Πέντε πίνακες για το θείο δράμα

Πεδίο αναζήτησης και αποτύπωσης συναισθημάτων, με εκλεκτικές σχέσεις με τη θρησκεία διαφορετικών εποχών, η μεγάλη ζωγραφική δεν θα μπορούσε να μείνει αδιάφορη μπροστά στο Πάθος και τον θάνατο του Ιησού. Οι σημαντικότεροι έλληνες και ξένοι δημιουργοί απεικόνισαν, καθένας και η καθεμία με διαφοετική τεχνοτροπία, το άλεκτο των ημερών, αφήνοντας ως παρακαταθήκη ορισμένα από τα σπουδαιότερα έργα της δυτικής τέχνης. Ζητήσαμε από πέντε έλληνες ζωγράφους να επιλέξουν τον πίνακα που κατά το δικό τους αισθητικό κριτήριο συμπυκνώνει το πνεύμα των ημερών και το δράμα στην πορεία προς το Πάσχα. Απαντούν οι: Ηώ Αγγελή, Χρύσα Βέργη, Αλέξης Βερούκας, Αχιλλέας Δρούγκας και Στέφανος Δασκαλάκης

Αλέξης Βερούκας «Η αναχώρηση με οβάλ καθρέπτη» (1962),

Γιάννης Τσαρούχης

Υπάρχει ένας πίνακας του Γιάννη Τσαρούχη, με τίτλο «Η αναχώρηση με οβάλ καθρέπτη» του 1962, που κάθε φορά που τον βλέπω ή τον φέρνω στον νου μου, συμβαίνει μια φανταστική μετάβαση και το ημερολόγιο δείχνει Μεγάλη Εβδομάδα. Είναι ένα έργο της «κλασικίζουσας καραβατζικής» περιόδου του. Η σύνθεση σε οριζόντια παραθετική διάταξη, με δυο διαφορετικές σκηνές από «θεατρικές πράξεις» που τις συνδέει το κεντρικό μαύρο πλαίσιο του καθρέφτη. Ενα πένθος διατρέχει σε όλο το μήκος τον πίνακα. Από αριστερά κολλητά στο επάνω όριο του τελάρου, μια μαζεμένη λευκή κουρτίνα-χώρισμα, όπως σε πολλά λαϊκά δωμάτια πολλαπλών χρήσεων της εποχής. Εχει ακριβώς τον ρόλο ενός σιπάριου που μαζεύτηκε για ν’ ανοίξει τη σκηνή στον θεατή. Το σιδερένιο κρεβάτι από κάτω, με το κόκκινο σκέπασμα, ζέστανε έναν έρωτα που τελείωσε ή έναν έρωτα που προδώθηκε; Η ανησυχαστική σιωπή, συμπυκνώνει το δράμα που ολοκληρώθηκε στο βλέμμα του ναύτη που ετοιμάζει τον σάκο του για το επόμενο ταξίδι. Ο καθρέφτης δείχνει τους ορίζοντες που τον περιμένουν.

Υπάρχει όμως ένα στοιχείο που κάνει την ανατροπή και όλα μπαίνουν στο σχήμα ενός άλλου, «θείου δράματος» αυτήν τη φορά. Ενα βάζο με κάλλες και πασχαλιές –ανεξήγητα; – συντροφεύει τον πόνο του νεαρού άνδρα. Της τοποθέτησε εκεί η μάνα για να στολίσει την κάμαρα, που είχε τον γιο κοντά της. Είχανε περισσέψει από τον επιτάφιο που ετοιμάζανε χθες στην εκκλησία. Αυτό το πασχαλινό μπουκέτο γίνεται το κλειδί της αποκάλυψης της άλλης διάστασης του ακινητοποιημένου δράματος. Αυτό το λευκό σιπάριο στα αριστερά είναι από τα σάβανα που ξετυλίχτηκαν για να ελευθερωθεί ο αναστημένος θεάνθρωπος από τη νεκρική κλίνη του μνήματος. Η κινάβαρη του σκεπάσματος που αντλήθηκε από βυζαντινές εικόνες, παραπέμπει στον χιτώνα και στο πάθος της θυσίας. Στον καθρέφτη αστράφτει στο βάθος το ανέσπερο φως της Αναστάσεως. Η μυροβόλος ανθοδέσμη αφήνει να σκορπιστεί στον χώρο η ευωδιά των Μυροφόρων, που μόλις τους ψιθύρισε ο Αγγελος με το λευκό μπλουζάκι στα δεξιά του πίνακα: ουκ έστιν ώδε. Από τα ανοιχτά παράθυρα μαζί με την ανοιξιάτικη αύρα μπαίνει από τον δρόμο ο ήχος του ύμνου του επιταφίου θρήνου.

