- Advertisement -

Από το πολυβολείο στο λιμάνι

5

- Advertisement -

Και πώς να ταξιδέψουν στη λίμνη Κερκίνη τώρα με δεμένο το ένα του μάτι; Είχαν πάει για την Ανάσταση στην εκκλησία, με το «Δεύτε λάβετε φως» άναψαν τις λαμπάδες τους, είπαν το « Χριστός Ανέστη», φιληθήκανε με χαρά, όταν ξαφνικά ένιωσε ένα κάψιμο στο μάτι του, και με τα αίματα που άρχισαν να κυλάνε τον άρπαξαν και τρέχοντας βρέθηκαν στο εφημερεύον νοσοκομείο. «Αχ !» έλεγε η νοσοκόμα, «μ’ αυτά τα πυροτεχνήματά τους που σκάνε για να κάνουν οι νταήδες το κέφι τους», καθώς ο γιατρός έριχνε σταγόνες με αναισθητικό στο μάτι του. Αφού τον εξέτασε σε ένα μηχάνημα που το έλεγαν λυχνία, «τυχερός είσαι, φίλε μου, γλίτωσες τα χειρότερα, το τραύμα είναι έξω από τον βολβό». Κι όταν του έβαλαν μια αλοιφή απαλά – απαλά, έδεσαν με επίδεσμο την πληγή, «ίδιος με κουρσάρο σε πειρατικό καράβι» του είπε η αδελφή του, κι ο γιατρός, «αύριο πάλι εδώ, για αλλαγή».

Και τώρα, Κυριακή του Πάσχα, με το τάμπλετ στα χέρια, προσπαθεί να διαλέξει ένα παιχνίδι, μα δύσκολα με το ένα μάτι κλειστό, δίπλα του ο σκύλος τους ο Ζιγκζάγκ τον κοιτά απορημένος, τρομάρα που θα πήρε κι αυτός με τους κρότους από τα βεγγαλικά, ακόμα και στις ειδήσεις λένε πως και τα ζώα παθαίνουν πολλά, μέχρι που σταματάει η καρδιά τους, να κι ο δικός τους είχε λουφάξει στην αποθήκη πίσω από στοίβες με κούτες, κι όταν γύρισαν από το νοσοκομείο έτρεμε από τον φόβο του. Πάει το πασχαλινό τραπέζι, τι κόκκινα αβγά να τσουγκρίσουν, οι άλλοι ίσως και να δοκίμασαν αργότερα τη μαγειρίτσα, μα αυτός πήγε στο δωμάτιό του, καλά λένε πως ο πόνος μεγαλώνει όσο περνά η ώρα. Και για ξεγελάσει τον πόνο με ποιον να έπαιζε το αμόγκ ας, που χρειάζονται τουλάχιστον δύο ρόλοι;

Σε λίγο κατέφθασε κι ο παππούς του και επέμενε να μη ματαιώσουν οι δικοί του την εκδρομή που είχαν προγραμματίσει για τη λίμνη με τα σπάνια πουλιά «κι όσο για τον εγγονό μου, θα κάνουμε καλή παρέα οι δυο μας, άδεια θα ‘ναι σήμερα η πόλη, θα δούμε όσα δεν βλέπεις με τη βαβούρα του κόσμου».

Η δική μας η βόλτα άρχισε από την πλατεία εκείνη, από όπου απλώνεται όλη η πόλη στα πόδια σου. Εδώ, στον πύργο αυτόν του Τριγωνίου, φύλαγαν το μπαρούτι, και βαρούσαν κανονιές στις παρελάσεις, έτσι τον τόπο αυτόν τον λέγαμε Πολυβολείο, σαν αίλουροι σκαρφαλώναμε στις επάλξεις, μου λες. Αν είχα μαζί μου το τάμπλετ θα έπαιζα το φόρζα χοράιζον και με τα αγωνιστικά θα πέταγα μέχρι τον άλλον πύργο τον Λευκό, που είναι σαν δίδυμος με αυτόν εδώ και με το φορτ νάιτ θα έριχνε το ιπτάμενό μου όχημα τους εξωγήινους εκδικητές, στις φυλακές του αίματος.

