«Πολυεθνική» τείνει να γίνει η χωριάτικη σαλάτα που τρώνε οι Ελληνες, καθώς τα λαχανικά που τη συνθέτουν και αγοράζουν οι καταναλωτές σε αρκετές των περιπτώσεων είναι εισαγόμενα και όχι ελληνικά. Ντομάτες από την Πολωνία, την Τουρκία και την Ολλανδία, κρεμμύδια από την Ολλανδία, την Αυστρία και την Αίγυπτο, πιπεριές από το Ισραήλ είναι μόνο μερικά από τα λαχανικά που εισάγονται στην Ελλάδα κάθε χρόνο. Μάλιστα, η αύξηση των εισαγωγών, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, ήταν εντυπωσιακή, καθώς τον Σεπτέμβριο κατέγραψαν αύξηση της τάξης του 10,92% οι εισαγωγές φρούτων και λαχανικών, φθάνοντας τους 52.723 τόνους από τους 47.533 τόνους που εισήχθησαν τον αντίστοιχο μήνα πέρυσι, ενώ στο εννεάμηνο η αύξηση ήταν στο 4,63%. Αν και η υποκατάσταση των εισαγόμενων νωπών οπωροκηπευτικών από εγχωρίως παραγόμενα θα πρέπει να είναι στρατηγικός στόχος της χώρας μας, αυτό δεν έχει επιτευχθεί, με αποτέλεσμα να αυξάνονται συνεχώς οι εισαγωγές.
Σύμφωνα με τον Γιώργο Πολυχρονάκη, ειδικό σύμβουλο του Συνδέσμου Εξαγωγέων Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών Incofruit Hellas, η εισαγωγή νωπών φρούτων και λαχανικών «δείχνει συνεχή ανάπτυξη του ξένου ανταγωνισμού. Είναι ανησυχητικός ο δυναμισμός που παρατηρείται ακόμα και σε περιόδους που συμπίπτουν πλήρως με την ελληνική παραγωγή», αναφέρει.
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία επεξεργάστηκε ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών Incofruit Hellas, εκτιμάται ότι οι εισαγωγές συνεχίστηκαν με αυξημένους ρυθμούς το πρώτο εννεάμηνο του 2025, φτάνοντας συνολικά τους 577.245 τόνους, έναντι 551.699 τόνων το 2024, αυξημένες κατά 4,63% σε σχέση με πέρυσι. Ειδικότερα, το εννεάμηνο εισήχθησαν 196.941 τόνοι πατάτες, προερχόμενες κυρίως από την Αίγυπτο, την Κύπρο και τη Γαλλία, 10.108 τόνοι κρεμμύδια από 8.525 πέρυσι (αύξηση 18,57%), κυρίως από την Αυστρία, την Ολλανδία και την Αίγυπτο, καθώς και 14.301 τόνοι ντομάτες, με το 41% αυτών να προέρχεται από την Τουρκία και να ακολουθούν η Πολωνία και η Ολλανδία. Τις εισαγόμενες ποσότητες λαχανικών συμπληρώνουν 5.466 τόνοι πιπεριές, κυρίως από Ολλανδία, Ισραήλ και Τουρκία, 5.334 τόνοι μαρούλια, κυρίως από Ολλανδία, Αίγυπτο και Ισπανία, καθώς και 11.038 τόνοι μανιτάρια, με το 98% να προέρχεται από την Πολωνία.
Οσο για τα φρούτα, επίσης, το τραπέζι των Ελλήνων γεμίζουν είδη από όλον τον κόσμο, αφού 221.902 τόνοι μπανάνες έφτασαν στην Ελλάδα από τον Ισημερινό, την Κόστα Ρίκα και την Κολομβία, 12.026 τόνοι μήλων από Ιταλία, Πολωνία και Βόρεια Μακεδονία, 7.522 τόνοι αβοκάντο από Ολλανδία, Ισραήλ και Περού, 2.322 τόνοι ακτινίδια από Ιταλία, Χιλή, Ολλανδία, Ρουμανία και Βουλγαρία, ενώ 3.317 τόνοι πορτοκάλια ταξίδεψαν στην Ελλάδα από την Αίγυπτο, την Ιταλία και τη Νότια Αφρική και 578 τόνοι καρπούζια κυρίως από Γερμανία, Τσεχία και Ολλανδία.
