

Χουλιγκάνοι. Χειμερινό άσμα, ο νεαρός που το ακούει είναι σκεπτικός, φοράει τα γάντια του κι είναι έτοιμος να βγει έξω και να τα σπάσει. Κρυώνει και δεν έχει να πληρώσει το νοίκι. Θαυμάζει τις αμερικάνικες ταινίες, η ψυχή του όμως είναι εδώ, κολλημένη στην άσφαλτο.

Μυστικό τοπίο. Νυχτερινή προσευχή, απ’ αυτές που σου σφίγγουν το στομάχι όταν τις ακούς τυχαία ανοίγοντας το ραδιόφωνο ενώ ορμάς σαν διάβολος στην Εθνική, τα καύσιμα έχουν τελειώσει κι όλα τα βενζινάδικα είναι κλειστά.

Δεν είναι ρυθμός. Η μεγαλοφυής ιδέα εδώ είναι τα χειροκροτήματα που αγκαλιάζουν το τραγούδι, αλλά και το ευλύγιστα σίγουρο σόλο του Σαλέα που εμφανίζεται πάνοπλος, σαν μοναχικός καβαλάρης. Είναι περίεργο, αλλά αυτός ο λαϊκός ψαλμός μού φέρνει στον νου την Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού. Το ίδιο πάθος που περισσεύει, μια θεσπέσια και σχεδόν άναρθρη κατάσταση.

Πρωτομαγιά. Αυτός είναι ένα πίνακας χωρίς καταπιεστική «τεχνοτροπία». Κάθομαι μόνος στην αίθουσα του μουσείου και τον παρατηρώ. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να ζωγραφίζει με τη φωνή του;

Φλόγες. Εσωστρεφής στιγμή που όμως σε παρασύρει, άλλο ένα κομμάτι που δεν γράφτηκε ποτέ από τους άτολμους εκπροσώπους του Νέου Κύματος. Τα γυναικεία φωνητικά θαυμάσια, σαν κοφτερά ξίφη, μπαινοβγαίνουν κλείνοντας με προσοχή πίσω τους τις πόρτες. Ο Σαββόπουλος, από τη Ρεζέρβα και μετά, έχει επιδοθεί σε μια απελπισμένη προσπάθεια να βγάλει ένα – ένα, με το τσιμπιδάκι, τα ανόητα φτιασίδια που κόλλησαν στις γυναικείες φωνές που διαθέτουμε, λογής λογής έντεχνοι.

Ας κρατήσουν οι χοροί. Με συγκινεί αυτή η αντίληψη των ελλήνων εξωγήινων που έχουν μυριστεί ότι τα κόλπα είναι αλλού. Πολλοί από μας αισθανόμαστε έτσι, όπως αισθανόντουσαν πολλοί από τους προγόνους μας. Κι ας χορεύεις άρυθμα στα μπαρ του Παγκρατίου ή στις ντισκοτέκ της Γλυφάδας, κατά βάθος ξέρεις τι είναι οι συνάξεις μας, αγαπητή μου φίλη. Πέρασες κι εσύ από κει, δεν είναι δύσκολο να δεις ποιο είναι το τέρμα του δρόμου. Στο μεταξύ, βάλε σε λειτουργία τους πομπούς, ίσιωσε τις κεραίες!

Canto. Το τραγούδι – κλειδί του δίσκου γιατί μιλάει για μια συγκεκριμένη παρέα και ταυτόχρονα για όλες τις παρέες, δηλαδή για τις ανώτερες μορφές οργανωμένης συνύπαρξης που γνωρίζει αυτός ο έρημος πολιτισμός.

Τον χειμώνα ετούτο. Ο Ντίλαν έχει γράψει ανάλογα πράγματα και τα έχει τραγουδήσει με την ίδια επαναληπτική μελαγχολική διάθεση. Βαλκανικό ροκ λοιπόν, το παλιό σχέδιο που δεν πρόκειται ποτέ να εγκαταλειφθεί, αυτό το μυρίζομαι και το ξέρω. Το κομμάτι που μου έρχεται στον νου είναι το Tombstone Blues, τρία ακόρντα συνέχεια και ο ηχολήπτης να έχει μείνει άναυδος.

