Μετά την περσινή της επιτυχία, η παράσταση «Η μέρα της φούστας» σε σκηνοθεσία Ζωής Χατζηαντωνίου επιστρέφει στη Μαύρη αίθουσα του θεάτρου Δίπυλον για να διεκδικήσει ξανά τον χώρο της σκηνής ως χώρο αντιλογίας.
Η ιστορία εκκινεί με την Σόνια, μια καθηγήτρια λογοτεχνίας που στοχοποιείται γιατί προσέρχεται στο σχολείο φορώντας φούστα. Ένα πρωί ένα τυχαίο συμβάν μετατρέπει τη σχολική τάξη σε πεδίο μάχης. Καθηγήτρια και μαθητές εκρήγνυνται, συγκρούονται, καταρρέουν και ανασυντίθενται· ανακαλύπτουν τη δύναμη της βίας, κραυγάζουν για ελευθερία. Μπορεί χωρίς βία να εξευγενισθεί η βαναυσότητα του ανθρώπου; Μπορεί χωρίς βία να επιτευχθεί ό,τι θεωρείται «μορφωτικό»; Πού οδηγείται μια κοινότητα όταν αναζητά τον θύτη εντός της, τη στιγμή που όλοι είμαστε θύματα ενός έξωθεν βίαιου μηχανισμού που μας διαμορφώνει και μας εξαναγκάζει σε έναν καθημερινό πόλεμο μέχρι τελικής αλληλλοεξόντωσης;
Με μότο τη σκέψη του Βάλτερ Μπένγιαμιν «Κάθε μνημείο πολιτισμού είναι και ένα τεκμήριο βαρβαρότητας» η Ζωή Χατζηαντωνίου προτείνει ένα βίαιο και παράφορο έργο καταιγιστικών ρυθμών, συγκρούσεων και ανατροπών που εκκινεί από την απόγνωση μιας γυναίκας λίγο πριν χάσει ολοκληρωτικά την πίστη της στον άνθρωπο και στην ελευθερία, στη δύναμη του λόγου και της τέχνης, τους κληροδοτημένους από την ελληνική αρχαιότητα ακρογωνιαίους λίθους της Ευρώπης της Δημοκρατίας και της χαράς.
Στον ρόλο της καθηγήτριας εμφανίζεται η Θεοδώρα Τζήμου ενώ των μαθητών οι Μαρία Αρζόγλου, Νατάσα Βλυσίδου, Νικόλας Γραμματικόπουλος, Πάνος Κλάδης, Θάνος Κόνιαρης, Οδυσσέας Πετράκης και Πάνος Χατσατριάν.
Οι ηθοποιοί της παράστασης μιλούν στα «Νέα» για το ρόλο τους και την αγαπημένη τους σκηνή.
Οδυσσέας Πετράκης
Ο ρόλος που υποδύομαι είναι ο ρόλος του Λουκά, ενός περιθωριοποιημένου παιδιού, λάτρη του Σίλερ και γενικότερα των βιβλίων, που δυσκολεύεται να ταιριάξει στο κλίμα της τάξης του. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να πέφτει θύμα ακραίου μπούλινγκ στο σχολείο, μπούλινκ που μπορεί να φτάσει σε σημεία που ένας απλός άνθρωπος να μην μπορεί καν να τα φανταστεί. Στο έργο βλέπουμε πως ο Λουκάς μεταμορφώνεται σιγά σιγά στον Φράντς, τον αγαπημένο του χαρακτήρα, έναν αντιήρωα απο τους Ληστές του Σίλλερ. Η μεταμόρφωση προκαλείται από την παρατήρηση της φρικτής κατάστασης που βιώνουν τα παιδιά μέσα στην τάξη υπό την απειλή του όπλου. Οι συνεχείς αλλαγές στις δυναμικές, η αποκτήνωση και στο τέλος η εξωφρενική κατάσταση κατά την οποία τα παιδιά υιοθετούν τις τακτικές και την λογική της σαδίστριας Σόνιας, οδηγούν τον Λουκά/Φραντς να ακολουθήσει έναν απόλυτα ριζοσπαστικό δρόμο.
