Η σκηνοθέτις και συγγραφέας Έλενα Πέγκα παρουσιάζει από τις 16 Οκτωβρίου στο BIOS το εμβληματικό έργο του Σαμ Σέπαρντ «Οι ερωτευμένοι» (Fool for Love). Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, η Μελία Κράιλινγκ, ο Παναγιώτης Γαβρέλας, ο Δημήτρης Καραβιώτης και ο Νίκος Βατικιώτης καλούνται να αναμετρηθούν με το πάθος, τη βία και τα μυστικά ενός έρωτα χωρίς διέξοδο σε μια παράσταση που αποκαλύπτει με σκληρότητα, αλλά και ποιητική ένταση την κόλαση του έρωτα και τη βαριά κληρονομιά μίας οικογένειας.
Το έργο του Σαμ Σέπαρντ κινείται ανάμεσα στον ωμό ρεαλισμό και την ποιητικότητα, φωτίζοντας τα πιο σκοτεινά τοπία της ανθρώπινης ψυχής. Γραμμένο το 1983, το «Fool for Love» αναγνωρίστηκε αμέσως ως ένα από τα πιο ισχυρά και αντιπροσωπευτικά έργα του, φτάνοντας μέχρι και την υποψηφιότητα για το βραβείο Pulitzer. Δύο χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ρόμπερτ Άλτμαν, με τον ίδιο τον Σέπαρντ και την Κιμ Μπάσινγκερ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
«Οι ερωτευμένοι» είναι η ιστορία δύο ανθρώπων που βρίσκονται παγιδευμένοι σε έναν έρωτα ικανό να τους καταστρέψει. Η Μέι και ο Έντι συναντιούνται ξανά σ’ ένα παλιό μοτέλ, χαμένο μέσα στην έρημο της Καλιφόρνιας. Ο χώρος, απομονωμένος και κλειστοφοβικός, γίνεται το πεδίο μιας ανελέητης αναμέτρησης, όπου η αγάπη μετατρέπεται σε εμμονή και η έλξη σε βία. Πάθος, ζήλια, πόθος και οργή εναλλάσσονται με καταιγιστικό ρυθμό, καθώς οι δυο τους παλεύουν να μείνουν μακριά ο ένας από τον άλλον, την ίδια στιγμή που ξέρουν πως δεν μπορούν να ζήσουν χωριστά.
Καθώς η νύχτα προχωρά, το παιχνίδι της έλξης και της απόρριψης αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο: η σχέση τους είναι δεμένη όχι μόνο με το πάθος αλλά και με ένα μυστικό που βαραίνει σαν κατάρα. Το παρελθόν τους, ενσαρκωμένο στη φιγούρα ενός ηλικιωμένου άνδρα, ξετυλίγεται σαν φάντασμα που δεν λέει να φύγει. Η παρουσία του φωτίζει την κρυμμένη αλήθεια και αποκαλύπτει το τραύμα που τους κρατά αλυσοδεμένους. Ένα τραύμα που γίνεται ταυτόχρονα δεσμός και καταστροφή.
Η Έλενα Πέγκα στους «Ερωτευμένους» συνδυάζει το μελό με τη φάρσα, τον ρεαλισμό με τον συμβολισμό, και σκηνοθετεί μία παράσταση που μιλά για τη βαριά κληρονομιά των οικογενειακών προτύπων, την καταστροφική δύναμη του πάθους και τον εγκλωβισμό των ανθρώπων στα μυστικά του παρελθόντος.
Η ασφυκτική ατμόσφαιρα του μοτέλ μετατρέπεται σε σκηνικό ψυχικής απογύμνωσης, όπου οι ήρωες παλεύουν ανάμεσα στην αγάπη και τη βία, την αλήθεια και το ψέμα, αναζητώντας μάταια μια λύτρωση που δεν έρχεται ποτέ. Μία παράσταση που δεν είναι απλώς μια ιστορία έρωτα και καταστροφής, αλλά μια ωμή και ταυτόχρονα ποιητική μελέτη πάνω στην ανθρώπινη ψυχή.
Οι ηθοποιοί της παράστασης μιλούν στα «Νέα» για το ρόλο τους και την αγαπημένη τους στιγμή του έργου.
Δημήτρης Καραβιώτης
Πρώτη φορά έρχομαι αντιμέτωπος με έναν ρόλο που γεννάει η σκέψη των άλλων ηρώων του έργου. Είναι από αυτούς τους ρόλους που εξιταρουν τους ηθοποιούς ακριβώς γιατί τίποτα δεν είναι χειροπιαστό, τίποτα δεν είναι άσπρο ή μαύρο ή κόκκινο. Ειναι όλα τα χρώματα μαζί όλα τα φώτα και όλες οι σκιές. Υπάρχει πραγματικά ή είναι φανταστικό πρόσωπο; Ένα πλάσμα που έρχεται από το παρελθόν στο παρόν για να δώσει στους ήρωες το μέλλον. Το μέλλον όμως που φτιάχνουν οι ίδιοι με τις δικές τους αποφάσεις αφού ο ρόλος μου δεν είμαι παρά μια φωνή μέσα στο κεφάλι τους. Υπάρχει ή δεν υπάρχει.
