- Advertisement -

Αναμνήσεις από τη «χρυσή εποχή» του ελληνικού σινεμά

1

- Advertisement -

Δεν χρειάζεται να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στην πραγματικότητα. Και η θέση που έχει πάρει ο κινηματογράφος στη ζωή των Nεοελλήνων, τόσο τις δεκαετίες που γυρίζονταν και παίζονταν για πρώτη φορά οι ταινίες του (εννοούμε τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70 με την πληθωρική παραγωγή τους) όσο και τις πολύ περισσότερες δεκαετίες που έχουν ακολουθήσει με την καταιγιστική επαναπροβολή τους στην τηλεόραση, δικαιολογείται να μιλάει κανείς για ένα φαινόμενο που προσφέρεται προς διερεύνηση από κοινωνική, ψυχολογική, αισθηματική και, γιατί όχι, και πνευματική σκοπιά όσον αφορά τα ενδιαφέροντα του «σημερινού» Ελληνα (η έννοια «σημερινός» σε μια διάρκεια εβδομήντα, τουλάχιστον, χρόνων).

Ακόμη και με την πρόθεση μιας δημοσκοπικής σφυγμομέτρησης και αν παρακολουθεί κανείς τα ποικίλα τηλεπαιχνίδια, θα μείνει κατάπληκτος με τον αριθμό των ερωτήσεων που είναι σχετικές, ή μάλλον υπαγορεύονται κατευθείαν από τις ταινίες. Ακόμη περισσότερο κατάπληκτος μάλιστα ακούγοντας τους ερωτώμενους ν’ αποκρίνονται χωρίς καμιά καθυστέρηση όχι πια για το ποια είναι η ιστορία ή το «θέμα» ακόμη και μιας ταινίας που δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστή, αλλά για συγκεκριμένες «ατάκες», χωρίς την παράλειψη ακόμη και ενός «και», όπως τις εκστόμισαν τόσο γνωστοί πρωταγωνιστές (Βασιλειάδου, Βλαχοπούλου, Ηλιόπουλος, Χατζηχρήστος) όσο και δευτεραγωνιστές ή τριταγωνιστές (Δούκας, Ταϋγέτη, Πλατής, Μεντής).

Μπορεί σε σχετικές ερωτήσεις η «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου ν’ αποδίδεται στον Ελύτη, η «Φοινικιά» του Παλαμά στον Σικελιανό, ή το νησί καταγωγής του Εμπειρίκου αντί της Ανδρου να είναι η Ρόδος, αλλά με ακρίβεια θ’ ακούσεις σε ποιαν άλλη ταινία, εκτός της ταινίας «Η αρχόντισσα και ο αλήτης», χρησιμοποίησε η Βουγιουκλάκη την περούκα που την είχε μεταμορφώσει σε αγόρι. Ας παρακάμψουμε ωστόσο μια «αγραμματοσύνη» που θα συνέχιζε να υπάρχει ακόμη κι αν ο κινηματογράφος δεν είχε μονοπωλήσει σε μεγάλο βαθμό τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα ενός απροσμέτρητου αριθμού ανθρώπων κι ας επικεντρωθούμε στο διάβασμα μαρτυριών που έχουν γραφεί από καλλιτέχνες που συνετέλεσαν αποφασιστικά στη δημιουργία μιας τέχνης καθοριστικής, όπως όλα δείχνουν, ακόμη και για το απώτατο μέλλον.

Μπέτυ Αρβανίτη

Ολοι μια παρέα στα γυρίσματα

Oταν θυµάµαι αυτή την εποχή του ’65, του ’75, του ’80, σκέφτοµαι πόσο πολύ συνδυασμένη ήταν µε τα νιάτα µας και µε την ξενοιασιά που τα συνόδευε, παρ’ όλους τους προβληματισμούς µας τότε. Αυτό, σε συνδυασμό µε τις ταινίες που γυρίζαμε, εμένα µου έχει αφήσει µια γεύση τρυφερότητας και συγκίνησης.

