Ηταν Μάρτιος του 1572 όταν κυκλοφόρησε στη Λισαβόνα με βασιλική άδεια ένα βιβλίο με τον τίτλο Οι Λουσιάδες. Ο λογοκριτής της Ιεράς Εξέτασης είχε δυσκολευτεί, παρά τη βασιλική άδεια, να υπογράψει το πόρισμα υπέρ της έκδοσης, επειδή ο συγγραφέας δεν έπαυε να επικαλείται τους θεούς του Ολύμπου και τις Μούσες, είχε όμως υπέρ αυτού το γεγονός ότι, ποιητική αδεία, περιέγραφε τις δυσκολίες ενός μικρού στόλου που είχε φτάσει στην Ινδία έπειτα από ταξίδι μηνών, αποδεικνύοντας το μεγαλείο της χριστιανικής Πορτογαλίας. Το έργο, 1.102 στροφές και 8.816 στίχοι, ανήκε σε κάποιον Λουίς ντε Καμόες ποιητή, που είχε παραμείνει επί δεκαεπτά έτη στις πορτογαλικές αποικίες της Ανατολής, από όπου είχε φέρει το χειρόγραφο, ισχυριζόμενος μάλιστα ότι το είχε γλιτώσει βρεγμένο όταν ναυάγησε σε αφιλόξενο τόπο κατά την επιστροφή του. Οσο για τον τίτλο, η λέξη «Λουσιάδες» ήταν άγνωστη, παρέπεμπε όμως κατά τον μύθο στον Ρωμαίο Λούσο, ακόλουθο του Διόνυσου-Βάκχου, ο οποίος ίδρυσε τη Λουζιτάνια, συνδεόμενη έτσι με τη δόξα της Ρώμης, ιστορικό θεμέλιο του βασιλείου της Πορτογαλίας.
Το περιεχόμενο του έργου είναι σαφές: είναι το έπος του ταξιδιού (1497-1499) του Βάσκο ντα Γκάμα με τέσσερα πλοία και εκατόν εβδομήντα άνδρες κατά μήκος των ακτών της Αφρικής, πέρασμα από το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, άφιξη στην Ινδία και επιστροφή στην πατρίδα με δύο πλοία και ελάχιστο πλήρωμα. Ο Καμόες μιμείται την Οδύσσεια και την Αινειάδα, η διαφορά όμως είναι ότι αναφέρεται σε υπαρκτά πρόσωπα συγκεκριμένης εποχής και επιπλέον ακολούθησε ο ίδιος τον δρόμο του ντε Γκάμα, έζησε δηλαδή στο πετσί του εμπειρίες πραγματικές και ουσιώδεις στην τότε άλλη άκρη του κόσμου. Ψάλλει τη συμπαράσταση της Αφροδίτης στο τόλμημα του ντα Γκάμα, θεάς της καλοσύνης και των Μουσών, που δεν άφησαν να ισχύσει η ανησυχία του γέροντα, ο οποίος βλέποντας στο λιμάνι την αναχώρηση των τεσσάρων πλοίων, προέλεγε την αποτυχία και τιμωρία τέτοιου μάταιου εγχειρήματος.
