Η… ανθεκτική Τζόρτζια Μελόνι – Συπληρώνει τρία χρόνια στην εξουσία

Τρία χρόνια συμπληρώνει σήμερα στην εξουσία η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι, επικεφαλής της τρίτης μακροβιότερης, μεταπολεμικά, κυβέρνησης της χώρας. Σε μια χώρα που έχει σημαδευτεί από αστάθεια, η σταθερή ηγεσία της έχει κερδίσει επαίνους στις αγορές – όμως οι αναλυτές θεωρούν ότι έχει εδραιώσει τη θέση της υιοθετώντας το status quo αντί να προωθήσει τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις που η Ιταλία χρειάζεται απεγνωσμένα. Ταυτόχρονα έχει ρίξει το βάρος της να προωθήσει στο εσωτερικό της χώρας τη συντηρητική της ατζέντα.

Ενώ άλλες ευρωπαϊκές χώρες κλυδωνίζονται, η Ιταλία, υπό την πρώτη γυναίκα πρωθυπουργό της, επιδεικνύει σταθερότητα. Κάτι καθόλου δεδομένο για μια χώρα που κάποτε χλευαζόταν για τις ιλιγγιώδεις αλλαγές κυβέρνησης: από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά άλλαζε, κατά μέσο όρο, μία κυβέρνηση τον χρόνο. Τώρα έχει μετατραπεί σε νησίδα σχετικής ηρεμίας. Μόνο ένας πρωθυπουργός έχει υπηρετήσει πλήρη πενταετή θητεία στη μεταπολεμική περίοδο και η Μελόνι φαίνεται να είναι η δεύτερη, διαψεύδοντας τις προβλέψεις.

Το κόμμα Αδελφοί της Ιταλίας εντοπίζει τις ρίζες του στον μεταπολεμικό νεοφασισμό. Ετσι, η εκλογική νίκη της Μελόνι τον Σεπτέμβριο του 2022 προκάλεσε φόβους ότι μπορεί να μετατρέψει τη χώρα της σε μια ανελεύθερη δημοκρατία στα πρότυπα της Ουγγαρίας ή της Τουρκίας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν συνέβη, ούτε υπήρξε ιδιαίτερος ευρωσκεπτικισμός στις δημόσιες δηλώσεις της. Αυτό, διαπιστώνει το «Economist», σε συνδυασμό με την ισχυρή υποστήριξή της προς την Ουκρανία και την εξαιρετική της πρόσβαση στον Ντόναλντ Τραμπ, δίνουν στην Ιταλία μια θέση στον εσωτερικό διπλωματικό κύκλο της Ευρώπης.

Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι τόσο το ακροδεξιό κόμμα της, οι Αδελφοί της Ιταλίας, όσο και ο ευρύτερος συντηρητικός συνασπισμός της συγκεντρώνουν περισσότερη υποστήριξη τώρα απ’ ό,τι κατά τη στιγμή της εκλογικής τους νίκης το 2022 – μια σπάνια πορεία αυξανόμενης συναίνεσης για εν ενεργεία κυβέρνηση. Το προσωπικό της ποσοστό αποδοχής κινείται γύρω στο 42% και την τοποθετεί πολύ μπροστά από πολλούς ευρωπαίους ομολόγους της, όπως ο γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς και ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν. Ρόλο σε αυτό παίζουν, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερ, τόσο η ισχυρή διεθνής της παρουσία όσο και η προσεκτική προσέγγιση στις δημόσιες δαπάνες που έχει καθησυχάσει τους επενδυτές.

«Η Μελόνι διαχειρίστηκε τους δημοσιονομικούς περιορισμούς της Ιταλίας, αλλά δεν βλέπουμε καμία μετασχηματιστική διαρθρωτική αλλαγή», σχολιάζει ο Βολφάνγκο Πίκολι της εταιρείας συμβούλων πολιτικού κινδύνου Teneo με έδρα το Λονδίνο. «Ακόμα και με μια ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και πολύ αδύναμη αντιπολίτευση, βλέπουμε μια πλήρη έλλειψη φιλοδοξίας να προχωρήσει σε βαθιές αλλαγές, που τόσο χρειάζεται η χώρα».

Από τα 15 της

Η μακροβιότητά της, πάντως, στην εξουσία μπορεί να αποδοθεί, σημειώνει η «Repubblica», στην πολιτική ικανότητα της 48χρονης Μελόνι, που ασχολήθηκε με την πολιτική από τα 15 της, στο προηγούμενο νεοφασιστικό κόμμα, την Εθνική Συμμαχία, στην ηγεσία της νεολαίας του οποίου ανήλθε γοργά. Σε ηλικία 29 ετών, ήταν μέλος του κοινοβουλίου. Μέσα σε δύο χρόνια, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι τής είχε δώσει μια θέση στο υπουργικό του συμβούλιο – ήταν η νεότερη υπουργός σε οποιαδήποτε μεταπολεμική ιταλική κυβέρνηση. Αργότερα, η Μελόνι και άλλοι από τη μεταφασιστική Δεξιά ίδρυσαν το κόμμα Αδελφοί της Ιταλίας, του οποίου εξελέγη επικεφαλής το 2014.

