Aπό το Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025 ανεβαίνει το έργο του Φάουστο Παραβιντίνο «Νεκρή φύση σε χαντάκι» στο studio Μαυρομιχάλη σε σκηνοθεσία Φώτη Μακρή.
Τους ρόλους υποδύονται οι Θανάσης Κεφαλάς, Στέλλα Κρούσκα, Φώτης Μακρής, Φοίβος Σαμαρτζής, Πάρις Σκαρτσολιάς και Ηρώ Χαλκίδη.
Πρόκειται για ένα σκοτεινό έργο που περνάει από την «ησυχία» αρχικά ενός στέρεου θρίλερ, με σασπένς και χιούμορ, στην «ανησυχία» για έναν κόσμο βίαιο, άνισο, άδικο και σκληρό, που αποκαλύπτεται μπροστά μας σε τέτοιο βαθμό οικείος και αναγνωρίσιμος, που επιτείνει την αγωνία μας και τον προβληματισμό μας.
Η ιστορία του εκτυλίσσεται σε μια μικρή πόλη στη βόρεια Ιταλία. Εκεί, στη μία το πρωί μια νεαρή κοπέλα, δολοφονείται με άγριο τρόπο και το σώμα της ρίχνεται γυμνό σε ένα χαντάκι.Στις τρεις το πρωί ένας νεαρός άνδρας ανακαλύπτει το πτώμα. Στις τέσσερις, η αστυνομία καθορίζει την αιτία θανάτου: «Το θύμα πέθανε από το πολύ ξύλο». Πρόκειται για μια γυναικοκτονία που έρχεται να ταράξει την ηρεμία της μικρής κοινωνίας. Ποιος το έκανε; Ποιος σκότωσε το κορίτσι κλωτσώντας το με απίστευτη σφοδρότητα, στην κοιλιά, στο πρόσωπο και σε όλο του κορμί;
Η έρευνα ξεκινά. Το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται. Έξι πρόσωπα εμπλέκονται στην υπόθεση της νεκρής κοπέλας. Ό,τι μαθαίνουμε, το μαθαίνουμε από αυτά τα έξι πρόσωπα που μονολογούν, προσπαθώντας να βρουν την λύση σε αυτή την ιστορία. Προσωπικά άγχη, ακραίες ψυχολογικές μεταπτώσεις, οικογενειακά δράματα, μετανάστες που αναζητούν ανέλπιδα μια κάποια ευκαιρία, νεαροί χαμένοι στα ναρκωτικά και στην χωρίς κανένα σκοπό ζωή τους. Και στο τέλος, η αποκάλυψη του μυστηρίου της δολοφονίας της νεαρής κοπέλας. Μια αποκάλυψη σοκαριστική και αναπάντεχη που έρχεται να κλονίσει οποιαδήποτε βεβαιότητα θέλαμε να έχουμε. Δεκαέξι ώρες αργότερα, το έγκλημα εξιχνιάζεται, αποκαλύπτοντας έναν κόσμο βίαιο, αδυσώπητο και ακατανόητο.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τελικά την ιστορία της νεκρής κοπέλας ως αφορμή, για να μιλήσει για μια κοινωνία απογοητευμένη, βαριά άρρωστη, χωρίς ιδανικά, ανίκανη να ονειρευτεί και που αρκείται στην επιβίωση μέσα στην ολοκληρωτική επικράτηση ενός άκρατου και αδηφάγου καπιταλισμού.
Με αφορμή την πρεμιέρα, ο Φώτης Μακρής μιλάει στα «Νέα».