Προσωπικά συνήθως έκανα ταινίες κυρίως το καλοκαίρι. Συχνά σε κάποιο νησί. Συνεργείο και ηθοποιοί ήμαστε µια παρέα. Δουλεύαμε και παράλληλα ζούσαμε μαζί. Τότε δεν υπήρχαν «κινητά». Κι έτσι οι προσωπικές σχέσεις αναπτύσσονταν. Μετά τη δουλειά τρώγαμε, πίναμε και διασκεδάζαμε όλοι μαζί. Κάτι σαν οικογένεια, σαν σχολική εκδρομή. Ξέραμε ο καθένας τα προβλήματα του άλλου και όταν άρεσε στους τεχνικούς µια σκηνή, ήταν για µας κριτήριο για το πόσο καλή ή όχι ήταν. Η κρίση των τεχνικών πάντα έχει μεγάλη σημασία.

Υπήρχαν επίσης συναντήσεις σημαντικές. όπως είναι, για µένα, ο Βασίλης Γεωργιάδης, ο Γιώργος Αρβανίτης, ο Νίκος Καβουκίδης, η Αργυρώ Κουρουπού και τόσοι άλλοι σημαντικοί και αγαπημένοι. Παρόλ’ αυτά δεν πιστεύω ότι ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος, εκτός βεβαίως εξαιρέσεων, ήταν στο σύνολό του τόσο σημαντικός. Ισως είναι υπερτιμημένος. Πιστεύω ότι πολλές φορές ήταν κακά χωνεμένη µίµηση του Χόλιγουντ.

Οµως η µεγάλη προσφορά του παλιού ελληνικού κινηματογράφου ήταν οι σπουδαίοι, κυρίως άνδρες, κωµικοί. Από τον Λογοθετίδη και τον Ηλιόπουλο έως τον Κωνσταντίνου και τον Μουστάκα. Σπουδαίοι κωµικοί που σε τίποτα δεν υπολείπονται των σπουδαίων ξένων Γούντι Αλεν, Πίτερ Σέλερς κ.λπ. Αν ζούσαν στο Χόλιγουντ ίσως να ήταν και σπουδαιότεροί τους.

Πάντως η γεύση από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο είναι µια γλυκιά, ανθρώπινη αθωότητα συνδυασμένη µε τα νιάτα, κι αν κάποιες ταινίες – γιατί υπάρχουν κι αυτές οι εξαιρέσεις – ήταν σημαντικές, είχαν προκύψει από ορισμένους ιδιαίτερης ευαισθησίας και αισθητικής ανθρώπους του σινεμά, όπως ο Κούνδουρος, ο Κανελλόπουλος, ο Γεωργιάδης και βεβαίως ο Αγγελόπουλος στη συνέχεια.

Επειδή έτυχε όμως να δουλέψω και στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο, πιστεύω ότι ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος λειτούργησε ως σκαλοπάτι για αυτόν, είτε απορρίπτοντας είτε αποδεχόμενος την ύπαρξή του. Η προσφορά του δεν ήταν αμελητέα. Αποτυπώνει µια περίοδο ιστορίας και βέβαια εικόνες ζωής αυτής της περιόδου που είναι πολύτιμες µνήµες που χωρίς αυτόν δεν θα είχαν καταγραφεί έτσι ζωντανά. Αυτές οι εικόνες ζωής είναι ό,τι απομένει από μια ανεπανάληπτη εποχή, όπως είναι άλλωστε όλες οι εποχές.

Μάρω Κοντού

Μας πλησιάζουν νεαροί και μας θυμίζουν ατάκες μας

Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω την ερώτησή σας «τι έχει απομείνει από τη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου», που τη θεωρώ άλλωστε πολύ εύστοχη για κάθε τι που έχει πάψει μέσα στα χρόνια να διατηρεί την έκταση και την ακμή που είχε σε περασμένες δεκαετίες – και στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για πριν από πενήντα και εξήντα χρόνια –, είναι σαν να μη γνωρίζουμε πως σε σχέση πάντα με τον ελληνικό κινηματογράφο δεν μιλάμε για «απομεινάρια» μιας έστω χρυσής εποχής, αλλά για συνολική επιβίωσή του.

Δεν εννοώ τις εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που έχουν δει και συνεχίζουν να βλέπουν τις ελληνικές ταινίες των δεκαετιών 1950, 1960 και 1970, αλλά κυρίως το ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ξέρουν απ’ έξω και ανακατωτά τόσο τις υποθέσεις τους και τους συντελεστές τους όσο και συγκεκριμένες ατάκες, όχι μόνο των πρωταγωνιστών αλλά και των δευτεραγωνιστών και τριταγωνιστών, ώστε η μνεία τους να διευκολύνει την επαφή ακόμη και ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που συμβαίνει να είναι άγνωστοι μεταξύ τους. Είναι πάρα πολύ συγκινητικό να μας πλησιάζουν θεατές τους, και μάλιστα νεαρής ή και πολύ νεαρής ηλικίας, και να μας θυμίζουν ατάκες που εμείς οι ίδιοι που τις είχαμε πει και τις είχαμε ερμηνεύσει τις έχουμε ξεχάσει.

