Το φάντασμα του… κομμουνισμού πάνω από τη Νέα Υόρκη – Θα γίνουμε Ουγκάντα

Ένας πρώην αντιπρόεδρος πέθανε, ένας νέος δήμαρχος έρχεται. Κι αν για τον πρώτο, τον Ντικ Τσένι, εκατομμύρια Νεοϋορκέζοι δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να «βάλουν τα κλάματα», στην – εξαιρετικά δύσκολη, με βάση τις δημοσκοπήσεις – περίπτωση που ο δεύτερος, ο Ζόραν Μαμντάνι, δεν καταφέρει τελικώς να εκλεγεί, θα κατεβάσουν πλερέζες.

Η εξήγηση είναι φαινομενικά απλή. Ο Τσένι έχει μείνει στην ιστορία ως ο πρωτεργάτης της εισβολής των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράν το 2003, εξαπατώντας τους συμπατριώτες του και όλο τον κόσμο με τη θεωρία της «πυρηνικής απειλής» και των «όπλων μαζικής καταστροφής». Με αρκετούς, μάλιστα, να θεωρούν πως το έκανε και για ίδιο συμφέρον, ως «πετρελαιάς», προκειμένου να βάλει χέρι στα πλούσια κοιτάσματα της χώρας.

Ο 34χρονος, γεννημένος στην Ουγκάντα και μουσουλμάνος στο θρήσκευμα Μαμντάνι, αντιθέτως, με τις θέσεις που έχει διατυπώσει, αντιπροσωπεύει την ελπίδα πολλών για μια – κάπως έστω – καλύτερη ζωή. Εκφράζοντας, παράλληλα, μια νέα γενιά πολιτικών και μια τάση ανανέωσης τόσο εντός των Δημοκρατικών, οι οποίοι είναι βυθισμένοι στην κρίση όσο και συνολικά του πολιτικού σκηνικού.

Ο «σοσιαλδημοκράτης» Μαμντάνι

Να είμαστε ξεκάθαροι, βεβαίως: Οι προτάσεις που περιλαμβάνει το πολιτικό πρόγραμμα του Μαμντάνι δεν είναι ακριβώς ριζοσπαστικές και, πολύ περισσότερο, δεν είναι επαναστατικές. Αν μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε με την πολιτική γλώσσα της Ευρώπης, θα λέγαμε πως είναι τυπικά σοσιαλδημοκρατικές.

Αφορούν, άλλωστε, στοιχειώδη μέτωπα της καθημερινότητας και θα έπρεπε η υλοποίησή τους να είναι αυτονόητη: Πάγωμα των ενοικίων για τους ασθενέστερους, μεταφορά δωρεάν ή με πολύ μικρό κόστος με τα δημόσια Μέσα, πιο αποτελεσματική καταπολέμηση της ακρίβειας και άλλα παρόμοια. Η δε υλοποίησή τους δεν κοστίζει κάποιο τρελό ποσό. Μόλις 7 δισ. δολάρια, που θεωρητικά είναι αμελητέο ποσό για μια πόλη με προϋπολογισμό ο οποίος, για το οικονομικό έτος 2026, αναμένεται ότι θα ξεπεράσει τα 250 δισ.

Αυτά, όμως, είναι «ψιλά γράμματα» για τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος βλέπει στο πρόσωπο του Μαμντάνι ένα «παίκτη» που ξεπερνά τα όρια ενός προϋπολογισμού. Βλέπει – και δικαίως, σε μεγάλο βαθμό – ένα πολιτικό ο οποίος, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να οδηγήσει στην αναγέννηση των Δημοκρατικών, έστω κι αν ο ίδιος τελικώς δεν καταφέρει να πάρει τα ηνία τους (άλλωστε, το κατεστημένο τους τον έχει πολεμήσει λυσσωδώς).

Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος που, κατά μεγάλη πιθανότητα, θα είναι ο νέος δήμαρχος της μεγαλούπολης των 8,5 εκατ. κατοίκων, έχει εκείνα τα στοιχεία που τον καθιστούν πολιτικά απειλητικό για τον ένοικο του Λευκού Οίκου. Και γι’ αυτό, ο Τραμπ αποφάσισε να τον πολεμήσει, με τον τρόπο που ξέρει καλύτερα από τον καθένα.

Έρχονται οι «κόκκινοι»!

Αφενός, χαρακτηρίζοντάς τον ως «κομμουνιστή» (όπως έκανε και με τους φοιτητές και καθηγητές μιας σειράς πανεπιστημίων που τόλμησαν να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στην Παλαιστίνη), με την ελπίδα να χτυπήσει το αδύναμο σημείο τόσο του «βαθέος κράτους», που ποτέ δεν αποτίναξε την παράδοση του μακαρθισμού όσο και του αμερικανικού κεφαλαίου, που ενδεχομένως θα φοβηθεί πως έρχονται οι «κόκκινοι» για να του πάρουν όσα έχει.

Αφετέρου, απειλώντας ότι σε περίπτωση εκλογής του, θα διακόψει κάθε ομοσπονδιακή επιχορήγηση προς τη Νέα Υόρκη και θα την οδηγήσει σε οικονομική ασφυξία. Κι αυτό, ενώ παράλληλα δεν αποκλείεται και να κηρύξει τον… στρατιωτικό νόμο, διατάσσοντας την προληπτική κατάληψή της από την Εθνοφρουρά. Έτσι ώστε, το «Μεγάλο Μήλο» να μην καταντήσει μια νέα… Ουγκάντα, στην οποία δεν θα μπορεί να ευδοκιμεί το αμερικάνικο όνειρο.

Θα πιάσουν, άραγε, τόπο η κινδυνολογία και οι απειλές του Τραμπ; Σε μερικές ώρες θα γνωρίζουμε την απάντηση. Το σίγουρο, σε κάθε περίπτωση, είναι πως στις ΗΠΑ κλιμακώνεται μια μεγάλη εσωτερική αντιπαράθεση, που εκδηλώνεται σε όλα τα επίπεδα, με διαφορετικές μορφές. Η έκβασή της δεν αφορά μόνο τη συγκεκριμένη χώρα, αλλά ολόκληρο τον κόσμο.

Πρόκειται, άλλωστε, για τη μοναδική σήμερα παγκόσμια υπερδύναμη, που έχει απλώσει τα πλοκάμια της, τα δολάριά της, τον πολιτισμό της και τα όπλα της παντού.