Ηώ Αγγελή «Ο Θρήνος για τον νεκρό Χριστό» (1475-1501),

Αντρέα Μαντένια

Ενα από τα ωραιότερα έργα του ιταλού ζωγράφου της Αναγέννησης, Αντρέα Μαντένια. Ο πίνακας είναι διαστάσεων 68×81 εκ.,τέμπερα σε καμβά και χρονολογείται μεταξύ του έτους 1475 και 1501.

Απεικονίζεται ρεαλιστικά ο νεκρός Χριστός ξαπλωμένος, με εμφανείς τις ουλές της Σταύρωσης, ενώ στο πλάι του θρηνούν η Παναγία, η Μαρία Μαγδαληνή και ο Αγιος Ιωάννης. Ο θεατής αυτόματα ανακαλεί στη μνήμη του το μαρτύριο του Χριστού.

Ο Μαντένια θέλοντας να δώσει έμφαση στο πρόσωπο και τον κορμό του νεκρού Χριστού, ζωγράφισε τα πόδια πιο κοντά από ό,τι θα έπρεπε να είναι, σύμφωνα με την προοπτική του σώματος.

Αυτή η υπέρβαση, μέσω της παράδοξης προοπτικής, μετατοπίζει το κέντρο βάρους του έργου, από την απλή απεικόνιση στην ψυχική επαφή.

Η συγκεκριμένη σύνθεση του Θρήνου για τον νεκρό Χριστό, δημιουργεί μεγάλη συναισθηματική φόρτιση στον θεατή, καθώς παρατηρεί το πρόσωπο του Χριστού απέναντι από το δικό του. Κοιτάζοντάς το οδηγείται στο κέντρο του δράματος, ταυτίζεται με την οδυνηρή συνθήκη του μαρτυρίου και του θανάτου.

Ο Αντρέα Μαντένια αναπαριστά την ανθρώπινη πλευρά του Χριστού, τη φθαρτή φύση όλων των όντων και χωράει στον μικρό καμβά τον ύστατο λυγμό των αγαπημένων προσώπων, με λεπτότατης ευαισθησίας σχέδιο, ήπιες φωτοσκιάσεις και απουσία χρώματος.

Εικάζεται ότι ο Μαντένια ζωγράφισε το έργο για το προσωπικό του παρεκκλήσι, στη Βασιλική του Αγίου Ανδρέα, στη Μάντοβα. Η πρόθεσή του αυτή επιτείνει την ανάγκη του να πλησιάσει τον άνθρωπο που συγκλονίζεται και πάσχει με το θείο δράμα. Στη θέα του νεκρού Χριστού ανακαλεί τους θανάτους των οικείων του και προβάλλει τον δικό του θάνατο.

Ο πίνακας άλλαξε πολλούς ιδιοκτήτες, μέχρι να καταλήξει στην Πινακοθήκη Μπρέρα, στο Μιλάνο, το 1824.

Χρύσα Βέργη «Θρήνος/Αποκαθήλωση» (1917),

Κωνσταντίνος Παρθένης

Χαρακτήρας υπερευαίσθητος, εσωστρεφής και με μυστικιστικές πνευματικές αναζητήσεις, ο ζωγράφος Κωνσταντίνος Παρθένης εξελίσσει τη ζωγραφική του πορεία μέσω του συγκερασμού των σύγχρονων κινημάτων της ευρωπαϊκής ζωγραφικής της εποχής του, τα οποία ταίριαζαν στην αισθητική και την αντίληψή του, διαμορφώνοντας και καλλιεργώντας το ιδιαίτερο προσωπικό του στυλ, που τον κατέστησε πρωτοπόρο, μοναδικό και ιδιαίτερο ανάμεσα στους έλληνες ζωγράφους. Αυτός ο συγκερασμός της σύγχρονης για τα ελληνικά δεδομένα τεχνικής και αισθητηριακής πρόσληψης, προχώρησε και στη σύνδεση με τη βυζαντινή αγιογραφία, προσδίδοντας ένα επιπρόσθετο επίπεδο αλληλεπίδρασης, εκμοντερνίζοντάς την, διατηρώντας όμως έντονα την κατανυκτικότητα και την πνευματικότητα της βυζαντινής τέχνης.