Βέβαια δεν είναι κάτι απίθανο αυτό που συμβαίνει, αντίθετα, είναι, θα έλεγε κανείς, κάτι πολύ φυσιολογικό, καθώς οι ταινίες αυτές αναπαριστούν στο σύνολό τους μια εποχή πιο ανθρώπινη, πιο ρομαντική, σε τελευταία ανάλυση πιο αθώα σε σχέση με τη σημερινή, με αποτέλεσμα να αποτελούν και ένα είδος καταφυγής ώστε να ξεχνάς, όσο τούτο είναι δυνατό, τη σκληρότητα που βιώνουμε στις μέρες μας. Και να σκεφτείς ότι δεν ήταν λίγοι οι ηθοποιοί που σνομπάρανε τα χρόνια εκείνα τον ελληνικό κινηματογράφο καθώς θεωρούσαν πως μόνο το θέατρο είναι υψηλή τέχνη. Αδιαφορώντας ακόμα και μην υπολογίζοντας πως πολύ σπουδαίοι θεατρικοί ηθοποιοί, όπως ο Δημήτρης Χορν, η Μαίρη Αρώνη, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, αλλά και άλλοι, όποτε τους προτάθηκε μια ταινία με ένα καλό σενάριο, συναινέσαν ώστε να έχουμε σήμερα αυτά τα γνωστά κινηματογραφικά υποκριτικά διαμάντια. Βέβαια δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά όταν συγγραφείς των σεναρίων ήταν δημιουργοί όπως ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Κώστας Πρετεντέρης, ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Ασημάκης Γιαλαμάς, ο Νίκος Τσιφόρος, ο Πολύβιος Βασιλειάδης, δημιουργοί ευφυέστατοι, με μια σπάνια αίσθηση του χιούμορ, ακαταπόνητοι, πραγματικά ευλογημένοι.

Με έναν πολύ ωραίο συναγωνισμό ανάμεσά τους που δεν γινόταν ποτέ ανταγωνισμός. Και με πολλούς από εμάς, τους νέους ηθοποιούς της εποχής, να έχουμε την τύχη να τους ακούμε, να τους ρουφάμε κυριολεκτικά, τις μεταμεσονύχτιες ώρες στα γνωστά στέκια, λημέρια να τα πω καλύτερα, της εποχής. Δίχως να πτοούμαστε, και να μένουμε μαζί τους ως τα ξημερώματα, παρά τα καθημερινά γυρίσματα, τις πρόβες και τις διπλές παραστάσεις. Αν μιλώ με αυτή την αγάπη και τη συγκίνηση, δεν είναι γιατί ο κινηματογράφος μάς έκανε γνωστούς ως την άλλη άκρη της Ελλάδας – και όχι μόνο – είναι γιατί μια εξέλιξη, όπως ήταν να τη φανταστεί ακόμη και ο πιο προβλεπτικός και ο πιο αισιόδοξος, διατηρεί ως ένα ζωηρό και ανακουφιστικό παρόν, ένα παρελθόν που, παρά την κοινωνική του καχεξία, τη φτώχεια και τα βάσανα, είχε ταυτόχρονα και πολύ ομορφιά αλλά και μια συγκινητικά εκδηλουμένη συχνά ανθρωπιά. Σκέφτομαι λοιπόν, με περισσή ενδεχομένως αισιοδοξία, γιατί όσον αφορά τον ελληνικό κινηματογράφο, που επιβιώνει ακμαίος εξήντα και εβδομήντα χρόνια μετά τη «χρυσή του», όπως τη χαρακτηρίσατε εποχή, να μην ισχύσει το ίδιο ακριβώς και μετά από εβδομήντα χρόνια από σήμερα;

Γιώργος Κωνσταντίνου

Ενα όνειρο που έγινε αληθινό

Ο,τι απέμεινε από εκείνη την εποχή της αθωότητας είναι οι αναμνήσεις. Οταν, παιδιά της τέχνης ακόμα εμείς, με άπειρο τρακ, ενθουσιασμό και ελπίδες, κυνηγούσαμε τα όνειρά μας. Και οι πιο τυχεροί είχαν αρχίσει να τα πραγματοποιούν. Κάποια στιγμή το κάρμα μας έφερε την αγαπημένη μου Μάρω Κοντού και εμένα πολύ κοντά και κάτω από την μπαγκέτα του χρυσού σκηνοθέτη Γιώργου Τζαβέλα πραγματοποιήσαμε ένα θαύμα. Για εμάς ήταν ένα θαύμα η ταινία «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα». Ηταν ένα όνειρο που ζωντάνεψε, που έγινε αληθινό.

