Νίκος Δερτιλής στα «ΝΕΑ»: «Το μυαλό μου με δολοφονεί 42 χρόνια τώρα»

Στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου 104 (Ευμολπιδών 41, Αθήνα), από τη Δευτέρα 6 Οκτωβρίου και κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15, κάνει πρεμιέρα το νέο έργο του Βασίλη Μαυρογεωργίου με τίτλο «Αυτοί που κοιτούν». Πρόκειται για μια τολμηρή θεατρική πρόταση που θέτει ερωτήματα γύρω από την έννοια του πολέμου – πραγματικού ή συμβολικού – και τις λεπτές ισορροπίες στις ανθρώπινες σχέσεις όταν αυτές δοκιμάζονται στα άκρα.

Δύο στρατιώτες, εγκλωβισμένοι σε ένα παρατηρητήριο μιας εμπόλεμης ζώνης, καλούνται να εκτελέσουν διαταγές που τους φέρνουν αντιμέτωπους όχι μόνο με τον «εχθρό», αλλά και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Μέσα από την καθημερινή τους συνύπαρξη, το έργο φωτίζει με ωμότητα και χιούμορ τις αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης: την ανάγκη για επιβίωση, την αδυναμία της συνύπαρξης, την αγωνία για το «άλλο» που πάντα μας απειλεί.

Το έργο που ανεβαίνει για πρώτη φορά, ζωντανεύει με την υποκριτική και σκηνοθετική σύμπραξη των Δημήτρη Γεωργαλά και Νίκου Δερτιλή, αναδεικνύει τον αντιπολεμικό και αντιρατσιστικό χαρακτήρα του έργου, προσφέροντας μια εμπειρία που δεν αφήνει τον θεατή αμέτοχο. Ένα θέατρο που κοιτά κατάματα την πραγματικότητα και μας καλεί να αναρωτηθούμε: τελικά, ποιοι είναι «αυτοί που κοιτούν»;

Πριν την πρεμιέρα, ο Νίκος Δερτιλής μίλησε στα «Νέα».

Πείτε μου λίγα λόγια για το ρόλο σας. Πώς τον αντιμετωπίζετε;

Ο ρόλος μου εκπροσωπεί μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων του 21ου αιώνα, ίσως και την μεγαλύτερη. Είναι ένας άνθρωπος παραδομένος άνευ όρων στον καπιταλισμό, η προτεραιότητα στη ζωή του είναι τα λεφτά, τα ακριβά μαγαζιά, το σεξ με ωραίες γυναίκες, τα ωραία αμάξια, να τρώει καλά, να κοιμάται καλά και όλα αυτά να γίνονται με τον λιγότερο δυνατό κόπο. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν κλήθηκε στον πόλεμο χωρίς ασφαλώς να θέλει και αναγκάζεται να βρίσκεται εκεί χωρίς όλα αυτά που του αρέσουν και να εκτελεί όποιον από τον “εχθρό” περνάει από εκεί. Αυτός ο άνθρωπος στην ζωή του έχει μάθει ένα πράγμα πολύ καλά: να προσαρμόζεται, να επιβιώνει, να τα φέρνει όλα στα μέτρα του. Στο συνθήκη του πολέμου μπορούν αυτές οι δεξιότητες να λειτουργήσουν; Αν ναι, πως; Προσπαθώ να τον αντιμετωπίσω όπως κάθε αρνητικό ρόλο που έχω κάνει, με κατανόηση, χωρίς να τον δικαιολογώ και χωρίς να τον κρίνω, να του επιτρέψω και να μου επιτρέψει.

Ο ρόλος σας στην παράσταση κινείται ανάμεσα στον πόλεμο και τις προσωπικές σχέσεις. Πώς βιώσατε τη μεταμόρφωση ενός ανθρώπου που καλείται να συνυπάρξει με κάποιον που μισεί;

Ειρηνικά αλλά και με μια μεγάλη θλίψη γιατί όσο και να καταδικάζω εκ του ασφαλούς την στάση του, βαθιά μέσα μου ξέρω πως μπορεί να έκανα και εγώ το ίδιο ακριβώς. Οι πολιτικές μου πεποιθήσεις είναι αρκετά διαφορετικές, αλλά αυτό δεν σημαίνει τελικά και τόσα σε μια τόσο ακραία συνθήκη όσο αυτή του πολέμου. Είσαι αυτός που είσαι επειδή οι συνθήκες της ζωής σου ήταν αυτές και όχι κάποιες άλλες. Αν νιώθεις υπερήφανος λοιπόν γι’ αυτό που είσαι, πες και ένα ευχαριστώ στον θεό, στην τύχη ή στο σύμπαν γιατί δεν είναι όλο δικό σου αυτό που είσαι σήμερα.