Ο ηλικιωμένος είναι ένας ρόλος στο εργο του Σαμ Σέπαρντ που ο ίδιος τον ήθελε στην άκρη της σκηνής. Η σκηνοθεσία της Έλενας Πέγκα τον ρόλο αυτόν τον ήθελε παντού. Μεσα στους τοίχους, στο πάτωμα, στα έπιπλα, μέσα στους ηχους, μέσα στα ίδια τα πρόσωπα και πλάι τους, μέσα στο φως και μέσα στο σκοτάδι. Είναι και πρόσωπο του έργου και θεατής του. Είναι το θύμα ενός αδιέξοδου έρωτα που βρίσκει καταφύγιο στη φαντασία. Και για τα πρόσωπα του έργου είναι και θύτης και από μηχανής θεός.
Αγαπημένη μου σκηνή δύσκολη κι απαιτητική σωματικά είναι η σκηνή που ένα πρόσωπο που δεν εμφανίζεται πότε ένα πρόσωπο που δεν βλέπουν οι θεατές κι αυτό το πρόσωπο έρχεται ως εξωτερική απειλή να φέρει τα πάνω κάτω να διαλύσει τα πάντα.
Παναγιώτης Γαβρέλας
Ο Έντι είναι ένας άντρας γύρω στα 30. Προφυλαγμένος πίσω από μια ψυχική πανοπλία. Ένα προφίλ ενός σκληρού καουμπόη που δεν παθαίνει τίποτα. Όμως παραμένει ένα μικρό παιδί, πληγωμένος από ένα τραύμα που τον εμποδίζει να δεθεί ολοκληρωτικά και να εκφράσει με άνεση τα συναισθήματα που νιώθει. Εκφράζει με ειλικρίνεια τα θέλω του και τα διεκδικεί μέχρι τέλους. Όμως δεν ξέρει αν την επόμενη στιγμή τα θέλω του και τα συναισθήματά του θα παραμένουν αμετάβλητα.
Η αγαπημένη μου σκηνή του έργου είναι όταν εισβάλει στο δωμάτιο του μοτέλ της Μέη ο Μάρτιν, ένα νέο ραντεβού της. Η συνθήκη είναι τόσο πολυδιάστατη και γίνεται σουρεαλιστική, με τον Έντι να προσπαθεί να ανταγωνιστεί τον Μάρτιν και να χαλάσει το ραντεβού τους και την Μέη να προσπαθεί να κρατήσει τα προσχήματα. Είναι μια κωμική σκηνή που έρχεται μέσα από βαθιά απελπισία που αποτελεί το αγαπημένο μου είδος χιούμορ.
Νίκος Βατικιώτης
Ο Μάρτιν είναι σαν ένας εξωτερικός παρατηρητής που εισβάλλει σε έναν κόσμο γεμάτο πάθος, μυστικά και βία. Δεν ανήκει σ’ αυτό το σύμπαν, γι’ αυτό και η παρουσία του τονίζει ακόμα περισσότερο τη σύγκρουση των δύο βασικών χαρακτήρων, της Μέι και του Έντι.: Ο Μάρτιν λειτουργεί σαν καθρέφτης για τον θεατή. Μέσα από τα μάτια του βλέπουμε πόσο διαταραγμένη και επώδυνη είναι η σχέση των άλλων δύο. Είναι το μέτρο του «φυσιολογικού» σε έναν κόσμο που έχει χάσει κάθε ισορροπία. Η αγαπημένη μου σκηνή στους ερωτευμένους είναι όταν όλοι οι ήρωες βρίσκονται για πρώτη φορά όλοι μαζί. Η αμηχανία, η προσπάθεια, η αγωνία και η συνδιαλλαγή που υπάρχει αναμεσα τους εκείνη την στιγμή είναι νομίζω όλη η περιγραφή της ιστορίας τους Σέπαρντ.
Μελία Κράιλινγκ
Υποδυομαι τη Μέι, ένα κορίτσι αδάμαστο που προσπαθεί απεγνωσμένα να απαρνηθεί έναν τεράστιο έρωτα, για να αποκτήσει μια ζωή που θέλει. Όμως, άλλοι παράγοντες δημιουργούν καταιγίδες μέσα της, και σαν τρελή προσπαθεί να μην πνιγεί μέσα σε ένα όνειρο που είναι μεθυστικό αλλά δεν ξέρει αν είναι καν δικό της πια… Αγριεμένη και ατίθαση, με τα ελάχιστα εργαλεία που διαθέτει (το θυμό και το χιούμορ) προσπαθεί να φύγει μακριά από μια καταραμένη κατάσταση, από ένα οικογενειακό μυστικό που την στοιχειώνει, και να γίνει «κανονική». Όμως το «κανονικό» είναι κι αυτό ενας μύθος, κάτι άπιαστο, απροσδιόριστο. Η Μέι, προσπαθει να το βρει, να γητεύσει τη ζωή της, προς αυτό το κανονικό, αλλά κι αυτό δεν εχει ιδέα τί θα είναι. Η αγαπημενη μου σκηνη του έργου ειναι οι τελευταίες στιγμές της Μέι επί σκηνής. Ιδρωμένη, ταλαιπωρημένη, και απελευθερωμένη.