Ο,τι απέμεινε λοιπόν δεν είναι απομεινάρι μιας εποχής. Η φθορά της ζωής μας, της ανθρωπότητας, στα χρόνια που ακολούθησαν έκανε τον καθένα να διασκεδάζει, έστω και απατηλά, βλέποντας εκείνες τις παλιές, αλλά όμορφες και νοσταλγικές ταινίες. Ο σημερινός άνθρωπος νοσταλγεί μιαν εποχή που δεν την έζησε. Τα πρόσωπα αυτής της ταινίας χαίρονταν με εκείνα τα λίγα που τους είχε χαρίσει ο Θεός, η τύχη, πέστε το όπως θέλετε.

Ο έρωτας για κείνους τους ανθρώπους ήταν σημαντικός, όχι γιατί ήταν ένας τρόπος για να γεμίσουν τον χρόνο τους, αλλά γιατί είχε πολλή ομορφιά, πολύ χτυποκάρδι. Ολα αυτά περιγράφονται σε εκείνες τις ταινίες. Το αθώο γέλιο, το συγκινητικό δράμα, το συναίσθημα, η ψυχή. Ηταν ο καθρέφτης της εποχής τους. Δεν θα πρέπει λοιπόν να αποκαλούμε «απομεινάρι» εκείνες τις χρυσές αναμνήσεις. Είναι μια ανακούφιση, μια άνωση ψυχής, ένα ευτυχισμένο μικρό ξέχασμα, μέσα σε αυτές τις ζοφερές εποχές που ζούμε, δεκαετίες.

Γιάννης Βογιατζής

Τα ήθη και τα έθιμα μιας ολόκληρης εποχής

Θα μπορούσαμε να πούμε με ασφάλεια τι έχει απομείνει από την εποχή που άκμασε ο ελληνικός κινηματογράφος, όπως όλοι τον γνωρίζουμε, αν ήμασταν σε θέση να έχουμε μια σχετικά πλήρη εικόνα των διεργασιών που γίνονται σήμερα στον χώρο αυτό. Ποιες είναι δηλαδή οι σκέψεις, οι προβληματισμοί, οι στόχοι των νέων δημιουργών όσον αφορά τον κινηματογράφο που φιλοδοξούν να υπηρετήσουν. Ξέρουμε όλοι μας πολύ καλά πως όσο σημαντικό και αν είναι κάτι που έχει γίνει, σε οποιονδήποτε χώρο και αν έχει σημειωθεί μια σχετική επιτυχία, είναι η συνέχεια που διασφαλίζει τη σημασία και το νόημα οποιασδήποτε προσπάθειας και οποιουδήποτε αποτελέσματος.

Μελετώντας τον κινηματογράφο των δεκαετιών του ’50, του ’60 και του ’70, που σ’ αυτόν αναφέρεστε, παρουσιάζει τούτο το παράδοξο: αν και δημιουργήθηκε μέσα σε συνθήκες που συχνά δεν αποσκοπούσαν σε κάτι ξεχωριστό, δηλαδή δεν διακρινόταν για μια συνειδητή πρόθεση να διεκδικήσει μια θέση σε έναν μέλλοντα χρόνο, πέραν μιας εύλογης διάρκειας, κατάφερε να αποτυπώσει σ’ έναν μεγάλο αριθμό ταινιών τα ήθη και τα έθιμα – τόσο κοινωνικού όσο και ιδιωτικού δικαίου – μιας ολόκληρης εποχής. Και μάλιστα, όχι μόνο με ακρίβεια, αλλά και με μια ποιητική διάθεση, διαφορετικά θα ήταν αδύνατον, ενώ έχουν αλλάξει σχεδόν τα πάντα τόσο στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων όσο και στις σχέσεις τους με την κοινωνία, οι ταινίες αυτές να συγκινούν, κυρίως μ’ έναν τρόπο όπως ακριβώς ένα μικρό παιδί που ακούει για πολλοστή φορά με απόλαυση το ίδιο παραμύθι.