Αγαπημένη μου σκηνή θα έλεγα πως είναι η σκηνή μεταξύ του Χακίμ, της Νατάσας και της Σόνιας (καθηγήτριας). Βρίσκω βαθιά συγκινητική την μαχητική αντίσταση του Χακίμ στα βασανιστήρια της Σόνιας. Από όλα τα παιδιά της τάξης, ο Χακίμ αντιστέκεται πιο σθεναρά στην πλύση εγκεφάλου που προσπαθεί να τους κάνει η Σόνια και γι’
αυτό τιμωρείται σκληρότερα από όλους (όπως και στην πραγματική ζωή). Οι πιο τολμηροί, οι πιο αντιδραστικοί, εκείνοι που σηκώνουν ανάστημα είναι εκείνοι που η καθεστηκύια τάξη τιμωρεί με την μεγαλύτερη λύσσα.
Πάνος Κλάδης
Υποδύομαι τον Μιχάλη. Είναι ένας παρορμητικός, αγενής, οξύθυμος, νευρικός άνθρωπος και απολαμβάνει το χάος. Είναι νομίζω τύπος που όλοι μας στο σχολείο δεν θέλαμε καθόλου να ασχοληθείΕΑ μαζί μας γιατί αν μας έπιανε δεν μας άφηνε. Η αλήθεια είναι πώς έχω υπάρξει και από τις δύο πλευρές. Και έχω πειράξει και με έχουν ενοχλήσει. Στην Βικτώρια μεγάλωσα και για να είσαι συμπαθής στην εφηβεία έπρεπε κάπως να σε τρέμουν. Κολλητός του Μιχάλη είναι ο Γκορ ο αρχηγός της τάξης. Ο Μιχάλης γνωρίζει πως ένας από τους λόγους που τον τρέμουν οι υπόλοιποι είναι η φιλία του με τον Γκόρ. Όλα τα παιδιά της τάξης είναι θυμωμένα. Κουβαλάνε την βία πάντα στην τσέπη τους. Ο Μιχάλης δυσκολεύεται να μπει στο “παιχνίδι” που προτείνει η Καθηγήτρια. Ωστόσο όταν ξεδιπλώνεται και μετακινείται φανερώνεται ένας βαθιά φοβισμένο άτομο. Για την αγαπημένη μου σκηνή καλύτερα να μην την αποκαλύψω γιατί θα κάνω spoiler.
Νατάσα Βλυσίδου
Στη «Μέρα της Φούστας» υποδύομαι τη συνονόματη Νατάσα — μια έφηβη μέσα σε ένα σχολικό περιβάλλον όπου η έμφυλη βία έχει κανονικοποιηθεί. Δέχεται διαρκώς σεξιστικά σχόλια και μειωτικές συμπεριφορές από τους «άντρες» της τάξης, σε τέτοιο βαθμό που αυτά οριοθετούν το πώς κινείται, πώς μιλά και πώς υπάρχει. Η στάση της δεν είναι ξεκάθαρα θυματοποιημένη. Έχει μέσα της θυμό, ένταση και μια προσπάθεια να μοιάσει σε εκείνους που την καταπιέζουν. Ίσως είναι άμυνα, ίσως επιβίωση, ίσως και μια λανθασμένη ανάγκη για αναγνώριση. Τους φωνάζει, τους χλευάζει, κάποιες φορές τους μιμείται. Φαίνεται να τους αντιπαθεί, και ταυτόχρονα θέλει να αρέσει και να ανήκει — μια αντίφαση πολύ ανθρώπινη, ειδικά στην εφηβεία.
Συγκρούεται με τους συμμαθητές της, αλλά όχι πάντα με επιτυχία. Κάποιες φορές γίνεται σκληρή, άλλες υποχωρεί. Μέσα της υπάρχει μόνιμα ένας φόβος και μια αβεβαιότητα για το ποια είναι και πώς πρέπει να σταθεί. Η Νατάσα έχει περισσότερο τη λειτουργία του παρατηρητή μέσα στο κείμενο, ορίζεται δηλαδή μέσα από τις αντιδράσεις στις δράσεις των άλλων. Αλλά και οι πληροφορίες που λαμβάνουμε από το κείμενο για αυτήν προέρχονται από τα λεγόμενα των άλλων. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για μένα να παρατηρώ πώς οι αντιδράσεις μέσω του σώματος αφηγούνται την ιστορία ακόμα και όταν δε συνοδεύονται από τον λόγο.
