Έντονη αντίδραση προκάλεσε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο 2028-2034, με την πλειοψηφία των πολιτικών ομάδων να απορρίπτει τη φιλοσοφία της και να ζητά ουσιαστικές αλλαγές. Σε κοινή επιστολή προς την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, οι ηγέτες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, των Φιλελευθέρων του Renew Europe και των Πρασίνων κατηγορούν την Επιτροπή ότι επιχειρεί να μετατρέψει τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό σε ένα σύνολο «εθνικών σχεδίων» στα πρότυπα του ταμείου ανάκαμψης, περιορίζοντας το ρόλο των ευρωπαϊκών θεσμών και των περιφερειών.
Η νέα πρόταση της Κομισιόν, που παρουσιάστηκε τον Ιούλιο, προβλέπει τη δημιουργία ενός τεράστιου ενιαίου ταμείου που θα απορροφά σχεδόν το ένα τρίτο του συνολικού προϋπολογισμού των δύο τρισεκατομμυρίων ευρώ και θα ενσωματώνει τα προγράμματα συνοχής, γεωργίας, αλιείας, μετανάστευσης και διαχείρισης συνόρων. Η διαχείριση των πόρων θα γινόταν μέσω «εθνικών και περιφερειακών σχεδίων εταιρικής σχέσης», δίνοντας στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να αποφασίζουν με δικά τους κριτήρια πώς θα διαθέσουν τα κονδύλια, διατηρώντας μόνο ένα μικρό ποσοστό για πολιτικές συνοχής ή αγροτικές ενισχύσεις.
Οι επικεφαλής των τεσσάρων μεγαλύτερων πολιτικών ομάδων του Ευρωκοινοβουλίου, που αποτέλεσαν και τη βάση της δεύτερης θητείας της φον ντερ Λάιεν, τονίζουν ότι η συγκέντρωση των αποφάσεων στα εθνικά κέντρα θα υπονόμευε τον ευρωπαϊκό χαρακτήρα των πολιτικών συνοχής και θα μείωνε τη διαφάνεια στη χρήση των κονδυλίων. Παράλληλα, προειδοποιούν ότι οι προτεινόμενες πιστώσεις για την Κοινή Αγροτική Πολιτική και τα διαρθρωτικά ταμεία συνεπάγονται ουσιαστική μείωση σε πραγματικούς όρους σε σχέση με το ισχύον πλαίσιο 2021-2027.
Οι ευρωβουλευτές ζητούν από την Κομισιόν να προβλέψει ξεχωριστές γραμμές χρηματοδότησης και κανονισμούς για κάθε τομέα πολιτικής, ώστε να διασφαλιστεί η λογοδοσία και η σταθερότητα για τους δικαιούχους. Παράλληλα, απαιτούν μεγαλύτερο ρόλο για τις τοπικές και περιφερειακές αρχές – ιδιαίτερα στη διαχείριση των κονδυλίων συνοχής – καθώς και αυξημένες εγγυήσεις ισότιμης μεταχείρισης στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.
Επιπλέον, η πλειοψηφία του Ευρωκοινοβουλίου απορρίπτει την επέκταση του μοντέλου «χρηματοδότησης βάσει επιδόσεων», το οποίο συνδέει τις εκταμιεύσεις με συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις, χαρακτηρίζοντάς το «δημοκρατικά ελλειμματικό» και δύσκολο να ελεγχθεί. Όπως επισημαίνουν, η εμπειρία από το Ταμείο Ανάκαμψης έδειξε ότι η έλλειψη επαρκούς ελέγχου και διαφάνειας μπορεί να οδηγήσει σε στρεβλώσεις και άνιση κατανομή των πόρων.
Η Κομισιόν απάντησε μέσω εκπροσώπου ότι «παραμένει ανοιχτή να ακούσει» τις θέσεις του Ευρωκοινοβουλίου και των κρατών-μελών και ότι βρίσκεται σε «εποικοδομητικό διάλογο» με όλες τις πλευρές, χωρίς ωστόσο να προδικάζει αν θα υπάρξουν τροποποιήσεις στο σχέδιο. Παρά ταύτα, οι ευρωβουλευτές προειδοποιούν ότι, όπως έχει σήμερα, η πρόταση «δεν μπορεί να αποτελέσει βάση διαπραγμάτευσης».
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αν και δεν καθορίζει το ύψος των κονδυλίων, πρέπει να εγκρίνει το τελικό πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο ώστε να τεθεί σε ισχύ. Η σύγκρουση με την Κομισιόν προμηνύει ένα δύσκολο παζάρι για το μέλλον των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων και για το ποιος τελικά θα έχει τον έλεγχο του προϋπολογισμού: οι Βρυξέλλες, τα κράτη-μέλη ή οι ίδιες οι περιφέρειες που αποτελούν τον πυρήνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.