Μια κινητή λωρίδα γης ανάμεσα στο Περού, την Κολομβία και τη Βραζιλία γίνεται πεδίο πολιτικής έντασης, καθώς ο ποταμός, που τη δημιούργησε, απειλεί να τη σβήσει.
Στην καρδιά της λεκάνης του Αμαζονίου, εκεί όπου συναντώνται τα σύνορα και οι κουλτούρες του Περού, της Κολομβίας και της Βραζιλίας, ένα μικροσκοπικό νησί, που αλλάζει σχήμα έχει μετατραπεί σε επίκεντρο μιας διπλωματικής αντιπαράθεσης, που κρατά δεκαετίες. Το νησί Σάντα Ρόσα, γεννημένο από τη ροή του ίδιου του Αμαζονίου, δεν είναι φτιαγμένο από σταθερή γη· η μορφή και το μέγεθός του μεταβάλλονται χρόνο με τον χρόνο, καθώς ο ποταμός ανοίγει νέα κανάλια και «καταπίνει» παλιές όχθες.
Η Σάντα Ρόσα κατοικείται επίσημα από τη δεκαετία του ’70 και σήμερα φιλοξενεί γύρω στις 3.000 ψυχές. Οι κάτοικοι μαθαίνουν να ζουν με έναν τόπο, που ποτέ δεν είναι ίδιος. Τους μήνες της ξηρασίας περπατούν πάνω σε αμμολωρίδες, που αναδύονται, ενώ την περίοδο των βροχών οι δρόμοι μετατρέπονται σε κανάλια και τα κανό αντικαθιστούν τα πόδια.
Όμως, τα τελευταία χρόνια, η κλιματική κρίση έχει διαταράξει αυτή την εύθραυστη ισορροπία. Οι ξηρασίες του 2023 και του 2024 κατέβασαν τη στάθμη του Αμαζονίου σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, αφήνοντας κοινότητες απομονωμένες και δυσκολεύοντας τη μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών. «Πάντα ζούσαμε με τις ανόδους και τις πτώσεις του νερού,» λέει η Γκλάντις Χάρι Λεΐβα, ιδιοκτήτρια μικρού ξενοδοχείου στο νησί. «Αλλά τώρα τίποτα δεν είναι προβλέψιμο. Οι πλημμύρες έρχονται απρόβλεπτα και η ζέστη γίνεται ανυπόφορη.»
Η φυσική ρευστότητα του νησιού είναι και η ρίζα της πολιτικής του αβεβαιότητας. Το Σάντα Ρόσα βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την κολομβιανή πόλη Λετίσια, στο σημείο, όπου ο ποταμός σχηματίζει τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών. Σύμφωνα με τη Συνθήκη Σαλομόν – Λοθάνο του 1922, η γραμμή των συνόρων έπρεπε να ακολουθεί το βαθύτερο πλωτό κανάλι του ποταμού. Ωστόσο, ο Αμαζόνιος ποτέ δεν υπάκουσε σε συμβατικούς χάρτες. Με τα χρόνια, η μετατόπιση της κοίτης δημιούργησε νέα νησιά και μετέβαλε τα όρια, αφήνοντας εδαφικές «γκρίζες ζώνες», όπως η Σάντα Ρόσα.
Το Περού υποστηρίζει ότι το νησί αποτελεί συνέχεια της νήσου Χινερία, που ανήκε στην επικράτειά του βάσει της συνθήκης, και μάλιστα το 2025 το ανακήρυξε νέο διοικητικό διαμέρισμα, προκειμένου να ενισχύσει την «περουβιανή κυριαρχία». Ο τότε Πρόεδρος Ντίνα Μπολουάρτε είχε δηλώσει: «Η Σάντα Ρόσα είναι και θα παραμείνει περουβιανή».
Η Κολομβία, από την άλλη, θεωρεί ότι το νησί δεν υπήρχε, όταν υπογράφτηκε η συμφωνία του 1922 κι επομένως δεν μπορεί να καλύπτεται από αυτή. Ο Πρόεδρος Γκουστάβο Πέτρο έχει κατηγορήσει τη Λίμα ότι «οικειοποιείται» κολομβιακό έδαφος.
Πίσω, όμως, από τα επίσημα ανακοινωθέντα, οι κάτοικοι της Σάντα Ρόσα ζουν με την καθημερινότητα του ποταμού. Το νησί έχει βελτιώσει ελαφρώς τις υποδομές του — ηλεκτρικό ρεύμα όλο το 24ωρο και ανάπτυξη τουρισμού — αλλά παραμένει απομονωμένο: χωρίς αποχετεύσεις, με περιορισμένη πρόσβαση σε πόσιμο νερό και ελλιπή ιατρική περίθαλψη. Κι όμως, πολλοί το θεωρούν παράδεισο. Στην αγορά κυκλοφορούν ταυτόχρονα περουβιανά σολ, κολομβιανά πέσος και βραζιλιάνικα ρεάλ, ενώ οι γλώσσες και τα έθιμα μπλέκονται σε μια μικρή πολυεθνική κοινωνία.
«Εδώ όλα κυλούν ήρεμα,» λέει η Λεΐβα. «Ανταλλάσσουμε πολιτισμούς, νομίσματα, δουλειές. Το μόνο, που δεν σταματά ποτέ να αλλάζει, είναι ο ποταμός».
Κι ενώ η ζωή συνεχίζεται, τα νερά του Αμαζονίου σμιλεύουν καθημερινά τις όχθες της Σάντα Ρόσα, υπενθυμίζοντας στους κατοίκους ότι τίποτα δεν είναι μόνιμο — ούτε τα σύνορα, ούτε η ίδια η γη κάτω από τα πόδια τους.