Οι πολιτικές που κανείς δεν λέει να αλλάξουν

Είπε χθες ο Πρωθυπουργός κάτι που είχε καιρό να ακουστεί. Είπε ότι «αν αρχίσουμε να θέτουμε εν αμφιβόλω τους στόχους τους οποίους έχουμε θέσει στην Ευρώπη, θα αρχίσει να ξετυλίγεται το κουβάρι και οι αναμνήσεις της κρίσης είναι ακόμα νωπές στις αγορές». Δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς. Ηταν ωστόσο και μια έμμεση αυτοκριτική του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ξαφνικά σαν να τελείωσε η προσπάθεια καθησυχασμού των πολιτών που εξελίσσεται εδώ και χρόνια στη χώρα. Ενα ολόκληρο πολιτικό σύστημα, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, πορεύθηκε για μια πενταετία σαν να μην υπήρχε ποτέ κρίση. Κανείς δεν ήθελε να ταράξει την ηρεμία των πολιτών οδηγώντας τους σε συνειρμούς ανασφάλειας. Ολα αυτά μέχρι να ξεκινήσει μια ακόμα προεκλογική περίοδος, με προτάσεις πολιτικής που δείχνουν να ξεχνούν ότι όλη αυτή η επιφανειακή ασφάλεια οφείλεται σε μέτρα πολιτικής και στόχους, απόλυτα κλειδωμένους, από τη συμφωνία για το χρέος. Μέτρα πολιτικής σαν αυτά που προτείνει ο κύριος Κασσελάκης παραγνωρίζουν αυτή τη συμφωνία, με την οποία ολοκληρώθηκαν τα Μνημόνια στη χώρα και φέρει την υπογραφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Είμαστε ασφαλείς μόνο αν τηρούμε τους στόχους.

Δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχει περιθώριο επιμέρους αλλαγών. Μπορούν πολλά να αλλάξουν, φτάνει να καταλήγουν στους ίδιους στόχους. Προκαλεί απορία, για παράδειγμα, πως δεν έχει ενταχθεί στον δημόσιο διάλογο η ανάγκη επαναξιολόγησης των επιδομάτων που καταβάλλονται και των δεκάδων φοροαπαλλαγών. Το κονδύλι να μείνει το ίδιο ή αν υπάρχουν περιθώρια να αυξηθεί, αλλά δεν μπορεί επί πολλά χρόνια οι δικαιούχοι να μένουν οι ίδιοι. Σαν η κοινωνία να μένει στάσιμη. Σαν η χώρα να μην αλλάζει και να μην προσαρμόζει το σχέδιό της για το μέλλον. Κανείς να μην προβληματίζεται για την κοινωνική πολιτική και την άσκησή της.

Από την ανάγκη αναθεώρησης δεν μπορεί να εξαιρείται η φορολογική πολιτική. Πριν από πολλά χρόνια προκειμένου να εισπραχθούν κάποια χρήματα από πιθανούς φοροφυγάδες, δημιουργήθηκαν τα γενικά τεκμήρια διαβίωσης. Εκτοτε δεν άλλαξαν. Η χώρα έχει ανεβάσει ΑΕΠ πάνω από 50% και τα τεκμήρια είναι ίδια. Μνημείο αδιαφορίας του ελληνικού κράτους. Χαρακτηριστικό της αναποτελεσματικότητάς τους είναι ότι πέρυσι μόλις 800 εκατ. ευρώ επιπλέον εισοδημάτων ελεύθερων επαγγελματιών αποκάλυψαν και ας αναγνωρίζει όλη η κοινωνία και η κυβέρνηση ότι εκεί βρίσκεται η μεγαλύτερη εστία φοροδιαφυγής. Και ας σπεύδει εκ των υστέρων να θεσπίσει τον τεκμαρτό τρόπο φορολόγησής τους.

Το άκρον άωτον της έλλειψης προσαρμογής, είναι η κλίμακα φορολόγησης των μισθωτών. Ολοι αναγνωρίζουν ότι ειδικά οι μισθωτοί φορολογούνται άδικα. Με μικρές αλλαγές η κλίμακα είναι η ίδια από τα Μνημόνια, δεν έχει δίκαιη προοδευτικότητα και είναι τιμωρητική για τα υψηλά εισοδήματα, κατά κανόνα των μισθωτών με θέση ευθύνης. Μάλιστα, η κυβέρνηση ευαγγελίζεται την ανάγκη αύξησης των μισθών. Για να ενισχύσει αυτή την τάση, αυξάνει κάθε χρόνο τον κατώτατο μισθό, συμπαρασύροντας όλους τους μισθούς προς τα πάνω. Η κλίμακα ωστόσο δεν έχει αλλάξει. Ανθρωποι που δεν πλήρωναν φόρο εισοδήματος ή πλήρωναν λίγο, πληρώνουν τώρα παραπάνω, καθώς οι επιχειρήσεις αύξησαν τους μισθούς, αλλά το κράτος που τις υποχρέωσε στις αυξήσεις, δεν μείωσε το δικό του μερτικό. Το κράτος εισπράττει μερίδιο από την αύξηση των εισοδημάτων των πολιτών, διατηρώντας φορολογικούς συντελεστές ίδιους με την περίοδο χρεοκοπίας της χώρας και σε κανέναν – ούτε στην αντιπολίτευση – δεν κάνει εντύπωση.