Φαίνεται κάτι απίθανο να ζει κανείς σε μια εποχή, όπως η δική μας, στην οποία, αν μη τι άλλο, απολαμβάνουμε έστω και μια εικονική συχνά ευμάρεια και ελευθερία, και να νοσταλγούμε εποχές φτώχειας, ταλαιπωρίας, όπως αποδεικνύει η σχεδόν μανιακή παρακολούθηση των ταινιών των δεκαετιών που ήδη σημειώσαμε. Από νέους μάλιστα ανθρώπους που θα ήταν αδύνατον να στερηθούν μια ελευθερία, αν όχι απαγορευμένη, οπωσδήποτε κατακριτέα τόσο σε προσωπικό όσο και σε δημόσιο επίπεδο στην περιλάλητη τριακονταετία της ακμής του ελληνικού κινηματογράφου.

Και δεν νομίζω πως οφείλεται σε μια τάση που υπάρχει πάντα σε όλες τις εποχές, να εξιδανικεύεται καθετί που έχει γίνει παρελθόν μόνο και μόνο γιατί είναι κάτι που δεν υπάρχει πια. Κατά τη γνώμη μου, η επιβίωση αυτή αλλά και η νοσταλγία για εποχές που όσοι τις έζησαν, δεν θα ήθελαν να τις ξαναζήσουν, έστω κι αν αυτό θα σήμαινε πως θα αποκτούσαν ξανά τα νιάτα τους, οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στους συγγραφείς. Σακελλάριος, Πρετεντέρης, Γιαννακόπουλος, Τσιφόρος, Βασιλειάδης, Γιαλαμάς και πλείστοι όσοι άλλοι, καταγράφοντας με ένα λεξιλόγιο βατό και προσιτό στον καθένα μια φαινομενικά κανονική συμπεριφορά αλλά και μια συμπεριφορά σαν αδιευκρίνιστη ή παράλογη, γνώριζαν να τις συνδέουν με το κλίμα μιας γενικότερης νοοτροπίας που μέσα του συναντιούνταν και αναγνωρίζονταν άνθρωποι τελείως διαφορετικής κοινωνικής τάξεως, μορφωτικού επιπέδου, ακόμη ακόμη και ηλικίας και φιλοδοξιών.

Σε όλες ανεξαιρέτως τις ταινίες υπάρχει ένα πρόσωπο με το οποίο ο καθένας μπορούσε να ταυτιστεί ή ένα πρόσωπο στο οποίο κανείς δεν θα ήθελε να μοιάσει. Αυτή η δυνατότητα ταύτισης αλλά και μη ταύτισης δημιουργούσε μια προσωπική συναισθηματική σχέση, οποιοδήποτε κι αν ήταν το περιεχόμενο της ταινίας. Δεν χρησιμοποιώ τη λέξη «μήνυμα» γιατί μια ταινία ακόμα και με εξαιρετικά μηνύματα αποκτά συνήθως έναν βαρύγδουπο χαρακτήρα που δύσκολα θα μπορούσε να περιγράψει κανείς. Ενώ το περιεχόμενο, με το να προϋποθέτει πάντα μια συγκεκριμένη ιστορία που μπορείς να την αφηγηθείς, εγκαθιστά μια ταινία για πάντα μέσα σου.

Αννα Φόνσου

Ζητάω συγγνώμη από τον κινηματογράφο

Αγαπητοί μου αναγνώστες, αισθάνομαι την ανάγκη να ζητήσω συγγνώμη από τον κινηματογράφο.

Του τη ζητάω γιατί τον χρησιμοποίησα. Μη έχοντας υπόψη μου τότε την αξία του, με διευκόλυνε να παίρνω χρήματα και να τα δίνω στο θέατρο για να κάνω παραστάσεις. Και εκτός απ’ αυτό μέσω του κινηματογράφου με γνώρισαν και στη γειτονιά μου, την Καισαριανή.

