Ντικ Τσέινι, ο πρώην αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών επί προεδρίας Τζορτζ Ουόκερ Μπους, πέθανε σε ηλικία 84 ετών, αφήνοντας πίσω του μια πορεία που σημάδεψε την αμερικανική πολιτική σκηνή. Σύμφωνα με ανακοίνωση της οικογένειάς του προς τα μέσα ενημέρωσης, ο θάνατός του οφείλεται σε επιπλοκές από πνευμονία και καρδιαγγειακά προβλήματα.
Ο Τσέινι υπήρξε μια μακιαβελική φυσιογνωμία με ισχυρή επιρροή στα παρασκήνια της εξουσίας. Θεωρήθηκε ένας από τους πιο ισχυρούς αντιπροέδρους στην ιστορία των ΗΠΑ, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις της κυβέρνησης Μπους, ιδιαίτερα κατά την εισβολή στο Ιράκ το 2003.
Γεννημένος στις 30 Ιανουαρίου 1941 στο Λίνκολν της Νεμπράσκα, μεγάλωσε στο Ουαϊόμινγκ. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Ουαϊόμινγκ, έχοντας προηγουμένως εγκαταλείψει το Yale. Οι σπουδές του του επέτρεψαν να εξαιρεθεί επανειλημμένα από τη στρατιωτική θητεία κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Το 1964 παντρεύτηκε τη Λιν Βίνσεντ και λίγα χρόνια αργότερα μετακόμισε στην Ουάσινγκτον, όπου ξεκίνησε την καριέρα του στο Κογκρέσο. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ντόναλντ Ράμσφελντ, που έμελλε να γίνει ο πολιτικός του μέντορας. Υπό την προεδρία του Τζέραλντ Φορντ, ο Τσέινι ανέλαβε τη θέση του προσωπάρχη του Λευκού Οίκου και συμμετείχε στην –ανεπιτυχή– εκστρατεία επανεκλογής του Φορντ το 1976.
Ντικ Τσέινι: Από το Κογκρέσο στη Halliburton
Ακραιφνής Ρεπουμπλικανός, εξελέγη το 1978 βουλευτής στο Ουαϊόμινγκ και παρέμεινε στη Βουλή των Αντιπροσώπων για δέκα χρόνια. Το 1989 ανέλαβε υπουργός Άμυνας υπό τον Τζορτζ Χέρμπερτ Ουόκερ Μπους, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στον Πόλεμο του Κόλπου (1990-1991). Μετά την ήττα των Ρεπουμπλικανών, στράφηκε στον ιδιωτικό τομέα και το 1995 έγινε διευθύνων σύμβουλος της Halliburton, ενός από τους μεγαλύτερους ομίλους πετρελαϊκών υπηρεσιών παγκοσμίως.
Το 2000 επέστρεψε στην πολιτική ως υποψήφιος αντιπρόεδρος στο πλευρό του Τζορτζ Ουόκερ Μπους. Από τη θέση αυτή άσκησε τεράστια επιρροή στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Θεωρείται από τους βασικούς υποστηρικτές της εισβολής στο Ιράκ, επικαλούμενος πληροφορίες για όπλα μαζικής καταστροφής που αργότερα αποδείχθηκαν αβάσιμες.
Η πολιτική κληρονομιά και η οικογένεια του Ντικ Τσέινι
Η κόρη του, Λιζ Τσέινι, εξελέγη το 2016 στη Βουλή των Αντιπροσώπων εκπροσωπώντας το Ουαϊόμινγκ, αλλά συγκρούστηκε ανοιχτά με τον Ντόναλντ Τραμπ μετά τις εκλογές του 2020. Ο πατέρας της τη στήριξε δημόσια, χαρακτηρίζοντας τον Τραμπ «δειλό» και «κίνδυνο για τη δημοκρατία μας».
Το 2024, ο Ντικ Τσέινι προκάλεσε αίσθηση ανακοινώνοντας ότι θα ψηφίσει τη Δημοκρατική υποψήφια Κάμαλα Χάρις, δηλώνοντας πως «έχουμε το καθήκον να βάζουμε τη χώρα πάνω από τις κομματικές διαφορές για να υπερασπιζόμαστε το Σύνταγμά μας».
Η δεύτερη κόρη του, Μέρι Τσέινι, διαφοροποιήθηκε επίσης από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, υποστηρίζοντας ανοιχτά τον γάμο για όλους. Ο Τσέινι είχε εκφράσει τη στήριξή του στη θέση αυτή, παρά τις επικρίσεις από συντηρητικούς κύκλους.
Η αμφιλεγόμενη παρακαταθήκη
Ως αντιπρόεδρος, ο Τσέινι υπήρξε από τους ισχυρότερους στην ιστορία των ΗΠΑ. Υποστήριξε τις προωθημένες τεχνικές ανάκρισης που αργότερα χαρακτηρίστηκαν βασανιστήρια και συνέδεσε το όνομά του με τη σκληρή γραμμή του πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Παράλληλα, η Halliburton επωφελήθηκε οικονομικά από τον δεύτερο πόλεμο στο Ιράκ, γεγονός που ενίσχυσε τις επικρίσεις για σύγκρουση συμφερόντων.
Ο Ντικ Τσέινι θα μείνει στη μνήμη ως μια από τις πιο αμφιλεγόμενες και επιδραστικές προσωπικότητες της αμερικανικής πολιτικής σκηνής των τελευταίων δεκαετιών.