Η σταθερότητα της Ιταλίας τα τελευταία τρία χρόνια μπορεί να αποδοθεί σε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι ο δεξιός συνασπισμός της Μελόνι εξασφάλισε απόλυτη πλειοψηφία στις τελευταίες εκλογές, σε μεγάλο βαθμό, λόγω της δικής της δημοφιλίας. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, σε αντίθεση με τόσους προηγούμενους ιταλικούς κυβερνητικούς συνασπισμούς, ο δικός της έχει διατηρηθεί παρά τις ιδεολογικές του διαφορές. Από τη μία πλευρά των Αδελφών βρίσκεται η Λέγκα. Υπό την ηγεσία του Ματέο Σαλβίνι, έχει ευθυγραμμιστεί με τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της ευρωσκεπτικιστικής, ρωσόφιλης Ακροδεξιάς. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Λέγκα ανήκει στην ομάδα των Πατριωτών, στο πλευρό των κομμάτων του Βίκτορ Ορμπαν και της Μαρίν Λεπέν. Στην άλλη πλευρά των Αδελφών της Ιταλίας βρίσκεται η Φόρτσα Ιτάλια, το κόμμα που είχε ιδρύσει ο Μπερλουσκόνι. Αψηφώντας τους φόβους ότι θα διαλυθεί μετά τον θάνατό του το 2023, η Φόρτσα κέρδισε υποστήριξη και κινήθηκε πιο κοντά στο πολιτικό κέντρο.

Συμμαχία

Η ικανότητα της Μελόνι να διατηρεί μια τόσο ποικιλόμορφη συμμαχία μαρτυρά τις ικανότητές της ως μεσολαβήτριας. Αλλά υπογραμμίζει επίσης ένα σημείο που συχνά παραβλέπεται στις αξιολογήσεις της κυβέρνησής της: εάν ακολουθούσε πιο ριζοσπαστικές πολιτικές, θα μπορούσε να ανατραπεί από τους κεντροδεξιούς συμμάχους της. Οι υποκείμενες εντάσεις στο υπουργικό της συμβούλιο βοηθούν επίσης, τονίζει το «Economist», να εξηγηθεί ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό της κυβέρνησης αυτής: αντί να καταφύγει στον φασισμό που πολλοί φοβόντουσαν, προσφέρει ένα είδος υπηρεσιακού συντηρητισμού, με σταθερότητα αλλά έλλειψη μεταρρυθμίσεων.

Θα συνεχίσει να διαψεύδει η Μελόνι τις προβλέψεις; Πολλοί Ιταλοί παραμένουν αβέβαιοι, επικαλούμενοι μια προτεινόμενη συνταγματική μεταρρύθμιση που θα μπορούσε να της παραχωρήσει οιονεί προεδρικές εξουσίες. Τον Ιούνιο κατατέθηκε το νομοσχέδιο, αλλά στη συνέχεια θα απαιτηθεί δημοψήφισμα για να εγκριθεί. Οι επικριτές της επισημαίνουν επίσης την τάση της Μελόνι να στέλνει δημοσιογράφους στα δικαστήρια, τον πλήρη έλεγχο του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα RAI από την κυβέρνηση και τον διορισμό ομοϊδεατών σε θέσεις – κλειδιά σε όλους τους τομείς.

Οικονομία χωρίς μεταρρυθμίσεις και η «φυλακή» στο Palazzo Chigi

Με μια πρώτη ματιά, τα πράγματα στην οικονομία πάνε καλά. Τον περασμένο μήνα, τα δεκαετή επιτόκια δανεισμού της Ιταλίας μειώθηκαν για πρώτη φορά τόσο ώστε να φτάσουν αυτά της Γαλλίας, αντανακλώντας μια δραματική μείωση του δημόσιου ελλείμματος από 8,1% του ΑΕΠ το 2022 σε μια πρόβλεψη 3% φέτος. Ο οίκος αξιολόγησης Fitch επιβράβευσε τη δημοσιονομική σύνεση της Ιταλίας αναβαθμίζοντας την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας.

Ομως, ενώ η διακυβέρνηση Μελόνι αποφεύγει το ρίσκο και έχει περιορίσει το έλλειμμα, δεν έχει κάνει πολλά για να απελευθερώσει την οικονομία, η οποία πλήττεται εδώ και καιρό από γραφειοκρατία, υψηλό κόστος ενέργειας, δημογραφική παρακμή, διαρκή διαρροή επιστημόνων, υψηλούς φόρους και χαμηλούς μισθούς. Αντ’ αυτού, η Μελόνι έχει ενισχύσει τη δεξιά βάση της υποστηρίζοντας την εθνική ταυτότητα και τις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες. Εχει επίσης δώσει  μεγάλη προσοχή στον νόμο και την τάξη, επιδιώκοντας να αναδιαμορφώσει τη δικαστική εξουσία και να ενισχύσει τις αστυνομικές εξουσίες.