Σταθερή η εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές
Η εικόνα της ελληνικής αγοράς δείχνει ότι ολοένα και περισσότερα βασικά τρόφιμα έρχονται από τρίτες χώρες, ακόμα και σε προϊόντα που παραδοσιακά καλύπτονταν από την εγχώρια παραγωγή. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Observatory for Fruit & Vegetables) η Ελλάδα παράγει περίπου το 80% των ετήσιων αναγκών της σε ντομάτες, όμως το υπόλοιπο 20% εισάγεται κυρίως από Τουρκία, Πολωνία και Ολλανδία. Αντίστοιχα, στα κρεμμύδια η αυτάρκεια είναι χαμηλότερη, ενώ στις πιπεριές και τα αγγούρια το ποσοστό εισαγωγών ξεπερνά κατά περιόδους το 40%, ιδίως τους χειμερινούς μήνες. Η εποχικότητα παίζει κρίσιμο ρόλο. Από τον Νοέμβριο έως τον Μάρτιο οι εισαγωγές αυξάνονται σημαντικά, καθώς οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες δεν επαρκούν και η εγχώρια προσφορά περιορίζεται. Η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει παράλληλα και περιπτώσεις επανεισαγωγής ελληνικών προϊόντων που είχαν εξαχθεί και επέστρεψαν μέσω ενδιάμεσων χωρών διακίνησης, όπως ακτινίδια που εμφανίζονται να εισάγονται από Ρουμανία ή Βουλγαρία. Οι εμπορικές αυτές διαδρομές δημιουργούν προβληματισμό ως προς την ιχνηλασιμότητα και τον έλεγχο της προέλευσης.
Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων έχει ζητήσει την εντατικοποίηση των ελέγχων σε διαμετακομιστικά φορτία νωπών προϊόντων και στις εισαγωγές μέσω μη τυποποιημένων συσκευασιών. Η πρακτική της «ελληνοποίησης» ξένων προϊόντων παραμένει αντικείμενο διερεύνησης και οι αρμόδιες υπηρεσίες επιδιώκουν πληρέστερη παρακολούθηση του εμπορίου μέσω ψηφιακών μητρώων. Παράλληλα, υπάρχουν φυτοϋγειονομικοί κίνδυνοι από εισαγόμενα προϊόντα, όπως η ασθένεια moria στις ακτινιδιές και η μαύρη κηλίδα στα εσπεριδοειδή, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά την εγχώρια παραγωγή.
Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Η Eurostat αναφέρει ότι οι εισαγωγές φρούτων και λαχανικών της ΕΕ από τρίτες χώρες ξεπέρασαν το 2024 τους 20 εκατ. τόνους. Οι μεγάλες διαφορές στο κόστος παραγωγής, στα εργασιακά πρότυπα και στους περιβαλλοντικούς κανόνες καθιστούν τα ευρωπαϊκά προϊόντα λιγότερο ανταγωνιστικά και ευνοούν την εισαγωγή πιο φθηνών προϊόντων από χώρες εκτός Ενωσης. Η τάση αυτή αντικατοπτρίζεται και στην Ελλάδα, όπου οι εισαγωγές αυξάνονται σε περιόδους κορύφωσης της εγχώριας παραγωγής, δημιουργώντας πίεση στις τιμές και στο αγροτικό εισόδημα. Η εξάρτηση της αγοράς από εισαγόμενα λαχανικά δεν αφορά μόνο τη σαλάτα αλλά και το σύνολο της αλυσίδας τροφίμων, επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, οι οποίοι ζητούν σταθερούς κανόνες ελέγχου και ίσους όρους ανταγωνισμού εντός της ΕΕ.