Όλες οι σκηνές του έργου έχουν η καθεμία την δική της βαρύτητα και λειτουργούν σαν κρίκος για τις επόμενες. Αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάποια, αυτή θα ήταν η σκηνή που εμείς έχουμε ονομάσει «Απελευθέρωση». Βρισκόμαστε σε ένα σημείο του έργου όπου η κατάσταση έχει αρχίσει να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Το όπλο αλλάζει χέρια με φρενήρεις ρυθμούς. Ο μείζων κακοποιητής της τάξης βρίσκεται ακινητοποιημένος και η καθηγήτρια εμβρόντητη και πλέον παραδομένη παρακολουθεί τις προσπάθειες των υπολοίπων μαθητών να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους.
Ο καθένας από εμάς δοκιμάζει τα προσωπικά του όρια, επιλέγει να πάρει εκδίκηση ή να επιβάλλει τάξη όπως αυτός το εννοεί. Πλήρης ελευθερία ή αναρχία; Ο καταπιεζόμενος γίνεται στιγμιαία καταπιεστής. Η πιο ζωώδης πτυχή μας βγαίνει στην επιφάνεια στην προσπάθειά να αποδώσουμε δικαιοσύνη. Ο καθένας μας απελευθερώνεται από κάτι δικό του πολύ προσωπικό και μύχιο. Ο χωροχρόνος παγώνει. Μερικά λεπτά ονείρου ή ενός απόλυτου εφιάλτη; Τελικά, τι είναι ικανός να κάνει ο άνθρωπος όταν το «όπλο» βρίσκεται στα δικά του χέρια; Ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος; Αυτές οι σκέψεις που ενυπάρχουν σε όλο το έργο με κατατρώνε πολύ περισσότερο στην συγκεκριμένη σκηνή.
Πάνος Χατσατριάν
Ο ρόλος που ερμηνεύω είναι ο Γκόρ, ένα παιδί που έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον όπου η επιθετικότητα και η απειλή είναι καθημερινότητα. Θα έλεγα ότι έχει μεγαλώσει απότομα ή μάλλον θα ήθελε να δείχνει ότι δεν είναι απλά ένα παιδάκι αλλά αυτός που μπορεί να φοβίζει και να παρεμβαίνει με την βία και με απειλές γύρω του. Έχει φέρει ένα όπλο στο σχολείο. Όταν το όπλο εκπυρσοκροτεί, τραυματίζεται και βρίσκεται σε μια κατάσταση ομηρίας και δεν του αρέσει καθόλου αυτό!
Η αγαπημένη μου σκηνή στο έργο είναι η αρχή του, όπου εκεί ουσιαστικά βρισκόμαστε στην τάξη… και αυτό που μου άρεσε είναι ο τρόπος που προσεγγίσαμε και σκηνοθετικά αλλά και υποκριτικά την χαώδη κατάσταση ενός μαθήματος που δεν γίνεται.
Νικόλας Γραμματικόπουλος
Ο Φώτης για μένα είναι ένα παιδί που έχει μεγαλώσει μέσα στο περιθώριο και αυτό τον έχει διαμορφώσει. Είναι περίεργος, αμφιταλαντεύεται συνέχεια και δεν φοβάται να αμφισβητήσει αυτά που βλέπει γύρω του. Δεν είναι ότι αναπαράγει τη βία χωρίς να το καταλαβαίνει, απλώς δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Είναι ο τρόπος του να σταθεί, να μη φανεί αδύναμος. Πίσω απ’ όλη τη μαγκιά και τον σαρκασμό υπάρχει φόβος, θυμός και ανάγκη να ανήκει κάπου.
Δεν θα σας πω πολλά για να μην κάνω spoil! Η αγαπημένη μου σκηνή είναι η τελευταία, όπου οι έννοιες «ρόλος» και «ηθοποιός» μπερδεύονται.
