Μιλώντας πριν από μια επταετία στο περιοδικό “Entertainment Weekly” με αφορμή την προτελευταία (όπως αποδείχθηκε) κινηματογραφική εμφάνισή του, «Ο κύριος και το όπλο», ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, που έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών, είχε δηλώσει ότι μετά από 60 χρόνια καριέρας στο θέατρο, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, είχε φτάσει πια ο καιρός, λίγο πριν από τα 82 του, να πει το τελευταίο «αντίο» στην υποκριτική. Να κρεμάσει τα όπλα του.
«Ολα τα καλά έχουν κάποια στιγμή ένα τέλος» είχε χαρακτηριστικά πει. Παρότι από τότε έκανε δύο ακόμα εμφανίσεις, στην ταινία «Εκδικητές: Η τελευταία πράξη» και ένα πέρασμα από τη σειρά “Dark winds”, μπορείς να πεις ότι ουσιαστικά είχε τηρήσει την «υπόσχεσή» του. Γιατί ενώ στην ίδια συνέντευξη είχε παραδεχθεί «ότι στη ζωή δεν πρέπει ποτέ να λες ποτέ», είχε επίσης παραδεχτεί ότι «η υποκριτική έχει τελειώσει μέσα μου».
Στον «Κύριο και το όπλο», που βασίζεται σε αληθινή ιστορία, ο Ρέντφορντ υποδύεται τον θρυλικό ληστή τραπεζών Φόρεστ Τάκερ ο οποίος πέθανε το 2004 σε ηλικία 83 ετών έχοντας περάσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής του σε φυλακή του Τέξας, όπου καταδικάστηκε για τελευταία φορά το 2000 για ένοπλη ληστεία. Και να που λίγα χρόνια αργότερα ένας άλλος θρύλος, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, θα έλεγε με αυτόν τον ρόλο το ουσιαστικό αντίο του στην υποκριτική.
Χρυσό άγγιγμα
Η ιστορία του Ρόμπερτ Ρέντφορντ αποδεικνύει περίτρανα ότι ανέκαθεν ήταν ένας πολύ ανήσυχος καλλιτέχνης, αλλά και χρυσοχέρης, καθότι είχε υπάρξει επιτυχημένος σε όλους τους τομείς που τον είχαν απασχολήσει. Ως ηθοποιός υπήρξε ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς σταρ της δεκαετίας του 1960, του 1970, του 1980 αλλά και του 1990 παίζοντας ρόλους σε ταινίες που έμειναν στην Ιστορία: «Οι δύο ληστές», «Ξυπόλητοι στο πάρκο», «Ολοι οι άνθρωποι του Προέδρου», «Το κεντρί» (για το οποίο προτάθηκε για μία και μοναδική φορά στην κατηγορία Οσκαρ Α ρόλου), «Οι τρεις μέρες του Κόνδορα», «Ο καλύτερος», «Πέρα από την Αφρική» και αργότερα «Αβάνα», «Ανήθικη πρόταση», «Παιχνίδια κατασκόπων». Ταινίες όλες τους που αγαπήθηκαν και συνέβαλαν στην καταξίωση και εκτίμησή του.
Βέρος Καλιφορνέζος, ο Τσαρλς Ρόμπερτ Ρέντφορντ γεννήθηκε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας και ήταν γιος λογιστή. Αρχισε να παίζει στο σινεμά από τότε που ήταν 21 ετών· μάλιστα, σε ένα φλας μπακ του «Κυρίου με το όπλο», όπου έπρεπε να φαίνεται νεότερος, τον βλέπουμε σε μια σκηνή της «Καταδίωξης», μιας από τις πρώτες ταινίες του όπου υποδύεται έναν φυγάδα δίπλα στον Μάρλον Μπράντο και την Τζέιν Φόντα.
