- Advertisement -

Στο πλαίσιο του αφιερώματος των «ΝΕΩΝ» για τον Διονύση Σαββόπουλο, συνθέτες, τραγουδοποιοί και ερμηνευτές θυμούνται στιγμές μαζί του.
Γιώργος Κουμεντάκης
συνθέτης, καλλιτεχνικός διευθυντής Εθνικής Λυρικής Σκηνής
«Σύνδεση με την (κάθε) εποχή»
Όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’60 κυκλοφόρησε το Φορτηγό ο δικός μου εσωστρεφής μουσικός κόσμος δεν ήταν σε θέση να συνειδητοποιήσει την επανάσταση που έφερνε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Η επαφή με τα τραγούδια του ήρθε λίγο αργότερα, μέσω των φίλων μου, και ήταν στην πραγματικότητα η επαφή μου με την εποχή και η σύνδεσή μου με το φιλικό μου περιβάλλον.
Περνώντας το κατώφλι του κόσμου που άνοιγε η μουσική του, ένιωθα με μεγάλη έκπληξη ότι η μουσική και ο λόγος του κατάφερναν να ενοποιήσουν το συναίσθημα όλων μας. Μέχρι τότε δεν είχα άλλο αντίστοιχο παράδειγμα που να κάνει πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους να συντονίζονται όλοι μαζί σε ένα παρόμοιο συναισθηματικό πεδίο.
Ο τρόπος που καθιστά τη μουσική και τον λόγο ως ένα αδιαίρετο σώμα στα τραγούδια του, ακόμα και σήμερα είναι νομίζω μοναδικός. ‘Οπως μοναδική για μένα υπήρξε πάντα η φωνή του. Είναι το ακατέργαστο μέταλλο, ο συνδυασμός του τροβαδούρου με τον ποιητή, ο τονισμός κάθε συλλαβής, οι λέξεις που κόβουν σαν μαχαίρια, που κάνουν τον Σαββόπουλο κάτι περισσότερο από έναν ερμηνευτή. Στα μάτια μου ήταν και παραμένει ένας μεγάλος παραμυθάς που τραγουδάει κάθε φορά μόνο για μένα, που γνωρίζει τις δικές μου σκέψεις και που απαντάει στα δικά μου ερωτήματα.
Τον γνώρισα και συνεργαστήκαμε πολλά χρόνια αργότερα όταν του ζητήσαμε να επιμεληθεί το μουσικό σενάριο για την τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, το 2004. Δούλεψε πολύ δημιουργικά μαζί με τη Λίνα Νικολακοπούλου χωρίς παρωπίδες και με ειλικρινή διάθεση συμπερίληψης όλων των μουσικών ειδών της ελληνικής μουσικής. Προσωπικά θυμάμαι τη στιγμή του αυτή με μεγάλη συγκίνηση και χαρά, έστω και αν ο ίδιος φάνηκε να αποστασιοποιείται σε μια συνέντευξη που έδωσε λίγο μετά.
Από τότε, βρεθήκαμε, μερικές φορές, σε κοινά τραπέζια και κατάλαβα ότι δεν θα διστάσει ποτέ να πει εκείνο που σκέφτεται, ακόμα και αν αυτό έρχεται σε αντίθεση με προηγούμενες δηλώσεις ή και πράξεις του. Ήταν πάντα ειλικρινής και αληθινός με τον εαυτό του. Αυτό που θα μου λείψει από τον Διονύση ήταν η μαγική του ικανότητα να ερμηνεύει κάθε εποχή με μεγάλη διορατικότητα, είτε μέσα από τη μουσική, είτε μέσα από την ποίησή του.