Θάνος Κόνιαρης
Ο ρόλος που έχω στην παράσταση αφορά ένα παιδί με παραβατική συμπεριφορά, το οποίο, όντας μουσουλμάνος, κουβαλά μέσα του ένα πολύ συγκεκριμένο σύστημα αξιών και αντιλήψεων γύρω από ζητήματα όπως η σωματική επαφή, η θέση της γυναίκας και ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τη θρησκεία. Είναι ένα πρόσωπο που δεν σέβεται κανένα όριο αλλά αντιθέτως επιχειρεί να επιβάλει τα δικά του θέλω και να απαιτήσει τον σεβασμό της καθηγήτριας και των άλλων. Πίσω βέβαια από αυτή τη στάση και την ανάγκη του να προκαλεί, να επιβάλλεται και να ελέγχει, υποβόσκει όπως πάντα ο φόβος.
Είναι πραγματικά δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα ήταν αυτό το παιδί αν μεγάλωνε μέσα σε ένα διαφορετικό κοινωνικό ή πολιτισμικό πλαίσιο, η ανάγκη του για αποδοχή είναι έκδηλη. Θέλει να μοιάσει στον ισχυρό, να αποκτήσει κύρος, μιμείται παραβατικες και βίαιες συμπεριφορές, ακριβώς επειδή γίνονται αποδεκτές και υπομένονται από τον περίγυρο. Προσπαθεί να κάνει τους άλλους να τον φοβούνται ή να τον θαυμάζουν, όμως βαθιά μέσα του παραμένει ένα παιδί που φοβάται την απόρριψη. Η διαδικασία χτισίματος αυτού του ρόλου ήταν γεμάτη ένταση και είχε πολύ ενδιαφέρον.
Το πλαίσιο μέσα στο οποίο δουλέψαμε ήταν ανοιχτό με αυτοσχεδιασμό και προσωπικές προτάσεις, κάτι που μου έδωσε τη δυνατότητα να εξερευνήσω τον χαρακτήρα και να φέρω πράγματα που με ιντρίγκαραν. Η μετατόπιση του ήρωα και πώς διαμορφώνεται μέσα σε όσα συμβαίνουν γύρω του και πάνω του είναι κάτι που με συναρπάζει και με κρατά σε εγρήγορση. Είναι γεμάτος αντιφάσεις, πάλη και ένταση, που χρειάζεται ευαισθησία αλλά και θάρρος. Μέσα στο έργο καταφέρνει να ξεπεράσει τον εαυτό του και να ξεγυμνωθεί στους γύρω του και στα αλήθεια είναι τρομακτικό να είσαι ευάλωτος. Βέβαια έχει γενναιότητα και γοητεία η έκθεση και αν δεν ρισκάρεις να γίνεις ευάλωτος και να κινδυνέψεις να πονέσεις δεν μπορείς να αγαπήσεις.
Η αγαπημένη μου σκηνή στην παράσταση είναι η σκηνή της απελευθέρωσης όπως την αποκαλούμε. Η στιγμή που οι μαθητές παίρνουν τον έλεγχο και έχουν στα χέρια τους οι ίδιοι το όπλο. Εκεί αφήνουν πίσω τους κάθε κράτημα που έχουν και γίνονται είτε απόλυτα ελεύθεροι είτε κτήνη. Η απόλυτη ελευθερία κινδυνεύει να έχει μέσα της κτηνωδία ωστόσο. Έρχονται αντιμέτωποι με τους φόβους τους και τους αντιμετωπίζουν κατά μέτωπο. Δημιουργείται ενα πλαισιο στο οποίο ο χρόνος διαστέλλεται και μπορούν να κάνουν όσα φοβόντουσαν χωρίς να κριθούν. Χτίζαμε αυτήν την σκηνή με πολύ αυτοσχεδιασμό, δοκιμάσαμε πολλά πράγματα σπρώχνοντας τα όριά μας και ως ηθοποιοί και προκαλώντας ο ένας τον άλλον. Είναι η σκηνή με την πιο μεγάλη εκτόνωση και ένταση κατά τη διάρκεια της παράστασης για μένα.