Το έχω μετανιώσει όμως. Οπως έχω μετανιώσει και για πολλές ταινίες που δεν θα έπρεπε να είχα κάνει. Ωστόσο δεν θα ξεχάσω ποτέ τις συνεργασίες μου με μεγάλους σκηνοθέτες, όπως ο Καψάσκης, ο Σακελλάριος, ο Καραγιάννης, ο Λαζαρίδης, ο Θωμόπουλος, ο Φυλακτός. Είναι όμως και ορισμένες ταινίες για τις οποίες είμαι περήφανη, όπως «Οργή», «Δίψα για ζωή», «Πικρή ζωή», «Το αγοροκόριτσο», «Για όλα φταίν’ οι άντρες», «Η κόμισσα της φάμπρικας», «Περάστε την 1η του μηνός», «Ποιος Θανάσης», «Διακοπές στο Βιετνάμ», «Αύριο θα ξέρουμε».

Από αυτές τις ταινίες το μεγάλο δώρο που αποκόμισα είναι η συνύπαρξή μου με τους αναντικατάστατους κωμικούς, όπως ήταν ο Ηλιόπουλος, ο Χατζηχρήστος, ο Αυλωνίτης, ο Γκιωνάκης, ο Σταυρίδης, ο Παπαγιαννόπουλος, η Γιουλάκη, η Στυλιανοπούλου και τόσοι άλλοι. Οπως είμαι πολύ περήφανη για έναν μεγάλο φίλο που απέκτησα, τον Θανάση Βέγγο.

Θυμάμαι αυτό που μου είχε πει ο Φελίνι, τον οποίο γνώρισα τυχαία στη Ρώμη: «Στην Ελλάδα έχετε έναν μεγάλο ηθοποιό που λέγεται Θανάσης Βεγγός». Κι ο Θανάσης, όταν του το είπα, με ρώτησε τρομοκρατημένος: «Δεν φαντάζομαι να του έδωσες το τηλέφωνό μου;».

Επίσης έχω κάνει ταινίες με τους σημαντικότερους ζεν πρεμιέ, όπως ήταν ο Αλεξανδράκης, ο Κούρκουλος, ο Μπάρκουλης (που με έβγαλε και στον κινηματογράφο), ο Παπαμιχαήλ, ο Κακκαβάς, ο Γιαννακάς, ο Γεωργίτσης, και γενικώς με όλους τους ωραίους.

Βέβαια, οφείλω να πω πως τώρα που τις βλέπω με πιάνει μια νοσταλγία σχετικά με το πώς ήταν η Αθήνα τότε, λίγα αυτοκίνητα, κοινωνία πιο ανθρώπινη, ήθη και έθιμα, η δημοκρατία στο συρτάρι, οι ηθοποιοί που έπαιζαν με πάθος, αλήθεια και αφέλεια μαζί. Τι πίκρα όμως έχω που δεν υπάρχουν πια οι φίλοι μου. Ποιον να πρωτοθυμηθώ; Την Αλίκη, την Τζένη, τη Ζωή, τον Φωτόπουλο, τη Σαπφώ… Ωστόσο, επειδή υπήρξα φίλη του Βασίλη Ραφαηλίδη, έχω δει σαν θεατής πολύ κινηματογράφο, και συνεχίζω να βλέπω. Και δεν βλέπω ταινίες από την τηλεόραση.

Γεγονός είναι ότι θα ήθελα να δουλέψω με νέους σκηνοθέτες. Και βέβαια και με τον Λάνθιμο που τον θαυμάζω απεριόριστα. Ενα από τα όνειρά μου ήταν να δουλέψω με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, όμως όταν με «ανακάλυψε» ήταν πλέον αργά, είχε φύγει από τη ζωή.

Θέλω να πιστεύω πως ο κινηματογράφος θα ξανανθήσει, αν οι νέοι σκηνοθέτες αντιμετωπίσουν τα πράγματα πιο ρεαλιστικά ώστε να μην κάνουν κινηματογράφο για λίγους ή και για πάρα πολύ λίγους!

Εύχομαι λοιπόν ο κινηματογράφος να ανθήσει ξανά, να σηκωθούν οι άνθρωποι από τον καναπέ και να ξαναγεμίσουν οι αίθουσες. Αν με όσα έγραψα δεν έγινε απολύτως κατανοητό το τι πιστεύω πως έχει διασωθεί από τη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, είναι συχνά μαζί με τη νοσταλγία και μια πίκρα, για μας τουλάχιστον που τον υπηρετήσαμε, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο αντικειμενική μιας εποχής που συνοψίζεται σε τρεις το λιγότερο δεκαετίες.

- Post Down -

Comments are closed.