Ο Ερντογάν έχει δύο προβλήματα με την Ελλάδα – Και δύο τρόπους να τα λύσει

Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που αφορούν τον Ταγίπ Ερντογάν τα οποία δύσκολα μπορεί κανείς να αμφισβητήσει. Και μάλιστα, όποια και αν είναι η άποψη που έχει σχηματίσει γι’ αυτόν, τόσο ως πολιτικό όσο και ως προσωπικότητα.

Ένα από αυτά τα είναι πως, στα 22,5 χρόνια της διακυβέρνησής του, έχει καταφέρει να ανεβάσει «κατηγορία» την Τουρκία. Προσδίδοντάς της, πρακτικά, χαρακτηριστικά μιας σημαντικής περιφερειακής υπερδύναμης, σε όλα τα επίπεδα.

Ο υπετριπλασιασμός του ΑΕΠ σε αυτό το διάστημα, η ένταξή της στην ομάδα των G20, η αποδοχή της από τον (άλλοτε εχθρικό) αραβικό κόσμο και ο ρόλος της στις μεγάλες κρίσεις (Ουκρανικό, Παλαιστινιακό κ.λπ) είναι μόνο μερικά από όσα αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Όπως είναι και το γεγονός ότι όλοι οι ισχυροί θέλουν να τα έχουν καλά μαζί της – από τις ΗΠΑ και την Κίνα, μέχρι τη Ρωσία και την ΕΕ.

Ένα ακόμη στοιχείο που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο ο Ερντογάν αντιμετωπίζει τους αντιπάλους του στο εσωτερικό, στην κοινωνία, την πολιτική και την οικονομία. Είναι κυριολεκτικά αδίστακτος και δεν έχει πρόβλημα να τους βάλει φυλακή και να κατάσχει τα περιουσιακά στοιχεία και τις επιχειρήσεις τους προκειμένου να τους βγάλει από τη μέση ή να τους αναγκάσει να σιωπήσουν.

Χαρακτηριστικό του προέδρου της Τουρκίας αποτελεί, επίσης, η ικανότητά του να ελίσσεται και να χρησιμοποιεί διάφορες μεθόδους στις διεθνείς σχέσεις. Από τις απειλές και τις στρατιωτικές εισβολές, μπορεί άνετα να περάσει στην επίθεση φιλίας και το «ανατολίτικο παζάρι» – ενίοτε δε και να τα χρησιμοποιεί ταυτόχρονα, σε διαφορετικές δοσολογίες – αναλόγως τις εκτιμά ότι κάθε φορά τον συμφέρει.

Οι προτεραιότητες της Άγκυρας

Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με την Ελλάδα; – θα ρωτήσει κανείς. Μεγάλη, είναι η απάντηση. Αφενός, επειδή ο Ερντογάν την αντιμετωπίζει πλέον, στο φόντο των παραπάνω δεδομένων και αλλαγών, ως μια σαφώς υποδεέστερη δύναμη σε σύγκριση με την Τουρκία.

Αφετέρου, διότι και στη συγκεκριμένη περίπτωση, ακολουθεί την τακτική του «μαστίγιου και καρότου», κρατώντας όλα τα σενάρια ανοιχτά. Με άλλα λόγια: Την ίδια στιγμή που είναι σε ισχύ το casus belli και πλανάται στον αέρα η απειλή «μπορεί να έρθουμε κάποια νύχτα», υπάρχουν προσκλήσεις σε διάλογο, που συνοδεύονται από την προτροπή «ελάτε να τα βρούμε» για να τελειώνουμε.

Αξίζει να σημειωθεί πως επισήμως, όπως προκύπτει και από αλλεπάλληλες σχετικές δηλώσεις του Χακάν Φιντάν, οι σχέσεις με την Ελλάδα δεν αποτελούν ζήτημα πρώτης προτεραιότητας για την Άγκυρα. Ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, μάλιστα, κατηγορεί την Αθήνα για «αντιτουρκικό μένος» το οποίο, όπως λέει, αξιοποιείται και για επίλυση εσωτερικών πολιτικών διαφορών.

Έχουν, όμως, έτσι τα πράγματα; Ή μήπως, με βάση την ταχύτητα που έχουν πάρει οι εξελίξεις στη «γειτονιά» και των δύο χωρών και τους ευρύτερους στόχους που έχει θέσει ο Ερντογάν, η Ελλάδα έχει αρχίσει να τον απασχολεί περισσότερο και πιο σοβαρά;

Η ενέργεια και η Ευρώπη

Η αλήθεια είναι πως μια τέτοια εκτίμηση μοιάζει να μην είναι εντελώς αβάσιμ. Και ιδού γιατί: Από τη μία, στο μεγάλο ενεργειακό παιχνίδι που παίζεται στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, οι συμμαχίες που έχει συνάψει η ελληνική πλευρά φαίνεται πως ενοχλούν ιδιαιτέρως την τουρκική ηγεσία, που επιδιώκει όχι απλώς «συνεκμετάλλευση», αλλά μετατροπή της γειτονικής χώρας σε στρατηγικό «κόμβο» στην ευρύτερη περιοχή.

Από την άλλη, υπάρχει το ζήτημα της ΕΕ. Αν και ο Ερντογάν έχει πάψει προ πολλού να τρέφει αυταπάτες περί ένταξης της Τουρκίας στο κλαμπ των «27», η ευρωπαϊκή αγορά των 450 εκατομμυρίων δυνάμει καταναλωτών δεν τον αφήνει αδιάφορο. Κάθε άλλο, μάλιστα, ειδικά τώρα που έχει ανοίξει για τα καλά το παιχνίδι της «προετοιμασίας για πόλεμο».

Ο Τούρκος πρόεδρος, με άλλα λόγια, θεωρεί – όχι άδικα – πως αυτή είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να ανοίξει μεγάλες μπίζνες με τους Ευρωπαίους και να τους γίνει σταδιακά ένας απαραίτητος, αν όχι στρατηγικά αναγκαίος εταίρος. Και εδώ, όμως, οι ελληνικές ενστάσεις και η απειλή βέτο (π.χ. για το πρόγραμμα SAFE) μοιάζουν να του χαλούν τα σχέδια.

Προσδεθείτε…

Εάν κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε πρέπει να αναμένουμε σχετικά σύντομα «κάτι» από την πλευρά του. Αποφάσεις και ενέργειες, δηλαδή, με τις οποίες θα επιδιώξει να ξεκαθαρίσει όχι μόνο τα δύο παραπάνω μέτωπα, αλλά συνολικά το πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων (και το Αιγαίο και το Κυπριακό). Έτσι ώστε, στη συνέχεια, να επικεντρώσει την προσοχή και τις προσπάθειές του εκεί όπου θεωρεί πως διακυβεύονται ακόμη περισσότερα.

Θα το κάνει δε έχοντας βαθιά πίστη ότι στη συγκεκριμένη «εξίσωση» είναι αυτός ο δυνατός και, κατά συνέπεια, πρέπει να πάρει τα περισσότερα στην όποια μοιρασιά. Είτε στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης είτε με κάποιο άλλο τρόπο, που ενέχει πολύ μεγαλύτερους κινδύνους, για όλους.