Ενα τέτοιο έργο-αριστούργημα, που με συγκλονίζει προσωπικά στο συναίσθημα που αποπνέει, καθώς αναφέρεται στον πόνο της μάνας, μιας οποιασδήποτε μάνας, που πονά και καταρρέει για τον άδικο και σκληρό χαμό του παιδιού της, είναι ο «Θρήνος» της Παναγιάς, έργο του 1917, η κατά Παρθένη «Αποκαθήλωση». «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;».

Πρόκειται για ένα έργο αποκαλυπτικό του τεχνοτροπικού εκμοντερνισμού της θρησκευτικής ζωγραφικής του, το οποίο προβάλλει τη μοναδική ικανότητα που είχε ο ζωγράφος να αποδίδει στους πίνακές του το πνευματικό, το άυλο και το αιθέριο. Η Παρθένος εδώ βιώνει το Πάθος του Κυρίου ως Μητέρα. Η πνευματικότητα καθίσταται αντιληπτή με αιθέριες χρωματικές αποχρώσεις, με τα πένθιμα μπλε και μωβ χρώματα, τις ξεχωριστές χρωματικές αύρες γύρω από τα σώματα και τα στοιχεία της φύσης, τη λεπτότητα της πινελιάς και τις εξαϋλωμένες φιγούρες. Η απουσία της προοπτικής απομακρύνει τον πραγματικό κόσμο, ενισχύοντας τη συμβολική σημασία της εικόνας.

Τα περιγράμματα είναι διακεκομμένα και τεμαχίζουν τις φιγούρες, ενώ σε βασικό συνθετικό σχήμα αναδεικνύεται η καμπύλη που κορυφώνει την τραγικότητα της σκηνής, η οποία εισάγεται στο έργο με το ανακεκλιμένο σώμα του νεκρού Χριστού στο κέντρο και επαναλαμβάνεται στη ράχη της Παναγίας, στη στάση του Ιωάννη, αλλά και στο λοφώδες τοπίο του ελλειπτικού βάθους. Οι σχεδόν παράλληλες καμπύλες αναδεικνύουν τις μορφές ως μέρη ενός συνόλου με τον θρήνο και τον πόνο να αποκτούν καθολική διάσταση, προσδίδοντας ρυθμό και πνευματικότητα στο έργο και ένα υπερβατικό φως που απεικονίζεται μοναδικά στα θρησκευτικά έργα του Κωνσταντίνου Παρθένη, οδηγώντας μας στο αισθητικό βίωμα της πεμπτουσίας του Θείου Δράματος.

Το θρησκευτικό ιστορικό δράμα του Αγίου Πάθους στάθηκε πηγή έμπνευσης για τον σπουδαίο κοσμοπολίτη, νεωτεριστή ζωγράφο, ο οποίος διακρίνεται εδώ όχι μόνο για την τεχνική, αλλά και για το θέμα, το οποίο συναντάται σπάνια στη νεοελληνική ζωγραφική.

Στέφανος Δασκαλάκης

«Η σταύρωση με δύο δωρητές» (περ. 1580), Δομήνικος Θεοτοκόπουλος

Θέλοντας να μιλήσεις για τη ζωγραφική βρίσκεται πάντα μπροστά στο ίδιο αδιέξοδο. Αισθήσεις και συγκινήσεις που έχεις καθαρά μέσα σου εξαφανίζονται μόλις προσπαθήσεις να τις βάλεις σε λέξεις.

Παρ’ όλα αυτά αν τολμώ να γράψω κάτι γι’ αυτόν τον πίνακα είναι γιατί όταν τον είδα στο Λούβρο μου έκανε μεγάλη εντύπωση η αντίθεση από τη μία του αισθήματος της πυκνότητας και πληρότητας που είχα κοιτάζοντάς τον και από την άλλη το ελάχιστο των μέσων.

Ο ουρανός, τα σύννεφα που τα διατρέχουν λάμψεις φωτός δίνουν πολύ έντονα το αίσθημα και την ατμόσφαιρα που υποβάλλουν τα λόγια του Ευαγγελιστή: (κατά Λουκάν 23, 44-45) «Και ην ήδη ωσεί ώρα έκτη και σκότος εγένετο εφ’ όλην την γην έως ώρας ενάτης του ηλίου εκλιπόντος εσχίσθη δε το καταπέτασμα του ναού μέσον».

Αν όμως πας κοντά στο έργο απορείς. Ολο αυτό το αίσθημα του κόσμου που συνταράσσεται, αυτός ο τρομακτικός ουρανός δεν είναι παρά μερικές πινελιές, αφτιασίδωτες όπως το συνηθίζει ο Γκρέκο, που αφήνουν να φανεί σε πολλά σημεία το κοκκινωπό χρώμα της προετοιμασίας.

Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει τη μαγεία της ζωγραφικής;

Προφανώς η ακρίβεια των χρωματικών σχέσεων, οι σωστές αναλογίες, η καίρια χειρονομία.

Η ίδια απορία για τη γοητεία που ασκεί το εξαιρετικής εκλέπτυνσης σώμα του Χριστού, συστρεφόμενο και σε διαρκή ένταση, έτσι όπως μόνον ο Γκρέκο ξέρει να ζωγραφίζει.

Πώς να μη θαυμάσεις το βλέμμα του Χριστού στο οποίο κορυφώνεται η δραματικότητα της στιγμής: (Κατά Λουκάν 23, 46-47) «και φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπεν· πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου. Τούτο δε ειπών εξέπνευσεν».

Στο κάτω μέρος του έργου οι δωρητές. Τα βλέμματά τους στρέφονται προς τον Χριστό ο οποίος στρέφει το δικό του προς τον ουρανό.

Αυτό σημαίνει ότι η σωτηρία των πιστών, ο τρόπος του να πλησιάσουν τον Θεό γίνεται με τη διαμεσολάβηση του ενσαρκωθέντος Ιησού.

Διακινδυνεύω τη σκέψη: και στη ζωγραφική, το πάσχον σώμα της διαμεσολαβεί τη σχέση μας με ό,τι ονομάζουμε πνεύμα ή εσωτερικότητα. Η ζωγραφική ως ενσαρκωμένος λόγος.

Αχιλλέας Δρούγκας «Ανάσταση» (δεκαετία 1460),

Πιέρο ντελα Φραντσέσκα

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, με κρατική υποτροφία, πήγα να σπουδάσω στο Slade School of Fine Art, στο Λονδίνο. Αισθανόμουν ότι σε έναν νέο τόπο έπρεπε να κάνω μια δουλειά διαφορετική και μακριά από ό,τι έμαθα μέχρι τότε.

Ο καθηγητής μου Αντονι Γκρος, μας έλεγε, ότι αν θέλετε να είστε σύγχρονοι να κοιτάζετε τα παλιά. Τον ελεύθερο χρόνο μου επισκεπτόμουν τα Μουσεία και ιδιαίτερα τη National Gallery. Αυτό που με γοήτευε περισσότερο μέσα από τον πλούτο του μουσείου ήταν τα έργα του Τζότο και του Πιέρο ντελα Φραντσέσκα. Η αδρότητα της σύνθεσης, η χρήση μιας πρώιμης προοπτικής και η λιτότητα των μορφών με επηρέασε νομίζω για πάντα. Εκανα μια σειρά από έργα βασισμένα σε αυτούς τους κανόνες. Εκείνο όμως που μου άφηνε μια αίσθηση μαγείας ήταν τα έργα του Πιέρο ντελα Φραντσέσκα. Κοντά στις άλλες αρετές του, εύρισκα γοητευτικό τον τρόπο που έβαζε το χρώμα για να δημιουργήσει τους πίνακέες του.

Τις μέρες αυτές, που οδηγούν στο Πάσχα, μου έρχεται στον νου το αριστούργημα του Πιέρο «Η Ανάσταση». Ο Χριστός αναδύεται Νικητής μέσα από μια ρωμαϊκή σαρκοφάγο και όχι από κάποια σπηλιά κλεισμένη από έναν βράχο. Στο πρώτο επίπεδο οι στρατιώτες που φυλούν τον τάφο έχουν αποκοιμηθεί. Ο ντελα Φραντσέσκα θυσιάζει στοιχεία ρεαλισμού χάριν της σύνθεσης. Τα πρόσωπα των στρατιωτών, παρ’ όλο που κοιμούνται δεν, είναι χωρίς αισθήματα Ο Πιέρο σπουδάζει τα πρόσωπα σε αντίθεση με τους ζωγράφους του Μεσαίωνα, από τους πρώτους μεγάλους της Αναγέννησης. Ο Χριστός, Νικητής, το μαρτύριο που πέρασε φαίνεται μόνο από τα ίχνη των πληγών από τα καρφιά και τη λόγχη. Σοβαρός και αυστηρός στηρίζεται στην αναστάσιμη σημαία για να βγει από τον τάφο. Στην εποχή μας η ανθρωπότητα πάσχει χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα από παλιά.

Πόλεμοι, πείνα, μαρτύρια. Ελπίζω κάποτε να έρθει η πραγματική Ανάσταση και η ανθρωπότητα να βρει τη χαμένη της αξιοπρέπεια.