Η Γερμανία σε τεχνικό νοκ άουτ – Πώς χτυπήθηκε η βιομηχανική ατμομηχανή της Ευρώπης

Η Γερμανία, για δεκαετίες ο αδιαμφισβήτητος πυλώνας της ευρωπαϊκής οικονομίας, δείχνει πλέον να λυγίζει κάτω από το βάρος μιας αλληλουχίας κρίσεων που δεν μοιάζουν με τίποτα απ’ όσα έχει αντιμετωπίσει μεταπολεμικά. Οι διαδοχικοί γεωπολιτικοί κραδασμοί –από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑΚίνας μέχρι την ενεργειακή κρίση και τις ανατροπές στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα– έχουν αφήσει το Βερολίνο εκτεθειμένο και οικονομικά πληγωμένο. Οι αναλυτές μιλούν πλέον ανοιχτά για τον κίνδυνο ενός τρίτου συνεχόμενου έτους ύφεσης, κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ στην πρόσφατη ιστορία της χώρας.

Η άλλοτε «ατμομηχανή» της Ευρώπης φαίνεται να έχει χάσει το ρυθμό της. Η εποχή της αφθονίας φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου έχει παρέλθει, η κινεζική αγορά –επί δεκαετίες ο μεγαλύτερος πελάτης της γερμανικής βιομηχανίας– μετατρέπεται σε σκληρό ανταγωνιστή, και η αμερικανική εμπορική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ επιβάλλει νέους φραγμούς στα ευρωπαϊκά προϊόντα, κυρίως στα αυτοκίνητα. Η Γερμανία βρίσκεται στη μέση μιας γεωοικονομικής καταιγίδας: χάνει ταυτόχρονα τους βασικούς της ενεργειακούς, βιομηχανικούς και εμπορικούς πυλώνες.

Το πρώτο και ίσως πιο οδυνηρό πλήγμα προέρχεται από τη νέα στρατηγική του Πεκίνου για τις σπάνιες γαίες, τα μέταλλα που αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για την πράσινη τεχνολογία, τις μπαταρίες και τα ηλεκτρικά οχήματα. Από την 1η Δεκεμβρίου, η Κίνα θα εφαρμόσει ένα αυστηρό καθεστώς αδειοδότησης και εξαγωγικών περιορισμών που στην πράξη ισοδυναμεί με ασφυξία για τη γερμανική βιομηχανία. Το νέο πλαίσιο περιλαμβάνει πέντε επιπλέον στοιχεία στη λίστα των απαγορευμένων μετάλλων, επιβάλλει πλήρη απαγόρευση εξαγωγής τεχνογνωσίας και εξοπλισμού εξόρυξης, και –το πιο ανησυχητικό– επεκτείνει τους περιορισμούς σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα, καθιστώντας κάθε επιχείρηση που χρησιμοποιεί κινεζικές πρώτες ύλες υποχρεωμένη να λάβει ειδική άδεια.

Σύμφωνα με την Commerzbank, σχεδόν το 20% των σπάνιων μαγνητών που εξάγει η Κίνα καταλήγουν στη Γερμανία, με τη βιομηχανία αυτοκινήτων, τις εταιρείες μηχανημάτων και τον τομέα άμυνας να εξαρτώνται πλήρως από αυτούς τους πόρους. Μέχρι τον Σεπτέμβριο είχαν εγκριθεί μόλις 19 από τις 141 αιτήσεις ευρωπαϊκών εταιρειών για εξαγωγές, γεγονός που ήδη οδήγησε επτά επιχειρήσεις σε προσωρινό κλείσιμο και άλλες δεκάδες σε μείωση παραγωγής. Οι Γερμανοί οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι αν το καθεστώς παραμείνει ως έχει, θα υπάρξουν μαζικές ελλείψεις και εκτίναξη του κόστους, πλήττοντας καίρια την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών –και κυρίως των γερμανικών– προϊόντων.

