«Οταν τελειώσει ο πόλεμος θα πάω στην Ελλάδα»

Η Λαρίσα Αχιλέσοβνα Χριπλιβέτς έχει πάρει το μικρό της όνομα για να μοιάζει με την πόλη Λάρισα ενώ το μεσαίο της όνομα δηλώνει ότι ο πατέρας της λεγόταν Αχιλλέας. Το επίθετο δεν ξεχωρίζει ιδιαίτερα από τα υπόλοιπα ουκρανικά επίθετα. Μεγάλο μέρος από τα 68 της χρόνια ζει σε ένα χωριό έξω από το Χάρκοβο ενώ τις τελευταίες 800 ημέρες βιώνει τον πόλεμο μαζί με εκατομμύρια ακόμα ουκρανούς πολίτες.

Συναντήσαμε τη Λαρίσα σε ένα εμπορικό κέντρο στο κέντρο του Χαρκόβου. Την ώρα της συζήτησής μας άρχισε να ηχεί η αντιαεροπορική σειρήνα και οι περισσότεροι επισκέπτες του εμπορικού κατευθύνθηκαν βιαστικά προς το υπόγειο. Εμείς συνεχίσαμε τη συζήτηση. «Οταν τελειώσει ο πόλεμος θα έρθω στην Ελλάδα. Το θέλω πολλά χρόνια, έβγαλα διαβατήριο, έχω μαζέψει λεφτά. Νωρίτερα με εμπόδισε ο Covid και έπειτα ήρθε ο πόλεμος. Πριν δεν μπορούσα γιατί έπρεπε να δουλεύω και να μεγαλώνω τα παιδιά μου» μας λέει η Λαρίσα.

Οι Ελληνες του Χαρκόβου είναι ένα κράμα από ελληνες της Αζοφικής, Πόντιους, Ελληνες που ήρθαν εκεί από το Καζακστάν και άλλα σημεία της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας και την Ελλάδα. Ο πατέρας της κυρίας Λαρίσας ήρθε στην Οδησσό στις αρχές του περασμένου αιώνα και έμεινε εκεί. Αργότερα φυλακίστηκε σε στρατόπεδο εργασίας στη Σιβηρία.

«Ο πατέρας μου έκανε 9½ χρόνια στα στρατόπεδα εργασίας στη Σιβηρία επειδή ήταν Ελληνας. Βρήκα τα έγγραφα της καταδίκης του, διάβασα και όλες τις καταθέσεις. Στην απόφαση έγραφε: «Πιθανόν έχει ροπή προς την κατασκοπεία». Αυτά τα λόγια ήταν αρκετά για να περάσει στο στρατόπεδο εννιάμισι χρόνια, από το 1938 μέχρι το 1947. Επιβίωσε μόνο επειδή ήξερε να παίζει μουσική και δίδασκε τα παιδιά των αξιωματικών». Και αυτό, όπως μας λέει η ίδια, παρά το γεγονός ότι ο πατέρας της ήταν «μέλος του κόμματος». Αργότερα, όταν γεννήθηκε η Λαρίσα ο πατέρας της φοβήθηκε να δηλώσει ότι ληξιαρχείο «εθνικότητα – Ελληνίδα» για να μην έρθουν ξανά χρόνια σκοτεινά και υποστεί και εκείνη διακρίσεις εξαιτίας αυτού του. Τα σκοτεινά χρόνια δεν ήρθαν τελικά αλλά ήρθε ο πόλεμος.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία κατέστρεψε τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Δεκάδες χιλιάδες έχουν δολοφονηθεί, εκατομμύρια έχουν γίνει πρόσφυγες, άνθρωποι έχουν χάσει συγγενείς, φίλους, περιουσίες. Ξένοι και ουκρανοί αναλυτές περίμεναν ότι θα γίνει πόλεμος αλλά οι περισσότεροι πολίτες δεν ήθελαν να το πιστέψουν μέχρι τη στιγμή που συνέβη. «Θυμάμαι τους ανθρώπους να στέκονται στην ουρά για να αγοράσουν προϊόντα πρώτης ανάγκης. Στεκόντουσαν αμίλητοι, ακούνητοι, σαν ζόμπι. Κανείς δεν μπορούσε να το πιστέψει, οι γείτονές μας μάς βομβάρδιζαν. Εντάξει, υπάρχουν διαφωνίες και έλλειψη κατανόησης συχνά αλλά όχι έτσι». Η Λαρίσα θυμάται τις πρώτες μέρες πολέμου. Την ξύπνησε τηλεφώνημα από την κόρη της, έπειτα βγήκε έξω και είδε από μακριά το Χάρκοβο να καίγεται.

