Οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ προχώρησαν σε δοκιμαστική εκτόξευση διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου (ICBM), λίγες ημέρες μετά την εντολή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για επανέναρξη δοκιμών πυρηνικών όπλων.
Ο πύραυλος Minuteman III εκτοξεύτηκε από τη βάση Βάντερμπεργκ στην Καλιφόρνια και, αφού διένυσε περίπου 6.760 χιλιόμετρα, κατέπεσε σε προκαθορισμένη περιοχή κοντά στις νήσους Μάρσαλ, σύμφωνα με ανακοίνωση της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ.
Ο Minuteman III, ικανός να φέρει πυρηνική κεφαλή, θεωρείται «κλειδί» για το στρατηγικό οπλοστάσιο των Ηνωμένων Πολιτειών. Διαθέτει βεληνεκές σχεδόν 10.000 χιλιομέτρων και μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα που φτάνει τα 24.000 χλμ/ώρα.
Η Ουάσινγκτον είχε ενημερώσει εκ των προτέρων τη Μόσχα για τη δοκιμή, όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ.
Ανησυχία στους ειδικούς
Η αιφνιδιαστική ανακοίνωση του Τραμπ, μέσω ανάρτησής του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 29 Οκτωβρίου, προκάλεσε ανησυχία στους ειδικούς των πυρηνικών θεμάτων, καθώς έθεσε το ενδεχόμενο να τερματιστεί η 33ετής αναστολή των αμερικανικών πυρηνικών δοκιμών.
«Εξαιτίας των προγραμμάτων δοκιμών άλλων χωρών, έχω δώσει εντολή στο Υπουργείο Πολέμου να ξεκινήσει δοκιμές των πυρηνικών μας όπλων σε ίση βάση», έγραψε ο Τραμπ στην πλατφόρμα TruthSocial, προσθέτοντας ότι «η διαδικασία θα ξεκινήσει άμεσα».
Το Πεντάγωνο, όταν ρωτήθηκε σχετικά, παρέπεμψε σε βίντεο του υπουργού Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, ο οποίος δήλωσε ότι οι δοκιμές είναι ένας «υπεύθυνος τρόπος να διασφαλιστεί η ισχυρότερη και πιο ικανή πυρηνική αποτρεπτική δύναμη».
Ο Χέγκσεθ υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση θα συνεργαστεί με το Υπουργείο Ενέργειας για την υλοποίηση των δοκιμών. Ο υπουργός Ενέργειας Κρις Ράιτ διευκρίνισε ωστόσο ότι οι επικείμενες δοκιμές αφορούν τα υποσυστήματα των νέων πυρηνικών όπλων και δεν θα περιλαμβάνουν πλήρη πυρηνική έκρηξη.
Από το «Trinity» στο «Divider»
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πραγματοποίησαν 1.054 πυρηνικές δοκιμές σε διάστημα σχεδόν μισού αιώνα. Η πρώτη έγινε το 1945 στο Νέο Μεξικό, ενώ η τελευταία, με την ονομασία «Divider», πραγματοποιήθηκε το 1992 στη Νεβάδα. Μετά από αυτήν, ο τότε πρόεδρος Τζορτζ Μπους επέβαλε προσωρινό μορατόριουμ, το οποίο ο Μπιλ Κλίντον επέκτεινε επ’ αόριστον.
Όπως εξηγεί ο Τζον Έραθ, διευθυντής πολιτικής στο Center for Arms Control and Non-Proliferation, οι ΗΠΑ σταμάτησαν τις δοκιμές έχοντας ήδη συγκεντρώσει τεράστιο όγκο δεδομένων που τους δίνει πλεονέκτημα γνώσης έναντι άλλων χωρών. Έκτοτε, οι ΗΠΑ βασίζονται σε προηγμένες προσομοιώσεις για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του πυρηνικού τους οπλοστασίου.
Σύμφωνα με τον Χανς Κρίστενσεν, διευθυντή του Nuclear Information Project, εγκαταστάσεις όπως το National Ignition Facility στην Καλιφόρνια επιτρέπουν δοκιμές υπό ακραίες συνθήκες χωρίς πυρηνικές εκρήξεις. Αυτές οι τεχνολογίες καθιστούν περιττή την επανέναρξη πλήρων δοκιμών, επισημαίνει.
Διεθνείς αντιδράσεις και κίνδυνος κλιμάκωσης
Η πιθανότητα επανέναρξης πυρηνικών δοκιμών από τις ΗΠΑ προκαλεί ανησυχία διεθνώς. Ο Έραθ προειδοποιεί ότι αν η Ουάσιγκτον παραβιάσει το άτυπο μορατόριουμ, χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία και το Πακιστάν θα μπορούσαν να την ακολουθήσουν, επιταχύνοντας έναν νέο κύκλο εξοπλισμών.
Ο Τραμπ, σε συνέντευξή του στο «60 Minutes», ισχυρίστηκε χωρίς αποδείξεις ότι Ρωσία και Κίνα διεξάγουν μυστικές υπόγειες δοκιμές. Το Πεκίνο αρνήθηκε κατηγορηματικά, δηλώνοντας ότι «τηρεί τη δέσμευσή του για αναστολή των πυρηνικών δοκιμών» και καλώντας τις ΗΠΑ να πράξουν το ίδιο.
Η Μόσχα, από την πλευρά της, ανακοίνωσε ότι θα εξετάσει το ενδεχόμενο επανέναρξης των δικών της δοκιμών, ενώ οι αναλυτές εκτιμούν ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί σχετικές ανακοινώσεις για λόγους αποτροπής και πολιτικής πίεσης λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.