Ο Καμόες γράφει τους Λουσιάδες 75 χρόνια αργότερα σαν να ήταν εκεί από την αρχή ως το τέλος του ταξιδιού, γράφει όταν πια η Πορτογαλία είναι αυτοκρατορία με κτήσεις στην Αφρική, στις «Ινδίες» που για τους γεωγράφους εκτείνονταν από την Ερυθρά Θάλασσα ως το Μακάο, κατείχε επίσης μέρος της Βραζιλίας. Το σπουδαιότερο είναι ότι γράφει στη γλώσσα της πατρίδας του, εκείνου του μακρόστενου άκρου της Ιβηρικής που ήλεγχε η Ισπανία, ένα βασίλειο όπου μιλιόταν η γλώσσα της Καστίλης και η πορτογαλική ήταν επιλογή και όχι πολιτιστική παράδοση και παρουσία. Γράφει βέβαια συνεπής στα στερεότυπα των καιρών: οι μαύροι είναι βάρβαροι υπάνθρωποι που τους κερδίζεις με μπιχλιμπίδια, οι τοπικοί άρχοντες και οι υπήκοοί τους σε όλους τους σταθμούς της πορείας είναι πονηροί, προδότες, σχεδιάζουν όλα τα κακά του κόσμου, τα οποία η βοήθεια του Υψίστου ανατρέπει. Ο μεγαλύτερος όμως εχθρός, αυτός που πρέπει να συντριβεί και θα εξαφανιστεί με τη βοήθεια του Χριστού, είναι οι Μουσουλμάνοι και οι Μαυριτανοί της Βόρειας Αφρικής, αυτοί οι άπιστοι. Οσο για τους Ινδούς της ινδικής χερσονήσου, που έχουν ναούς, ανάβουν θυμιάματα, τιμούν εικόνες και αγάλματα των θεών τους, πρόκειται για «παραπλανημένους Χριστιανούς», που θα βρουν την οδό της σωτηρίας, ο ντα Γκάμα προσκύνησε στη διάρκεια μιας ευχαριστήριας τελετής.
Η 10η Ιουνίου
Οι Λουσιάδες πέρασαν απαρατήρητοι και ο Καμόες πέθανε σε απόλυτη ένδεια στις 10 Ιουνίου του 1580. Ας συγκρατήσουμε αυτή την ημερομηνία και τον συμβολισμό της, θεμέλιο της πορτογαλικής εθνικής ταυτότητας και πολιτισμού. Η 10η Ιουνίου λοιπόν είναι η μέρα της εθνικής γιορτής! Υπήρχαν θαυμαστές των Λουσιάδων εκτός Πορτογαλίας, όπως ο Θερβάντες, ο Λόπε ντε Βέγκα, ο ιησουίτης Μπαλτάσαρ Γκρασιάν, ο Τορκουάτο Τάσο (έγραψε μάλιστα υμνητικό ποίημα για τον Καμόες), αργότερα ο Μοντεσκιέ. Στο μεταξύ, το έργο είχε μεταφραστεί στα λατινικά, στα αγγλικά (1655) και ιταλικά (1658). Ως το 1664 είχαν γίνει μεταφράσεις στα γερμανικά, σουηδικά, ολλανδικά, πολωνικά, ισπανικά. Υπολογίζοντας ότι στην ηπειρωτική Ευρώπη δεν λείπουν τα έπη, αρχής γενομένης από τη γαλλική Ραψωδία του Ρολάνδου (Chanson de Roland, 12ος αιώνας), Οι Λουσιάδες εγγράφονται στα χρόνια της όψιμης Αναγέννησης, είναι δηλαδή χρονολογικά το τελευταίο του είδους «άσμα πατριωτικόν και ηρωικόν», ομοιοκατάληκτο στη λεγόμενη οκτάβα, η οποία εμφανίστηκε στην Ιταλία κατά τον 14ο αιώνα.
Αντικατοπτρίζει την επιτυχή στρατηγική του πρίγκιπα Ερρίκου (γνωστού ως Ερρίκος ο Θαλασσοπόρος), οργανωτή και χρηματοδότη των ναυτικών εξερευνήσεων της Πορτογαλίας, πέμπτου γιου του βασιλιά Ιωάννη Α’, γνωστού ως «Καλού», με στόχο την ένταξη της χώρας στις οδούς προς τη Δύση, αφού ο δρόμος της Ανατολής που περνούσε από οθωμανικά εδάφη, απαιτούσε συμφωνίες και συνεργασίες ανάγκης περιορίζοντας τις εμπορικές, πολιτικές και εδαφικές διεκδικήσεις στο πλαίσιο ανταγωνισμού υπαρχουσών και αναδυόμενων δυνάμεων με διαρκώς μεταβαλλόμενες και ανασφαλείς διαδρομές ως τον χρυσό, τα μετάξια και τα μπαχαρικά της Ινδίας, αγορά που τροφοδοτούσε την Ευρώπη και ενίσχυε τον καπιταλισμό στο όνομα της προόδου και, στην ουσία, της ηγεμονικής ελέω Θεού ενοποιητικής φιλοδοξίας κρατών, ομοσπονδιών, πόλεων, πριγκίπων, τυχοδιωκτών.