Έχετε σκηνοθετήσει και άλλα έργα με κοινωνικό περιεχόμενο. Τι διαφορετικό φέρνει αυτό το κείμενο στη δική σας διαδρομή;
Πέρα από το θέμα της γυναικοκτονίας που υπάρχει στον πυρήνα του έργου και το οποίο φυσικά από μόνο του είναι πολύ ισχυρό κίνητρο για να ανεβάσεις ένα κείμενο, και ειδικά όταν γίνεται με έναν ιδιαίτερο και ευαίσθητο τρόπο, όπως συμβαίνει στο έργο του Παραβιντίνο, υπάρχει και κάτι άλλο που με έκανε να το επιλέξω. Πιο συγκεκριμένα ο συγγραφέας μας, χρησιμοποιεί με αριστοτεχνικό τρόπο όλα τα στοιχεία του νουάρ, με μπόλικο σασπένς και πολύ χιούμορ, χωρίς όμως να είναι αυτός ο πρωταρχικός του σκοπός. Να γράψει δηλαδή ένα «εύπεπτο» αστυνομικό έργο. Ο σκοπός του είναι βαθύτερος και εκρηκτικός θα έλεγα αν συνυπολογίσουμε ότι έγραψε το έργο σε ηλικία 27 ετών, καταθέτοντας από την μία την επαναστατικότητα της ηλικίας του και από την άλλη μια οπτική του κόσμου, πολύ ώριμη, σαφή και εμπεριστατωμένη. Και έτσι μας παραδίδει ένα έργο σκοτεινό, παρουσιάζοντάς μας μια κοινωνία απογοητευμένη, βαριά άρρωστη, χωρίς ιδανικά, ανίκανη να ονειρευτεί και που αρκείται στην επιβίωση μέσα στην ολοκληρωτική επικράτηση ενός άκρατου και αδηφάγου καπιταλισμού. Αυτή η κοινωνικοπολιτική πλευρά του έργου είναι που μου κέντρισε το ενδιαφέρον, χωρίς φυσικά να αφήνω σε δεύτερη μοίρα το θέμα της γυναικοκτονίας αλλά και το κομμάτι της απόλαυσης που προκύπτει από την παρακολούθηση της αστυνομικής πλοκής του έργου.
Ποια σκηνοθετική προσέγγιση ακολουθήσατε στο έργο του Παραβιντίνο;
Ουσιαστικά προσπαθήσαμε με τους συνεργάτες μου, να μην παραμελήσουμε καμία από τις συνιστώσες του έργου. Και το σασπένς της υπόθεσης και την κοινωνικοπολιτική διάσταση του έργου. Κυρίαρχα στοιχεία της παράστασης σε αυτή την προσπάθεια, είναι η συνεχής παρουσία όλων των ηθοποιών στη σκηνή, η παρέμβαση όλου του θιάσου σε καίριες στιγμές του έργου, λειτουργώντας ως ένα είδος χορού, καθώς και η καταλυτική παρουσία ζωντανής μουσικής, καθώς όλοι οι ηθοποιοί παίζουν όργανα και τραγουδούν, σε μια προσπάθεια άλλοτε να αποφορτιστεί μια έντονη κατάσταση και άλλοτε να φορτιστεί ακόμα περισσότερο και να δώσουμε τον απαραίτητο χρόνο στον θεατή να την επεξεργαστεί και να κάνει τις δικές του αναγωγές και σκέψεις. Θα έλεγα, ότι η παράσταση στην φόρμα της, δανείζεται κάποια στοιχεία από την αρχαία Ελληνική τραγωδία, με τον πρωταγωνιστή κάθε φορά, τον χορό και την μουσική.
Όταν παίζετε κι εσείς στη σκηνή, πώς «ακούτε» τον εαυτό σας ως σκηνοθέτη;
Με ενδιάμεσο τον ή την βοηθό μου!…χαχαχαχαχα. Πάντα, όταν παίζω και σκηνοθετώ ταυτόχρονα, υπάρχει ένας βοηθός, ή μία βοηθός στην συγκεκριμένη παράσταση, η Κλεοπάτρα Τολόγκου, με την οποία έχουμε δουλέψει πολλές φορές μαζί και γνωρίζει την οπτική μου στον ρόλο και με βοηθάει να τον πλησιάσω. Υπάρχουν στιγμές στην πρόβα που είμαι μόνο ηθοποιός και η Κλεοπάτρα με καθοδηγεί. Φυσικά κατά διαστήματα συζητάμε και επανατοποθετούμε τον ρόλο αλλά και την παράσταση, και συνεχίζουμε την δουλειά μας με τα νέα δεδομένα.