Κώστας Λειβαδάς
τραγουδοποιός
«Η ποιητική διάσταση στα “σπλάχνα” του τραγουδιού»
Έβαλε πολύ ψηλά τον πήχη για όλους και στο δεύτερο μισό του αιώνα είναι ο πατέρας των σύγχρονων τραγουδοποιών. Επίσης, δεν έχω γνωρίσει στη ζωή μου πιο προικισμένο από τη φύση ηθοποιό. Αναφέρομαι στις εκφραστικές του αφηγηματικές ικανότητες, αλλά και σε ένα στοιχείο μαγικό να αλλάζει ανάλογα με την αφήγησή του η ύλη του. Δηλαδή τον έχω δει στο σπίτι με τα γυαλιά να μιλάμε και ξαφνικά να λέει «θέλετε να σας διαβάσω κάτι;», να βγάζει τα γυαλιά και να είναι ένας άλλος. Δεν νομίζω ότι έχω ξαναδεί τέτοιον άνθρωπο σε αυτό που λένε οι ξένοι «transformation». Τέτοια φυσική ικανότητα, δηλαδή, στη μεταμόρφωση. Είναι κάτι που νομίζω ότι συνέβαλε πολύ στο να είναι ακαταμάχητος παραμυθάς και αφηγητής στη σκηνή ώστε όλοι να περιμένουν πώς και πώς, ας πούμε, τις πρόζες του. Έκανε πολύ τολμηρά πράγματα. Κάθε δεκαετία αφομοίωνε ό,τι τον ενδιέφερε και δημιουργούσε μια τελείως δική του ταυτότητα από όλα τα ρεύματα όλων των μουσικών, χωρίς φραγμούς και περιορισμούς, αλλά σε ένα πολύ έντεχνο, τελείως προσωπικό είδος. Ισχύει απόλυτα το ότι ήταν μια κατηγορία μόνος του. Στον στίχο του αλλά και σε συνδυασμό με το πώς έδενε με τη μουσική. Στα «σπλάχνα» του το δικό του τραγούδι είχε την ποιητική διάσταση. Όχι μόνο επειδή αγάπησε τους ποιητές και ο ίδιος ήταν ασύλληπτος στιχουργός, αλλά επειδή υπήρχε πάντα κι ένα μαγικό στοιχείο, αυτό το απροσδιόριστο, που ο καθένας το βρίσκει μέσα στον δρόμο ή γεννήθηκε με αυτό στην τέχνη του. Αυτό που δημιουργεί πάντα ένα υπόστρωμα ή έναν πολύ γερό πυρήνα επικοινωνίας με την ποιητική διάσταση. Άρα ακόμη και οι διασκευές του ή ακόμη και τα δάνειά του από την παραδοσιακή μουσική, πάνω στην οποία έφτιαχνε ο ίδιος μια καινούργια εκδοχή – ως ζητούμενο της εποχής του –, είχαν κάτι το μυστικιστικό και το ποιητικό. Ακόμη και το πιο χαρούμενο ή ανάλαφρο πράγμα που έκανε είναι εξαιρετικό. Μια από τις εικόνες που έχω πάντα μέσα μου είναι δύο βράδια που έχουμε περάσει πολλές ώρες στο σπίτι του, παίζοντας τραγούδια ή συζητώντας. Ακριβώς επειδή δεν ήταν και πολλά τα βράδια, έχουν καταγραφεί πολύτιμα μέσα μου. Τα θυμάμαι λεπτό προς λεπτό και κράτησαν μέσα μου τον πήχη του θαυμασμού ψηλά γιατί δεν πρόλαβε να φθαρεί. Υπάρχει όμως και μια ιστορία που θα με συνδέει για πάντα μαζί του: τα πρώτα Χριστούγεννα, λίγες μόνο μέρες μετά τον ξαφνικό και πρόωρο θάνατο του πατέρα μου, ηχογραφήσαμε το τραγούδι «Πάω να δω τ’ αστέρια».
Ο Σαββόπουλος – σχεδόν συνομήλικος του πατέρα μου – ήξερε για την ταραχή και το πένθος μου. Κι έτσι, όταν ήρθε στο στούντιο, με κάλεσε σ’ ένα δωματιάκι επεξεργασίας, λίγο πριν από την αίθουσα ηχογραφήσεων. Μιλήσαμε όπως δεν είχαμε μιλήσει ποτέ στο παρελθόν. Το βλέμμα του ήταν συννεφιασμένο. Μέσα στα βαθιά και πνευματικά που φτερούγιζαν εκείνη τη στιγμή στον αέρα, μου λέει ξαφνικά: «Ξέρετε, όταν φεύγει ένα από τα αιώνια πρόσωπα της ζωής μας, μαζί με την τραγωδία και την οδύνη, μας αφήνει παράλληλα κι ένα δώρο. Είναι σημαντικό να βρείτε ποιο είναι αυτό το μεγάλο δώρο – και να το νιώσετε». Ανατρίχιασα. Ισως γιατί κατάλαβα ακριβώς τι εννοούσε και ένιωσα να αναποδογυρίζω μέσα μου. Δεν έχω άλλα λόγια και σκέψεις· μόνο τη βεβαιότητα πως, ανάμεσα σε δώρα και τραγούδια, σε πένθος και τραύματα, είναι πολύτιμο να βρίσκουμε και να νιώθουμε, μέσα στη σιωπή, την τέχνη εντός μας. Στον ουρανό χιλιάδες πάνε πυροφάνι – κι εκείνη η τροχιά είχε ολοκληρώσει από χρόνια το αθάνατο έργο της, υψώνοντας τον πήχη πολύ ψηλά για όλους τους θαλασσοπόρους του τραγουδιού. Γλυκό και γαλήνιο ταξίδι στο φως.