Τσάμικο. Εδώ καταθέτω τα όπλα και ακούω. Δεν μπορώ να γράψω γιατί κάποιος τραγουδάει πραγματικά, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα γιατί κάποιος μου απευθύνεται. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να σου τηλεφωνήσω στο Παρίσι, εκεί που μπλέχτηκες με τους αποικιοκράτες και να σου βάλω αυτό το δίλεπτο κομμάτι.

«Μού πετούσαν δεκάρες στη σκηνή»

Ξαναβγήκα στή σκηνή τό ’88, στό Κούρεμα, ξυρισμένος καί κουρεμένος μέ τήν ψιλή, σάν τιμωρημένος, σάν προετοιμασμένος γιά διαπόμπευση. Αλλά η διαπόμπευση ήρθε πράγματι τόσο σκληρή πού ούτε κάν τό φανταζόμουν. Μέ τό Κούρεμα έκανα στροφή πρός τή Δεξιά, μπαϊλντισμένος μέ τόν ψευτοπροοδευτισμό τής εποχής καί τήν αλαζονεία του. Ήταν ένας προοδευτισμός νεφελώδης, αντιπαραγωγικός, πολύ κουλτουριάρης κι εντελώς αντιπνευματικός. Δυστυχώς, η Αριστερά αφέθηκε νά παρασυρθεί από εκείνον τόν φτηνιάρικο προοδευτισμό. Παλιοί αριστεροί πού, δικαιολογημένα, μισούσαν τή Δεξιά, επειδή κάποτε τούς ταπείνωσε καί τούς ανάγκασε νά υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας, αλλά καί δέν τούς έφυγε ποτέ καί ο ανομολόγητος θυμός γιά τήν ίδια τους τήν Αριστερά πού τούς έμπλεξε τότε, μόλις ξεπετάχθηκε τό ΠΑΣΟΚ, μετακόμισαν σύσσωμοι. Τό ΠΑΣΟΚ έγινε τό καταφύγιο κάθε πληγωμένου εγωισμού. Ασε δέ τόν λαϊκισμό του. Ήταν τόσο ακαταμάχητος, πού επηρέασε βλαπτικά όλο τό πολιτικό σύστημα, όλα τά κόμματα σχεδόν. Πολύς φανατισμός.

Τόν κωλοελληνισμό, πού είναι η βαριά κληρονομιά όλων μας, τόν κρατούμε λίγο πολύ υπό έλεγχο. Αλλά όταν ξεσπάει συλλογικά, δέν ξέρεις πού νά κρυφτείς. Παύει νά έχει σημασία αν είμαστε δεξιοί ή αριστεροί, καί γινόμαστε ένας συρφετός από ανθρώπους φθονερούς καί λυσσασμένους γιά εξουσία. Μού πετούσαν δεκάρες στή σκηνή, φώναζαν «αίσχος», αποχωρούσαν απ’ τήν αίθουσα. Μέ πλεύριζαν έξαλλοι οδηγοί στά φανάρια καί μέ ψέλνανε μέ αγριεμένο μάτι, μέ ξεφώνιζαν διαβάτες απ’ τό απέναντι πεζοδρόμιο… Τέτοιες επιθέσεις καί λιντσαρίσματα είχα κι άλλες φορές, σέ μικρότερο βαθμό όμως. Στούς Αχαρνής τότε, τό ’77. Στεναχωριόμουνα. Είμαι καλλιτέχνης, καί θέλω νά μ’ αγαπάνε, λέω στόν εαυτό μου «τήν άλλη φορά νά προσέχεις, νά τά λές πιό μαλακά», αλλά όταν έρχεται η ώρα νά γράψω, τό ξεχνάω. Φαίνεται αυτή είναι η φύση του τροβαδούρου· τραγουδάει αυτό πού αισθάνεται, χωρίς νά σκέφτεται τίποτα άλλο. Καί όταν τό σκεφτεί, είναι αργά. Η ρήξη μου μέ τό κοινό τό ’88-’89 μέ τό Κούρεμα στό Zoom της Πλάκας ήταν η σκληρότερη της ζωής μου, αλλά τήν άντεξα. Τό ‘χω κάπως σάν παράσημο.

(Από το αυτοβιογραφικό βιβλίο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», εκδ. Πατάκη, 2025)

- Post Down -

Comments are closed.