Περάσαμε τη μεσαία πορτάρα, και είδαμε το πιο γέρικο πλατάνι της πόλης, οκτακόσια χρόνια ζει, το ύψος του είναι όσο δέκα παλικάρια, και τότε ρώτησα γιατί έκλεισαν με τσιμέντο γύρω – γύρω τη ρίζα του, κι αφού είναι το ψηλότερο δέντρο γιατί δεν μαζεύονται κι εδώ τα σπάνια πουλιά; μα εσύ είπες πως κάποια είναι κρυμμένα κι άλλα μόλις που ανασαίνουν, και βαδίζοντας μπροστά από την εκκλησία εκείνη, με το παλιό της όνομα Τσαούς μοναστήρι και τα παγόνια στην αυλή της, που ανοίγουν τόσο όμορφα τα πολύχρωμα φτερά τους, έχουν όμως άσχημα ποδαράκια, συναντήσαμε έναν φίλο σου, δάσκαλο, που είχε πάει όπως μας είπε στον εσπερινό της αγάπης, και πιάσατε κουβέντες για πράγματα που δεν καταλάβαινα, πώς βαριόμουνα… οι γέροι λένε τα ίδια και τα ίδια σαν να είναι καινούργια τα παλιά, και δεν απαντάνε σε αυτά που τους ρωτάμε.

Βλέποντας κάτι συνθήματα στα αρχαία τείχη, είπες, οι δικοί μας, οι δικέφαλοι δεν τα λερώνουν με τέτοιες μουτζούρες εμείς δεν είμαστε γριές γκρινιάρες, εμείς νικάμε με το σπαθί μας, μα ο δάσκαλος που αγαπάει την ομάδα εκείνη που τη λένε Ηρακλής, θυμήθηκε ένα παίκτη τους που δεν τον γέννησε μάνα αλλά μπάλα, τον Βάσια που είχε έρθει από τη Ρωσία, εμένα δεν με ένοιαζε γιατί εγώ είμαι τριφύλλι σαν τον νονό μου, που δουλεύει μηχανικός στις κάτω χώρες, κάνουν τούνελ κάτω από τη θάλασσα που ξεπερνά τη στεριά, ζωγράφισα μάλιστα κι εγώ γέφυρες κάτω από ποτάμια, εκεί θα πάω όταν μεγαλώσω, και έτσι που κατεβαίναμε κι άλλα σκαλιά, γλίστρησε ο δάσκαλος, κι έσπασαν τα κόκκινα αβγά που είχε τυλιγμένα σε ένα τούλι με κορδελίτσα στην τσέπη του, κι όταν φτάσαμε στο Κουλέ Καφέ, του έδειξες ένα βυζαντινό λουτρό που σώζεται ως τις μέρες μας, εκείνος είπε πως δεν το είχε δει ως τότε, και με τη σειρά του μας έδειξε ένα ιστορικό σχολείο, κάποιου περίφημου Μάνιου, κι όταν σε λίγο αυτός έφυγε, εμείς βγήκαμε στην οδό Κασσάνδρου.

Εξω από ένα τζαμί, διάβασα στην πινακίδα την επιγραφή, Αλατζά ιμαρέτ, πολύχρωμο άσυλο δηλαδή για φτωχούς, και στην άλλη γωνία με έδειξες την Αίγλη, που ήταν κάποτε τούρκικο λουτρό, χαμάμ, μα τώρα το έκαναν ένα από τα πολλά κέντρα, δεν σεβόμαστε τα μνημεία, λες, και βγήκαμε στον Αϊ-Δημήτρη. Πέρσι που πήγαινα στη δευτέρα τάξη, είχαμε πάει στις κατακόμβες και είδαμε τον τάφο του αγίου, από όπου έβγαινε το μύρο, γι’ αυτό και τον λένε Μυροβλήτη. Μου λες για μια πυρκαγιά που έκαψε την πόλη και τον παλιό ναό, η φωτιά φούντωσε από ένα ξυλόσπιτο όπου μια γυναίκα τηγάνιζε μελιτζάνες… και τότε άρχισες να σφυρίζεις ένα σκοπό, έτσι είναι ο παππούς, λέει η μαμά, η κόρη του δηλαδή, ή θα σφυρίζει στις βόλτες ή θα σιγανοτραγουδάει, στα νιάτα του έπαιζε ακορντεόν, το ρεφρέν ήταν ολωνών, μα το κουπλέ το γέμιζε με στιχάκια δικά του, πάω κι εγώ στο Ωδείο και μαθαίνουμε αρμονία και νότες, σε λίγο φτάσαμε στη ρωμαϊκή αγορά, καλά που βρέθηκαν κι αυτά τα ερείπια, λες, θα έχτιζαν τα Δικαστήρια να μας πνίξουν τα τσιμέντα, να έκλειναν κι άλλο τον ορίζοντα, δες! απέναντι φαίνονται και οι κορφές του Ολύμπου, λάμπουν τα χιόνια στα βουνά, και κατηφορίζοντας σταθήκαμε στο άγαλμα του Βενιζέλου.