Ο τίτλος αφήνει ανοιχτό το ερώτημα: ποιος κοιτάζει ποιον; Εσείς ως ηθοποιός, νιώθετε ότι κοιτάτε τον χαρακτήρα σας ή ότι ο χαρακτήρας σας κοιτάζει εσάς;

Νιώθω ότι περισσότερο με κοιτάζει αυτός με μεγαλύτερη ευκολία απ’ ότι εγώ, από την άλλη εγώ προσπαθώ και δουλεύω αρκετά για να τον κοιτάξω και να τον πλησιάσω.

Αν μπορούσατε να γίνετε ένας από «αυτούς που κοιτούν» στη δική σας ζωή, ποιο σημείο ή ποιον άνθρωπο θα θέλατε να παρατηρήσετε;

Εμένα. Και αυτό δεν είναι κάποια εγωπάθεια αλλά επειδή ξέρω ότι ο μόνος άνθρωπος που δεν μπορώ να παρατηρήσω με μια σχετική αντικειμενικότητα είναι ο ίδιος μου ο εαυτός. Πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι οι άλλοι μπορεί να ξέρουν πιο ουσιαστικές αλήθειες για μένα απ’ ότι εγώ για μένα.

Ο πόλεμος στο έργο μπορεί να είναι αληθινός ή μεταφορικός. Ποιο από τα δύο σας άγγιξε περισσότερο ως ηθοποιό και γιατί;

Ασφαλώς το πρώτο. Στο μεταφορικό πόλεμο μπορεί να χρειαστεί να πληγώσεις κάποιον προκειμένου να επωφεληθείς από διάφορα υλικά, ή όχι, να τροφοδοτήσεις τον εγωισμό σου, είτε για οτιδήποτε άλλο. Όλοι το έχουμε κάνει, περισσότερο ή λιγότερο. Αυτό σου δίνει την δυνατότητα αργότερα να ξαναδείς να πράγματα, να ζητήσεις συγνώμη, να επανορθώσεις ή και όχι. Στον αληθινό πόλεμο πατάς την σκανδάλη και αφαιρείς μια ζωή ως άλλος “θεός”. Αυτό είναι μη ανατρέψιμο και για το θύμα και για τον θύτη.

Το έργο συνδυάζει έντονο αντιπολεμικό και αντιρατσιστικό μήνυμα με πολύ προσωπικές ανθρώπινες στιγμές. Πιστεύετε ότι η θεατρική εμπειρία μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που οι θεατές «κοιτούν» τους άλλους;

Η παράστασή μας θα κάνει αυτό που οφείλει, θα θέσει ερωτήματα, δεν πρόκειται να φύγεις και να μην μπεις σε σκέψεις. Ο σκοπός μας είναι μόλις μια παρέα φύγει από την παράσταση να έχει την ανάγκη να πάει για ένα ποτό και να συζητήσει αυτά τα ερωτήματα. Δεν νομίζω να αλλάξει κάτι και δεν είναι στο χέρι μας. Γενικά πιστεύω ότι ο άνθρωπος δεν αγαπά τις ουσιαστικές εσωτερικές αλλαγές και αυτές, αν έρθουν, θα έρθουν με πόνο και όχι από την μια στιγμή στην άλλη, είναι σαν πολλές σταγόνες που η τελευταία ξεχειλίζει το ποτήρι.

Το έργο θίγει τη «θανάσιμη ρουτίνα». Υπάρχει στη ζωή σας κάποια καθημερινή συνήθεια που νιώθετε ότι σας «δολοφονεί» ή σας περιορίζει;

Χμμμ… ναι, το μυαλό μου. Το κάνει 42 χρόνια τώρα με μεγάλη επιτυχία.

Τι νομίζετε ότι αφήνει το έργο στον θεατή περισσότερο: την αγωνία, τον προβληματισμό ή την αίσθηση αδικίας;

Νομίζω τον προβληματισμό και την αίσθηση αδικίας. Το έργο δεν λυτρώνει κάποιον στο τέλος. Είναι μια γροθιά στο στομάχι απέναντι στην ωμή πραγματικότητα του πολέμου. Η αίσθηση του αντιπολεμικού πηγάζει από το γεγονός ότι ο πόλεμος μόνο τον χειρότερο εαυτό μπορεί να μας βγάλει και τίποτε άλλο. Βλέπουμε γύρω μας πολέμους σήμερα, με πολλές συμμαχίες και η χώρα μας έχει συμμετάσχει κάποιες στιγμές με έναν τρόπο (από το να στείλει εξοπλισμό έως και στρατιώτες). Δεν θέλουμε να το σκεφτόμαστε αυτό γιατί κρύβει μια ευθηνή για μας ως πολίτες. Αν κάποια στιγμή ο πόλεμος μας χτυπήσει πιο δυνατά την πόρτα θα πάμε να πολεμήσουμε; Για ποιον πραγματικά θα το κάνουμε αυτό; Ποιος πραγματικά θα είναι ο εχθρός σε αυτόν τον πόλεμο; Ποιος θα είναι πραγματικά ο λόγος; Είμαστε στον 21ο αιώνα και κάποια από τα ψέματα που έδιναν στον κόσμο τα όπλα τους περασμένους αιώνες δεν λειτουργούν πια ή, δεν πρέπει να λειτουργούν.