Το δεύτερο ισχυρό πλήγμα ήρθε από την Ουάσινγκτον. Η κυβέρνηση Τραμπ προχώρησε πρόσφατα σε νέες κυρώσεις κατά των ρωσικών ενεργειακών κολοσσών Rosneft και Lukoil, απαγορεύοντας κάθε εμπορική ή τραπεζική συναλλαγή με εταιρείες που συνδέονται με αυτούς τους ομίλους. Το πρόβλημα για το Βερολίνο είναι ότι τρεις μεγάλες διυλιστηριακές μονάδες στη Γερμανία εξακολουθούν να ανήκουν κατά πλειοψηφία στη Rosneft, μεταξύ αυτών και η εμβληματική PCK στο Schwedt, που καλύπτει περίπου το 12% της συνολικής δυναμικότητας διύλισης της χώρας. Η μονάδα αυτή, στρατηγικής σημασίας για τον εφοδιασμό της βορειοανατολικής Γερμανίας, βρίσκεται στο στόχαστρο των αμερικανικών μέτρων, με αποτέλεσμα οι τράπεζες και οι εμπορικοί εταίροι της να απειλούν να αποσυρθούν.

Η κατάσταση είναι τόσο κρίσιμη, ώστε το υπουργείο Οικονομίας της Γερμανίας βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με την Ουάσινγκτον, επιδιώκοντας εξαίρεση των γερμανικών θυγατρικών από τις κυρώσεις. Η ανησυχία είναι εύλογη: μια πιθανή διακοπή λειτουργίας του Schwedt θα προκαλούσε ελλείψεις καυσίμων, αύξηση τιμών και κοινωνικές αντιδράσεις στην πρώην Ανατολική Γερμανία, περιοχή ήδη ευάλωτη στην επιρροή της Ακροδεξιάς (AfD).

Το Βερολίνο προσπαθεί να κρατήσει ισορροπία ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, όμως η θέση του είναι ασφυκτική. Από τη μια, χρειάζεται τις ΗΠΑ για λόγους ασφάλειας και ενέργειας· από την άλλη, η κινεζική αγορά παραμένει ζωτικής σημασίας για τις εξαγωγές του. Παράλληλα, η Ρωσία, που επί δεκαετίες αποτελούσε τον φθηνό προμηθευτή φυσικού αερίου, έχει πλέον μετατραπεί σε στρατηγικό εχθρό.

Η τριπλή αυτή πίεση έχει οδηγήσει τη Γερμανία σε έναν φαύλο κύκλο στασιμότητας. Οι εξαγωγές μειώνονται, η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώνεται, και η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2009. Ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς έχει εξαγγείλει ένα μεγάλο δημοσιονομικό πακέτο τόνωσης, όμως τα αποτελέσματα καθυστερούν, λόγω γραφειοκρατίας και ανεπαρκούς απορρόφησης.

Η κρίση των σπάνιων γαιών και των ενεργειακών εξαρτήσεων δείχνει ότι η γερμανική οικονομία δεν είναι πια η αυτάρκης υπερδύναμη που υπήρξε. Η βιομηχανική της καρδιά πάλλεται αδύναμα, εξαρτώμενη από ξένες πρώτες ύλες, εισαγόμενη ενέργεια και ασταθείς αγορές. Αν δεν υπάρξει άμεση στρατηγική αναδιάρθρωση –με διαφοροποίηση προμηθευτών, επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια και ανασχεδιασμό του εξαγωγικού μοντέλου– η Γερμανία κινδυνεύει να χάσει οριστικά τον ρόλο της ως οικονομικός ηγεμόνας της Ευρώπης.

Στο νέο παγκόσμιο σκάκι ΗΠΑ–Κίνας–Ρωσίας, το Βερολίνο δεν είναι πια παίκτης που κινεί τα πιόνια, αλλά κομμάτι του ταμπλό που δέχεται αλλεπάλληλα χτυπήματα. Και προς το παρόν, η «ατμομηχανή» της Ευρώπης δείχνει να έχει μείνει χωρίς καύσιμα.