Προσπάθησα να δω κάνα πουλί στον σκούφο του, μα ως φαίνεται, κι αυτά κάνουν το κομμάτι τους μόνο όταν τους βλέπουν οι περαστικοί, είπες, σήμερα άδειοι μένουν οι δρόμοι, και πράγματι, όταν βγήκαμε στην Εγνατία, προχωρούσαμε σχεδόν μόνοι, και μπροστά στην Καμάρα διάβασα στην επιγραφή Αψίδα θριάμβου του Γαλερίου, αν και με το ένα μάτι δεμένο σήμερα είδες πιο πολλά από άλλες φορές, λες, ναι, με θάμπωνε ο ήλιος, μα θαύμαζα τις περικεφαλαίες και τις ασπίδες των πολεμιστών στα πλάγια στηρίγματα, από δω κάποτε περνούσε ένα τραμ, που το έσερναν άλογα. Αφήνοντας μια μεγάλη εκκλησία στο αριστερό μας χέρι, που όμως τη λένε Παναγία Δεξιά, βγήκαμε στα ανάκτορα του αυτοκράτορα αυτού του Γαλέριου, Αίθουσες, Θρόνοι, Λουτρά, Δεξαμενές, μα τώρα στα γκρεμισμένα εκείνα παλάτια τριγυρνούσαν αδέσποτα ζώα, κι όταν σε ρώτησα το Οκτάγωνο τι ήταν, εσύ άλλαξες σκοπό και μου είπες μια λέξη που δεν ξέρω, και γελώντας, τις βλέπεις πώς χουζουρεύουν πάνω στα καλοδιατηρημένα ακόμα δάπεδα οι γατοβασίλισσες;

Στο τέρμα είναι τα ερείπια του Ιππόδρομου, εδώ κι αν δεν έγιναν αγώνες μα και σφαγές, λες, και ευτυχώς μας φύσηξε μόλις βγήκαμε στη λεωφόρο της Νίκης το θαλασσινό αεράκι, γιατί είχαμε κουραστεί. Περπατούσαμε δίπλα στα κύματα, που πάνω τους κολυμπούσανε με τσαλιμάκια αμέτρητοι γλάροι, σε ένα καροτσάκι διάβασα, φτιάχνουμε ονόματα με σύρμα, ονόματα σε ρύζι, τι κατεβάζει ο νους του ανθρώπου για να βγάλει το ψωμί του, λες, κι εγώ με μια τάβλα περασμένη στον λαιμό, έκανα τον πλανόδιο πωλητή στο Καπάνι, και θυμήθηκες ένα τραγουδάκι με την αθάνατη εργατιά. Σταματήσαμε ακουμπώντας σε κάτι τετράγωνα σκούρα και πράσινα κάγκελα, και λες από εδώ είχε πέσει μια κοπέλα στη θάλασσα καθώς περιμέναμε στην ουρά για να πάμε με τα καραβάκια για μπάνιο στην Περαία, στο Μπαξέ τσιφλίκι, στην Αγιατριάδα, μοτοράκια τα λέγαμε, κι είχαν ονόματα γλυκά και ασυνήθιστα, Λευκή, Ελλήσποντος, Καμέλια, Ιουλία, μερικά δεν ταξίδευαν όταν έπιανε νοτιάς, κάποια ήταν σαν μεγάλες βάρκες χωρίς κουπιά, κι από τον Ναυτίλο που είχε γερές κουπαστές σκύβαμε και βλέπαμε τις γαλάζιες μέδουσες στην καθαρή, καθαρή θάλασσα…

Κι όταν μπήκαμε στο λιμάνι, είδα τις κόκκινες αποθήκες, το Τελωνείο στο βάθος από όπου τώρα ξεκινάνε τα επιβατικά πλοία, και κάτι κυματιστές ξύλινες ξαπλώστρες, αχ και να ‘παιρνα έναν υπνάκο πάνω σε μια απ’ αυτές που ήταν κοντά στον κυματοθραύστη, μα κάναμε μεταβολή, βγήκαμε απέναντι και είδα ένα γλυπτό με μια επτάφωτη λυχνία τυλιγμένη σε φλόγες, πώς γίνονται σαν τους προδότες κάποια ονόματα λες, να, από αυτήν την

πλατεία, άκου Πλατεία Ελευθερίας! Δες τι γράφει στη μαρμάρινη πλάκα: 50.000 Εβραίοι την άνοιξη του 1943 ξεριζώθηκαν από την πόλη και τους μετέφεραν με βαγόνια για ζώα στα στρατόπεδα του θανάτου. Αουσβιτς.

– Ταξί και φύγαμε, στις έξι μας περιμένει ο γιατρός για αλλαγή στο μάτι σου. Πότε κιόλας πέρασαν τόσες ώρες με την πασχαλιάτική μας περιδιάβαση;

- Post Down -

Comments are closed.