Αυτό δεν έχει βοηθήσει ιδιαίτερα την οικονομία, με τη βιομηχανική παραγωγή της Ιταλίας να μειώνεται κατά περίπου 7,5% τα τελευταία τρία χρόνια, σύμφωνα με την εθνική στατιστική υπηρεσία ISTAT. Χωρίς την υποστήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ενωσης μετά την πανδημία, η Ιταλία μπορεί να είχε βυθιστεί σε ύφεση, παρατηρεί ο «Economist». Tα 194 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης σε επιχορηγήσεις και δάνεια υπήρξαν σανίδα σωτηρίας για την κυβέρνηση Μελόνι. «Το κύριο πρόβλημα είναι ο τρόπος με τον οποίο δαπανήσαμε τα κεφάλαια αυτά» υποστηρίζει ο Κάρλο Καλέντα, πρώην υπουργός Βιομηχανίας και επικεφαλής του κεντρώου κόμματος Δράση. «Ενώ η Ισπανία χρησιμοποίησε τα κεφάλαια για να δώσει κίνητρα στις επιχειρήσεις και να προσελκύσει επενδύσεις, εμείς διανείμαμε χρήματα αδιακρίτως στους δήμους, μεγάλο μέρος των οποίων σε εντελώς άχρηστα έργα».

Η κορυφή και τα ρεκόρ

Εχοντας ξεπεράσει την κυβέρνηση του Μπετίνο Κράξι, η Τζόρτζια Μελόνι έχει πλέον 400 ημέρες για να πιάσει τον Μπερλουσκόνι στην κορυφή της λίστας με τις μακροβιότερες κυβερνήσεις. Μια λίστα που, όπως σημειώνει η «Repubblica», μετριέται μόνο με τη διάρκεια και όχι με συγκεκριμένα αποτελέσματα.

Στην κορυφή πρώτη, ως ρεκόρ που πρέπει να καταρριφθεί, παραμένει η δεύτερη κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, η οποία σχηματίστηκε το 2001 και διήρκεσε μέχρι το 2006, ενώ δεύτερη σε μακροβιότητα είναι η επόμενη κυβέρνηση Μπερλουσκόνι που διήρκεσε τριάμισι χρόνια – από τον Μάιο του 2008 έως τον Νοέμβριο του 2011 – και χαρακτηρίστηκε από σεξουαλικά και οικονομικά σκάνδαλα, καθώς και την οικονομική κρίση.

Η Μελόνι μόλις ξεπέρασε στην κατάταξη τον Μπετίνο Κράξι, όμως, σημειώνει η ιταλική εφημερίδα, «είμαστε πολύ μακριά από τη δεκαετία του 1980, όταν η συμμετοχή στις εκλογές έφτανε το 70%-80%. Σήμερα, ουσιαστικά, η διακυβέρνηση βασίζεται στην ιδέα ότι οι ενέργειες της εκτελεστικής εξουσίας φέρνουν την ταχεία και φευγαλέα συναίνεση της δικής τους βάσης οπαδών και είναι συνώνυμες με το να κάνουν καλή εντύπωση. Ο Μπερλουσκόνι, με τον οποίο ξεκίνησε αυτή η τάση, ποτέ δεν παρέλειπε να υπενθυμίζει σε όλους την αξία του πέρα από την πολιτική, επαναλαμβάνοντας διαρκώς ότι ήταν “νούμερο ένα”».

Και η εφημερίδα συνεχίζει: «Στην τρέχουσα ηγεσία της Μελόνι λείπει η ντροπαλότητα του Κράξι και ο ναρκισσισμός του Καβαλιέρε. Από αυτά που κατά καιρούς βγαίνουν από το στόμα της είναι σαφές ότι βιώνει το Palazzo Chigi ως θυσία (“η φυλακή μου” έχει πει όπως και “είναι σαν να πηδάς με αλεξίπτωτο κάθε μέρα”). Δεν ήταν σίγουρο ότι θα τα καταφέρει, αλλά τελικά αυτό που παίζει ρόλο είναι η αναξιοπιστία οποιασδήποτε εναλλακτικής λύσης, η βαθιά κρίση μιας Αριστεράς που δεν ξέρει πλέον καν πώς να ασκήσει μια σωστή αντιπολίτευση. Επειτα, ναι, φυσικά, διαφωνούν στα δεξιά, αλλά, τελικά, μεταξύ αυτής και αυτών υπάρχει ένα χάσμα που ακόμη και οι ίδιοι οι δεξιοί αναγνωρίζουν».