Γιώργος Νταλάρας
ερμηνευτής
«Είχαμε ανάγκη από έναν δικό μας Ντίλαν»
Ποτέ μα ποτέ αυτό το «δεν έχω λόγια» των απλών ανθρώπων δεν μου φάνηκε τόσο αληθινό. Δεν έχω λόγια! Τι λόγια να έχω; Για τον άνθρωπο που σε όλη μας τη ζωή μίλησε – ναι, μας μίλησε – κυρίως για όλα τα φανερά και τα κρυφά. Για τα παιδιά, για τους μεγάλους, για την πατρίδα, για τον έρωτα, για τα τραγούδια. Σαν να τα παρακολουθούσε τα τραγούδια του τόπου μας. Σαν να τα ξαναζούσε μέσα από τις σκέψεις και τις ιδέες του. Ο Σαββόπουλος είχε το δικό του τσάμικο, τη δική του παράδοση, το δικό του ροκ. Το έλεγε και ο ίδιος, «είμαι ένας Ελληνας που κάνει ροκ τραγούδια». Για τον Σαββόπουλο το ροκ δεν ήταν διασκέδαση, ήταν έκφραση. Αφιερώθηκε στο έργο του απόλυτα. Εξέφρασε μέσα από τη μουσική και τα τραγούδια τον εαυτό του με περηφάνια αλλά χωρίς κανέναν ελιτισμό. Δεν ετεροπροσδιορίστηκε ποτέ και με θάρρος είπε τη γνώμη του και τις ανησυχίες του για τα κοινά αναλαμβάνοντας πλήρως το κόστος. Αυτή είναι μια γενναία στάση, ιδιαιτέρως για έναν άνθρωπο τόσο σπουδαίο που δεν διεκδίκησε ποτέ θέσεις και αξιώματα. Χρωστάμε πολλά στον Σαββόπουλο. Στη χώρα του Μάρκου Βαμβακάρη, του Βασίλη Τσιτσάνη, του Μίκη Θεοδωράκη, του Μάνου Χατζιδάκι, του Σταύρου Ξαρχάκου και τόσων άλλων σπουδαίων συνθετών είχαμε ανάγκη από έναν δικό μας Ντίλαν, στη δική μας γλώσσα. Και αυτός για μας είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος – για πάντα.
Ελευθερία Αρβανιτάκη
ερμηνεύτρια
«Δημιουργούσε έναν ολόκληρο κόσμο»
Τον γνώρισα με την Οπισθοδρομική Κομπανία. Είχε καλέσει μια ομάδα που περιφερόταν τότε στις ταβέρνες και έπαιζε ρεμπέτικα και τους κάλεσε να παίξουν μαζί του στο «Γιγανταιώρημα» το 1979. Εν τω μεταξύ, είχα γνωριστεί με τα παιδιά της Οπισθοδρομικής στις διακοπές μου στη Σκόπελο. Του είπαν: «Εχουμε βρει και μια κοπέλα να τραγουδάει μαζί μας». Παίξαμε σε μια ταβέρνα για να με ακούσει και, ως διά μαγείας, βρέθηκα δίπλα τους στη σκηνή. Χαμογέλασε και είπε: «Τι ωραία που τραγουδάει το κορίτσι, να είναι μαζί μας». Κι έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μας. Φυσικά εγώ τον ήξερα ήδη μέσα από τη μουσική του γιατί ήμουν φανατική οπαδός του. Τον έβλεπα στα live του. Έτσι τη μια χρονιά ήμουν θαμώνας και τον έβλεπα μαζί με τον Νίκο Παπάζογλου να τραγουδούν «Την εκδίκηση της γυφτιάς» και την επόμενη χρονιά ήμουν στο πλάι του και τραγουδούσα. Καταπληκτικό! Ήταν σαν παραμύθι.
Ο Διονύσης έγραφε και δημιουργούσε έναν ολόκληρο κόσμο. Έδινε συνεντεύξεις που ήταν μάθημα για όλους μας. Του είχα μεγάλη αδυναμία, ήταν ο ήρωάς μου και, χωρίς να το ξέρει, ο μέντοράς μου. Και μετά μου άνοιξε και την καρδιά στο «Κούρεμα». Ηταν ο μόνος καλλιτέχνης που έβαλε το κεφάλι του στον ντορβά. Πήγε κόντρα στα πάντα. Διαμαρτυρήθηκε μέσω της μουσικής του και των στίχων του για όλα. Ζήσαμε όλη εκείνη την επιθετικότητα της Αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ. Ζήσαμε μαζί τέσσερα χρόνια – και ως Οπισθοδρομική και ως Ελευθερία Αρβανιτάκη. Ηταν εκείνος που μου άνοιξε τον δρόμο της δισκογραφίας. Μέσα από το έργο του δημιούργησε έναν κοινό τόπο μιλώντας για όλα όσα μας αφορούσαν και μας έκαιγαν. Τα έβαλε μέσα σε ωραίες λέξεις και υπέροχη μουσική. Ανοιγε ολόκληρους κόσμους. Για εμένα και για τη γενιά μου, ο Διονύσης ήταν ένα λαμπερό σύμβολο. Μέσα από τη μουσική και κυρίως τον στίχο του. Όποιο τραγούδι κι αν πιάσεις, έχει μέσα όλη την Ελλάδα. Ένα τέτοιο είναι και το «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια».
Comments are closed.