Ανασχετικός παράγοντας στην προώθηση της στρατηγικής του Ερρίκου από τους πορτογάλους βασιλείς ήταν ο ανταγωνισμός με την Ισπανία, που βρέθηκε σε πλεονεκτική θέση μετά την ανακάλυψη των «Νέων Ινδιών» από τον Κολόμβο το 1492.Προκειμένου να υπάρξει ισορροπία στις αμοιβαίες διεκδικήσεις, οι βασιλείς Ισπανίας και Πορτογαλίας συναντήθηκαν στις 7 Ιουνίου 1494 στο άσημο ισπανικό χωριό Τορντεσίγιας και υπόγραψαν συνθήκη που χώριζε τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής, θέτοντας μια νοητή γραμμή στον Ατλαντικό Ωκεανό, με την Ισπανία να διεκδικεί τις περιοχές δυτικά και την Πορτογαλία όσες ήταν ανατολικά. Στην πράξη, η Ισπανία απέκτησε τα περισσότερα εδάφη της Αμερικής, ενώ η Πορτογαλία πήρε την Αφρική και τμήμα της Βραζιλίας. Γίνεται αντιληπτό πως η συνθήκη του Τορντεσίγιας αιτιολογεί τον σχεδιασμό της περιπέτειας του Βάσκο ντα Γκάμα και οι Λουσιάδες παραδίδουν στην αιωνιότητα ένα τεκμήριο εθνικού μεγαλείου και ανθρώπινου θριάμβου.
Η μετάφραση
Η μετάφραση των Λουσιάδων στα ελληνικά από τον Κύρο Κόκκα δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη και πληρέστερη. Εκτός από την γνώση της γλώσσας του πρωτοτύπου, αδιαμόρφωτης ακόμα, οι αναφορές σε πρόσωπα του παρελθόντος και της εποχής, σε τόπους ξεχασμένους και πρωταγωνιστές, σε μικρά και μεγάλα γεγονότα απαιτούν σχόλια, επεξηγήσεις και ερμηνείες, που καθόρισαν τη δομή και το περιεχόμενο του έργου σύμφωνα με το ιστορικό πλαίσιο, οικοδομώντας τη φήμη και αξία του ως τις μέρες μας, όπου οι Λουσιάδες εντάσσονται στην παγκόσμια γραμματεία, όχι μόνο ως κληρονομιά, αλλά κυρίως ως παράδειγμα πολιτισμού, ο οποίος εξασφάλισε την ορμή της μακράς διάρκειας παγκόσμιας Ιστορίας. Ο μεταφραστής υπηρέτησε όλες αυτές τις παραμέτρους μέχρι κεραίας και με την απαραίτητη βιβλιογραφία. Πέτυχε να φανεί πως όποιος και αν ήταν ο μεταφραστικός του μόχθος, άλλη τόση ήταν και η αγάπη του για την Πορτογαλία και τον Καμόες. Οσο για τον εκδότη (ΕΥΡΑΣΙΑ), η επιλογή των γραμματοσειρών, τα πρωτογράμματα, η σελιδοποίηση και οι γκραβούρες ολοκληρώνουν τη γοητεία του βιβλίου ως αντικειμένου και περιεχομένου.
Η αλήθεια είναι πως οι Λουσιάδες φέρνουν στον νου το δέος και τη γοητεία του βωβού κύματος που σκάει και αφρίζει στους βράχους της Praia de Camilo, ενώ η ματιά βυθίζεται στην απεραντοσύνη του ωκεανού.