Ωστόσο, η υποκριτική άργησε να μπει στη ζωή του. Ως παιδί ήταν ατίθασος και έχασε την υποτροφία του για το μπέιζμπολ στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο λόγω μέθης. Στο λύκειο όμως είχε επιδείξει μια συγκεκριμένη κλίση ως γελοιογράφος, και αυτό συνέβαλε στην απόφασή του να σπουδάσει σοβαρά εικαστικά. Εν συνεχεία απόλαυσε ένα ταξίδι ενός έτους ταξιδεύοντας σε όλη την Ευρώπη, κάνοντας οτοστόπ, μένοντας σε ξενώνες νεότητας και γενικά ζώντας τη ζωή του ζωγράφου.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960 η επιτυχία της ταινίας «Ξυπόλητοι στο πάρκο», η δεύτερη από τις τέσσερις συνολικά συνεργασίες του με την Τζέιν Φόντα (ακολούθησε ο «Ηλεκτρικός καβαλάρης» και η τηλεοπτική σειρά «Οι ψυχές μας τη νύχτα»), τον βοήθησε να κερδίσει μια θέση ανάμεσα στους πολλά υποσχόμενους ηθοποιούς της εποχής. Μερικά χρόνια αργότερα, παίζοντας δίπλα στον Πολ Νιούμαν στους «Δύο ληστές», η αξία του φάνηκε και με το παραπάνω (παρότι το στούντιο παραγωγής της ταινίας δεν τον ήθελε για τον ρόλο).
Η μεγάλη ακμή
Η δεκαετία του 1970 ήταν η δεκαετία της μεγάλης ακμής με τους σημαντικότερους ρόλους με παρτενέρ γυναίκες όπως η Μπάρμπαρα Στράιζαντ στα «Καλύτερά μας χρόνια» του Σίντνεϊ Πόλακ, η Μία Φάροου στον «Μεγάλο Γκάτσμπι» του Τζακ Κλέιτον και η Φέι Ντάναγουεϊ στις «Τρεις μέρες του Κόνδορα», επίσης του Πόλακ. Η σχέση του με τον σκηνοθέτη Σίντνεϊ Πόλακ βοήθησε σημαντικά στην εξέλιξή του και το ανατρεπτικό γουέστερν «Τζερεμάια Τζόνσον, ο αλύγιστος» είναι μια από τις καλύτερες στιγμές του, παρότι το πολιτικό θρίλερ «Ολοι οι άνθρωποι του Προέδρου» του Αλαν Πάκουλα σχεδόν επισκιάζει όλη την υπόλοιπη παρουσία του Ρέντφορντ στα κινηματογραφικά nineties.
Από τις αρχές της αμέσως επόμενης όμως άρχισε να εμφανίζεται λιγότερο και στράφηκε με συγκρατημένο πάθος προς τη σκηνοθεσία. Ως σκηνοθέτης ο Ρέντφορντ απέσπασε το Οσκαρ για τους «Συνηθισμένους ανθρώπους» (1980), την πρώτη από τις εννέα ταινίες που σκηνοθέτησε, με τις περισσότερες να παίρνουν πολιτική θέση απέναντι στην Αμερική. Οι οικολογικές ανησυχίες του έχουν περάσει σε ταινίες όπως το «Μιλάγκρο» και «Το ποτάμι κυλά ανάμεσά μας», ενώ το «Quiz show» είναι η σκληρή κριτική του για το βρώμικο παρασκήνιο της τηλεόρασης.
Επιτυχημένος ως παραγωγός (ο «Υποψήφιος», μια προφητική πολιτική σάτιρα του Μάικλ Ρίτσι, παραγωγής 1972, στην οποία ο Ρέντφορντ πρωταγωνιστεί, ήταν η πρώτη από τις δεκάδες παραγωγές του) αλλά και ως ιδρυτής κινηματογραφικού φεστιβάλ, του Sundance, που προωθεί νέους κινηματογραφιστές από όλον τον κόσμο.
Περιέργως, παρότι ένα από τα πιο όμορφα πρόσωπα στον κόσμο, ο Ρέντφορντ δεν υπήρξε ποτέ θύμα των σκανδαλοθηρικών εντύπων και των παπαράτσι. Παντρεύτηκε τη Λόλα Βαν Βάγκενεν το 1958 και 27 χρόνια αργότερα, το 1985, χώρισαν έχοντας αποκτήσει τέσσερα παιδιά. Μάλιστα, ένα από τα παιδιά τους πέθανε από σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου.
Και τα τρία παιδιά του ασχολούνται με τις τέχνες. Η κόρη του, Σόνα Ρέντφορντ, είναι ζωγράφος και το 1991 έκανε τον Ρέντφορντ παππού. Ο γιος του, Τζέιμς Ρέντφορντ, είναι σεναριογράφος και η κόρη του, Εϊμι Ρέντφορντ, είναι ηθοποιός.