Ποια είναι η σημαντική διαφορά που έχει η Ρωσία με το Ισραήλ, τη Χαμάς και το Ιράν, την οποία γνωρίζει καλά ο πρόεδρος των ΗΠΑ. Τι διακρίνει τον Τραμπ από τον Μπάιντεν, το οποίο έχει συνειδητοποιήσει πλήρως ο Πούτιν.
Θα μπορούσαμε, άραγε, να φανταστούμε τον Ντόναλντ Τραμπ να ανεβαίνει στο βήμα της ρωσικής Δούμας και να απευθύνεται στα μέλη της, έχοντας στο πλευρό του τον Βλαντίμιρ Πούτιν; Και μάλιστα, να αποθεώνεται με χειροκροτήματα και επευφημίες διαρκείας, όπως συνέβη αυτή την εβδομάδα στην ισραηλινή Κνεσέτ, παρόντος του Μπένιαμιν Νετανιάχου;
Η αλήθεια είναι πως ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών καταφέρει να βάλει ένα τέλος (έστω και προσωρινό) στον πόλεμο της Ουκρανίας, ο οποίος μαίνεται εδώ και 44 σχεδόν μήνες, μια τέτοια εικόνα μάλλον εντάσσεται στη σφαίρα της πολιτικής και δημοσιογραφικής… φαντασίας! Ακόμη και για τον Τραμπ, ο οποίος έχει αποδείξει επανειλημμένως σε όλο τον κόσμο πως δεν είναι Μπάιντεν και ότι τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται απίθανο.
Ο βασικός λόγος γι’ αυτό είναι ότι η Ρωσία δεν είναι ούτε Χαμάς, ούτε Χεζμπολάχ, ούτε Άσαντ, ούτε Χούθι, ούτε καν Ιράν. Είναι μια χώρα η οποία, αν και σαφώς λιγότερο ισχυρή και ανεπτυγμένη, είναι σε θέση να κοιτάξει στα μάτια τις ΗΠΑ – κυρίως, λόγω του τρομακτικού πυρηνικού οπλοστασίου που διαθέτει.
Ούτε ο πρόεδρός της, όμως, μπορεί να συγκριθεί με τον πρωθυπουργό του Ισραήλ. Κι αυτό είναι κάτι που σημαίνει, πρακτικά, ότι εάν ο Τραμπ δεν είχε πρόβλημα να «τραβήξει το αυτί» του Μπίμπι, όταν θεώρησε πως έπρεπε να το κάνει για να πετύχει τον στόχο του, με τον Βλαδίμηρο δεν θα τολμούσε να το κάνει.
Ο τελευταίος, άλλωστε, έχει αποδείξει πως δεν διστάζει να γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων του τον Αμερικανό πρόεδρο, όταν κρίνει πως είναι προς το συμφέρον του. Και το έκανε ήδη, έστω και αν δημοσίως συνέχισε να τηρεί χαμηλούς τόνους, αφήνοντας άλλους (όπως τον Μεντβέντεφ) να εκτοξεύουν συγκαλυμμένες απειλές.
Από τα ψηλά στα χαμηλά
Πάρτε για παράδειγμα όσα έχουν συμβεί τους τελευταίους δύο μήνες, μετά από το τετ-α-τετ των δύο προέδρων στην Αλάσκα, στις 15 Αυγούστου. Όταν, όπως όλοι ενδεχομένως θα θυμούνται, οι βαθυστόχαστες αναλύσεις και τα πηχυαία πρωτοσέλιδα έκαναν λόγο για ιστορική συνάντηση και για λιώσιμο των πάγων μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας. Κι όχι μόνο γι’ αυτά, αλλά και για «άδειασμα» της Ευρώπης και προδοσία σε βάρος του Κιέβου από τον Τραμπ.
Δεν έλειψαν, μάλιστα, σενάρια για την επικείμενη – εντός λίγων ημερών ή, έστω, εβδομάδων – τριμερή συνάντηση με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, η οποία δήθεν θα σηματοδοτούσε το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία και την αρχή του τέλους της απομόνωσης της Ρωσίας από τη Δύση.
Πού βρισκόμαστε σήμερα, αντ’ αυτού; Μέχρι πριν μερικές ώρες, οι πληροφορίες και οι δηλώσεις ενόψει της σημερινής επίσκεψης του Ουκρανού προέδρου στον Λευκό Οίκο οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι οι εξελίξεις κινούνται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Κι αυτό διότι ο Πούτιν δεν δίστασε να αγνοήσει τον Τραμπ, τα τελεσίγραφα, τις απειλές και τις υποσχέσεις του, συνεχίζοντας να βαδίζει στον δρόμο του πολέμου τον οποίο έχει χαράξει, εκτιμώντας πως αργά ή γρήγορα θα βγει νικητής.
«Θέλουν να περάσουν στην επίθεση. Θα πάρω μια απόφαση σχετικά με αυτό», έλεγε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος των ΗΠΑ στους δημοσιογράφους, λίγο πριν υποδεχθεί τον Ζελένσκι, «φωτογραφίζοντας» το αίτημα του τελευταίου για προμήθεια πυραύλων ακριβείας και μεγάλου βεληνεκούς Τόμαχοκ, οι οποίοι είναι σε θέση να πλήξουν με ακρίβεια σημαντικούς στόχους βαθιά στο έδαφος της Ρωσίας. Ταυτόχρονα, επανέλαβε ότι νιώθει εξαιρετικά απογοητευμένος από τον Πούτιν, που θεωρούσε «φίλο».