Απόσπασμα
Ασμα πέμπτο
»Σιγά σιγά χανόντανε από το βλέμμα οι λόφοι,
τον Τάγο τον αφήσαμε και έσβησε της Σίντρα
η πράσινη οροσειρά, όπου έφταναν τα μάτια.
Και στην πατρίδα αφήσαμε, την πολυαγαπημένη,
τις πονεμένες μας καρδιές, γι’ αυτούς που μέναν πίσω.
Στο τέλος, χάθηκε η στεριά και βλέπαμε μονάχα
ωκεανό και ουρανό, στου ορίζοντα την άκρη.
»Ετσι εγίνη η αρχή, σε θάλασσες να βγούμε,
που πρότερα δεν γνώριζε άλλη γενιά καμία,
βλέποντας χώρες και νησιά που ο πρίγκιπας Ερρίκος
πριν λίγο ανακάλυψε, τα όρη του Μαρόκου,
τη χώρα αυτήν, όπου παλιά βασίλευε ο Ανταίος.
Κι ήταν η γη στ’ αριστερά, ενώ στα δεξιά μας
δεν ξέραμε τι βρίσκονταν, υπήρχαν μόνο φήμες.
»Περάσαμε απ’ το πράσινο νησί, απ’ τη Μαδέρα,
που απ’ τα δέντρα τα πολλά πήρε το όνομά της,
και πρώτη κατοικήσαμε. Παρόλο που είν’ στην άκρη
του κόσμου, περισσότερο απ’ όλα τα νησιά της
θα το αγαπούσε, αν το ’ξερε, η ωραία Αφροδίτη
και Κύπρο, Κνίδο, Κύθηρα και Πάφο, θα ξεχνούσε.
»Αφήσαμε την άγονη ακτή της Νουμιδίας,
εκεί, όπου τα μοσχάρια τους βόσκουν οι Αζενέγκοι,
κι ούτε νερό έχουν να πιούν, ούτε χόρτο στον κάμπο
μα ούτε η γη δίνει καρπό κανέναν στους ανθρώπους
και τα πουλιά για να τραφούν, σίδερο καταπίνουν.
Μια χώρα αφιλόξενη, γεμάτη δυστυχία,
που απλώνεται απ’ την Μπαρμπαριά ως την Αιθιοπία.
»Περάσαμε το βορεινό όριο που ’χει ο Ηλιος,
εκεί όπου ζούνε οι φυλές, που έκαψε ο Φαέθων
και τους ποτίζει με νερό και ρεύμα παγωμένο
ο Σενεγάλης ποταμός και όπου Αρσινάριο
λέγανε τ’ ακρωτήριο. Σήμερα, Κάμπο Βέρντε.
»Εξω απ’ τα Κανάρια Νησιά, που πριν τα λέγαν
Νησιά Μακάρων, πέρασαν τα πλοία και συνεχίσαν
σ’ εκείνα που, απ’ του Εσπερου τις κόρες, Εσπερίδες
τώρα τα ονομάζουνε κι είν’ ονειρεμένα.
Ο άνεμος μάς έσπρωξε σε ήσυχο λιμάνι,
όλοι να βγούμε στη στεριά, για να ξεκουραστούμε.
»Και δέσαμε σ’ ένα νησί, το λέγαν Σαντιάγκο,
από τον Αγιο Ιάκωβο, που είχε βοηθήσει
τόσο πολύ τους Ισπανούς, ενάντια στους Απίστους.
Από εκεί, με τον βοριά να σπρώχνει τα πανιά μας,
μπήκαμε στου ωκεανού την απεραντοσύνη
και αφήσαμε έτσι τα νησιά του ανεφοδιασμού μας.
Luis de Camoes
Οι Λουσιάδες
Πρόλογος – Μτφ. – Σχόλια: Κύρος Κόκκας
Εκδόσεις Ευρασία, 2025, σελ. 500
Τιμή 28 ευρώ