Θεωρείτε ότι η βία και η κοινωνική παρακμή που περιγράφει ο Παραβιντίνο είναι εικόνα μόνο της Ιταλίας ή και της Ελλάδας;
Προφανώς δεν είναι μόνο Ιταλικό «προνόμιο», αλλά παγκόσμιο, άρα και Ελληνικό. Δυστυχώς, δυσκολευόμαστε πάρα πολύ να διαχειριστούμε αυτά τα θεία δώρα που μας δόθηκαν. Δηλαδή την ζωή και τον πλανήτη μας. Λειτουργούμε σαν να θεωρούμε ότι θα είμαστε εδώ για πάντα και κάνουμε ότι μπορούμε για να τα καταστρέψουμε. Δεν ξέρω γιατί το κάνουμε αυτό, αλλά αυτή η δυσκολία στην διαχείριση είναι που μας οδηγεί στην παρακμή και στην ψευδαίσθηση ότι η βία αποτελεί την λύση στα προβλήματά μας. Κάτι έχουμε πάρει λάθος, αλλά δυστυχώς δεν ξέρω τι…
Η ιστορία δείχνει ανθρώπους εγκλωβισμένους σε προσωπικά αδιέξοδα. Πιστεύετε ότι αυτό είναι το μεγαλύτερο «χαντάκι» της εποχής μας;
Είναι πολύ πιθανόν αυτό που λέτε. Αυτό έρχεται σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης. Αν καταφέρναμε να σηκώσουμε λίγο το κεφάλι μας από τα μικρά ή μεγάλα δικά μας αδιέξοδα και να δούμε και λίγο δίπλα μας, ίσως τα πράγματα να γινόταν καλύτερα. Ίσω ς κάπου δίπλα μας να υπάρχει κάποιο φως που αδυνατούμε να δούμε όσο μένουμε μέσα στο προσωπικό μας χαντάκι!
Θεωρείτε ότι η αλήθεια του εγκλήματος είναι λιγότερο σημαντική από την αλήθεια των ψυχών που αποκαλύπτονται;
Είναι και τα δύο εξίσου σημαντικά. Οι γυναικοκτονίες είναι μια μάστιγα της εποχής μας και δεν μπορείς να την αγνοήσεις. Από την άλλη, όλα τα πρόσωπα που εμπλέκονται σε αυτήν την υπόθεση, κουβαλάνε τα προσωπικά τους βαρίδια που επίσης δεν μπορείς να αγνοήσεις. Αυτή η ισορροπία που πετυχαίνει το έργο, είναι τελικά και το πιο δυνατό του σημείο.
Τι θα θέλατε να κουβαλάει μαζί του ο θεατής φεύγοντας από το θέατρο;
Ότι δεν ξόδεψε άδικα τα λεφτά του…χαχαχαχα… Πέρα από το αστείο, σημαντικό είναι και αυτό! Και λίγο πιο σοβαρά τώρα. Θα ήθελα να έχει περάσει καλά βλέποντας ένα καλά γραμμένο αστυνομικό έργο, να «ταλαιπωρηθεί» ψάχνοντας ποιος είναι ο δολοφόνος, και ταυτοχρόνως οι σκέψεις που ελπίζουμε να του έχουμε περάσει, να αρχίσουν να τον απασχολούν από την ώρα που θα παρακολουθεί την παράσταση και για πολλές μέρες ακόμα. Αυτό εξάλλου είναι νομίζω και το ζητούμενο κάθε θεατρικής παράστασης που προσδοκά να αφήσει ένα έστω μικρό αποτύπωμα στην κοινωνία μας.
1. Κατά τη γνώμη σας, το κοινό έχει ανάγκη να βλέπει έργα που το ταράζουν ή προτιμά την «ασφάλεια» της ψυχαγωγίας;
Πρώτα απ’ όλα να πούμε ότι το κοινό δεν είναι ένα. Είναι πολλά. Επομένως μου είναι δύσκολο να απαντήσω στην ερώτησή σας. Η προσωπική μου θέση όπως μάλλον το έχετε καταλάβει από τις επιλογές μου, είναι ένα θέατρο που σε ταράζει, που σε κάνει να σκέφτεσαι και που ίσως να σε αλλάζει, έστω και λίγο. Αν υπάρχει ένα κοινό να στηρίξει ένα τέτοιο θέατρο; Φυσικά και υπάρχει και είναι μεγαλύτερο απ’ ότι νομίζουμε. Επιτρέψτε μου ένα προσωπικό παράδειγμα. Όπως ξέρετε παίζω «Το κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου για 10 χρόνια και το έχουν δει πάνω από 30.000 θεατές. Είναι μια εύκολη παράσταση; Δεν θα το έλεγα. Προσφέρει μόνο ψυχαγωγία; Ούτε αυτό θα το έλεγα. Κι όμως εξακολουθεί να γεμίζει το θέατρο 10 χρόνια μετά. Άλλωστε η θεατρική Αθήνα έχει παραστάσεις για όλα τα γούστα. Άρα ο καθένας έχει την επιλογή να δει αυτό που του αρέσει και τον γεμίζει.