«Εάν δεν ανοίξει σύντομα ο δρόμος προς την ειρήνη, τότε οι ΗΠΑ, μαζί με τους συμμάχους μας, θα πάρουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να υπάρξει κόστος για τη Ρωσία εξαιτίας της συνεχιζόμενης επιθετικότητάς της», συμπλήρωσε και ο Πιτ Χέγκσεθ, ο οποίος τείνει να γίνει ο απαραίτητος «μαϊντανός» στις εκρηκτικές εμφανίσεις του προέδρου του.
Νέα ανατροπή δεδομένων
Ξαφνικά, όμως, τα δεδομένα άλλαξαν εκ νέου, αφήνοντας εκ νέου Ευρωπαίους και Ζελένσκι στα… κρύα του λουτρού. Κι αυτό διότι η (εκτός προγραμματισμού) τηλεφωνική συνομιλία του Τραμπ με τον Πούτιν, που διήρκεσε δυόμιση ώρες και ήταν η όγδοη από τις αρχές του έτους, άνοιξε τον δρόμο για μια νέα δια ζώσης συνάντηση ανάμεσα στους δύο, πιθανότατα στην Βουδαπέστη – πρωτεύουσα μιας χώρας η οποία μπορεί μεν να είναι μέλος του ΝΑΤΟ, ταυτόχρονα όμως έχει ένα ηγέτη που πρόσκειται ιδιαιτέρως φιλικά στο Κρεμλίνο.
Τι σημαίνουν, άραγε, όλα τα παραπάνω; Μήπως ότι τη συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Μέση Ανατολή θα ακολουθήσει σύντομα μια αντίστοιχη και για την Ουκρανία; Ή, αντιθέτως, ότι ο Τραμπ θα ανακαλύψει πως ο Πούτιν τον δουλεύει ψιλό γαζί και θα απαντήσει στην «προσβολή», κλιμακώνοντας τον πόλεμο; Αναγκάζοντας, έτσι, και τους Ευρωπαίους να επιταχύνουν τις δικές τους προετοιμασίες, ώστε να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν την «ρώσικη αρκούδα»;
Ας μην βιαστούμε ούτε αυτή τη φορά να βγάλουμε συμπεράσματα. Πολύ περισσότερο πριν μάθουμε τι θα γίνει αφότου ο Ζελένσκι διαβεί την πόρτα του Λευκού Οίκου και, το κυριότερο, ποιο μήνυμα θα στείλουν οι πρόεδροι ΗΠΑ και Ρωσίας μετά τη συνάντησή τους, εφόσον και όταν αυτή πραγματοποιηθεί.
«Το πνεύμα της Αλάσκα δεν έχει πεθάνει», διεμήνυσε με νόημα και προτού καν οι δύο πρόεδροι σηκώσουν το τηλέφωνο, η αλεπού της ρωσικής διπλωματίας, ο πολύπειρος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, συντηρώντας τις ελπίδες για τέλος του πολέμου. Μόνο που ούτε και ο ίδιος γνωρίζει εάν θα αποδειχθεί αρκετά μεγάλη η γοητεία της Βουδαπέστης για να οδηγήσει τους προέδρους ΗΠΑ και Ρωσίας σε μια κοινά αποδεκτή συμφωνία.
Αλλά και ο Τραμπ δεν είναι Μπάιντεν…
Το μόνο σίγουρο είναι ότι όπως ο Τραμπ γνωρίζει πως δεν μπορεί να ακολουθήσει την τακτική που εφάρμοσε απέναντι στο Ισραήλ και τον Νετανιάχου, έτσι και το αφεντικό του Κρεμλίνου έχει καταλάβει ότι απέναντί του δεν έχει τον Μπάιντεν.
Έχει, αντιθέτως, έναν συνομιλητή ο οποίος έχει αποδείξει πως ουδόλως ενδιαφέρεται για το «σαβουάρ-βιβρ», δεν διστάζει να καταρρίπτει τα στερεότυπα της διεθνούς διπλωματίας, ενώ μιλά με τη γλώσσα της δύναμης, τόσο των όπλων όσο και του χρήματος. Πρακτικά, με άλλα λόγια, είναι απρόβλεπτος και οι αντιδράσεις του δεν μπορούν να «ταξινομηθούν» με βάση τα γνωστά πρότυπα που έχει ο Πούτιν.
Όσο και αν, λοιπόν, οι σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας – των δύο πιο ισχυρών πυρηνικών δυνάμεων του πλανήτη, με την καθεμία να έχει τη δυνατότητα να ισοπεδώσει πολλές φορές την άλλη – καθορίζονται από παράγοντες που υπερβαίνουν την προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία των προέδρων τους (όπως συμβαίνει και με τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας), θα ήταν λάθος κανείς να υποτιμήσει αυτή την πλευρά.
Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, άλλωστε, ίσως ένα «λάθος» αποδειχθεί αρκετό για να οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου τραγωδία…