Μας λέει η Λαρίσα: «Είχαμε καταφύγιο στο χωριό μας κάτω από τον παιδικό σταθμό. Πήγαμε την πρώτη μέρα να το καθαρίσουμε. Το βράδυ άρχισε να έρχεται κόσμος, όχι μόνο από το δικό μας χωριό αλλά και από γειτονικά. Το πιο μικρό παιδί στο καταφύγιο ήταν επτά ημερών, υπήρχαν αρκετά ακόμα παιδιά διαφόρων ηλικιών. Κοιμόμασταν όπου βρίσκαμε αλλά κυρίως δεν κοιμόμασταν. Ευτυχώς κοιμόντουσαν τα παιδιά. Για τα παιδιά ήταν αρκετά διασκεδαστικό γιατί ήταν όλα μαζί και εμείς προσπαθούσαμε διαρκώς να τα απασχολούμε με κάτι για να μην καταλαβαίνουν τι συμβαίνει απ’ έξω». Και απ’ έξω έπεφταν βόμβες.

Από τις πρώτες μέρες η μικρή κοινότητα του χωριό οργανώθηκε, μοιράστηκαν οι υποχρεώσεις, οι άντρες έκαναν περιπολίες στους δρόμους και εξασφάλιζαν τα απαραίτητα και οι γυναίκες φρόντιζαν τα παιδιά. Αργότερα, στις 800 ημέρες που ακολούθησαν, πολλά από αυτά τα δίκτυα που σχηματίστηκαν στις πρώτες μέρες της ρωσικής εισβολής μετασχηματίστηκαν σε ομάδες που βοηθούσαν τον ουκρανικό στρατό. Εκατοντάδες χιλιάδες Ουκρανοί που βρίσκονται στα μετόπισθεν βοηθάνε προκειμένου οι στρατιώτες στο μέτωπο να έχουν τα απαραίτητα, εκεί όπου το επίσημο κράτος δυσκολεύεται.

Η Λαρίσα είναι και αυτή μια «εθελόντρια», όπως αποκαλούνται στην Ουκρανία εκείνοι που βοηθούν τον στρατό. Στον ελεύθερο χρόνο της πλέκει δίκτυα παραλλαγής για τον στρατό, φτιάχνει κεριά για τα χαρακώματα και προσπαθεί, όπως και πολλοί άλλοι, να διασφαλίζει εκείνα που είναι απαραίτητα την εκάστοτε στιγμή για το μέτωπο. Πριν από 800 μέρες, όταν οι πρώτες βόμβες έπεφταν στο Χάρκοβο και σε άλλες περιοχές της Ουκρανίας η ίδια, όπως και οι περισσότεροι στην Ουκρανία, δεν πίστεψε ότι ο πόλεμος θα κρατήσει τόσο πολύ. Σήμερα εκείνοι που έχουν μείνει στο Χάρκοβο και σε άλλες πόλεις δηλώνουν ότι δεν πρόκειται να φύγουν μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Το ίδιο λέει και η Λαρίσα, η οποία υποσχέθηκε στον εαυτό της να φύγει από το Χάρκοβο μόλις τελειώσει ο πόλεμος. Για να δει την Ελλάδα, την πατρίδα του πατέρα της.