Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, όπου κυριαρχούν οι συντηρητικοί δικαστές, αποφάσισε να εξετάσει στις αρχές Νοεμβρίου τη νομιμότητα των τελωνειακών δασμών που είχε επιβάλει ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ στους περισσότερους εμπορικούς εταίρους της χώρας. Η υπόθεση αυτή αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο τόσο στην εξωτερική οικονομική πολιτική, όσο και στις διπλωματικές σχέσεις των ΗΠΑ.
Στα τέλη Αυγούστου, ομοσπονδιακό εφετείο της Ουάσιγκτον είχε κρίνει πως μεγάλο μέρος των λεγόμενων «ανταποδοτικών» δασμών που ανακοίνωσε ο Τραμπ μετά την επανεκλογή του επιβλήθηκαν κατά παράβαση της νομοθεσίας. Παρά το γεγονός αυτό, τα μέτρα παρέμειναν προσωρινά σε ισχύ μέχρι να εκδώσει τελική απόφαση το ανώτατο δικαστικό όργανο της χώρας.
Μετά από προσφυγή της κυβέρνησης Τραμπ, το Supreme Court of the United States (SCOTUS) αποφάσισε να εξετάσει επειγόντως την υπόθεση, προγραμματίζοντας σχετική ακροαματική διαδικασία για την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου.
Η αμερικανική κυβέρνηση υποστηρίζει πως ενδεχόμενη ακύρωση των επίμαχων δασμών θα μπορούσε να αποδυναμώσει τη διαπραγματευτική της θέση σε εμπορικές συζητήσεις με τρίτες χώρες. Όπως επισημαίνεται, ο φόβος για απαγορευτικούς δασμούς λειτούργησε ως μέσο πίεσης, οδηγώντας αρκετούς εμπορικούς εταίρους – συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης – να αποφύγουν αντίποινα και να ανοίξουν περισσότερο τις αγορές τους στα αμερικανικά προϊόντα.
Στον πυρήνα η διαπραγματευτική τακτική των ΗΠΑ
Μέχρι να τελεσιδικήσει το θέμα στη δικαιοσύνη, οι διαπραγματεύσεις με διάφορες χώρες συνεχίζονται. Ενδεικτικά, ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε ότι οι συνομιλίες με την Ινδία βρίσκονται σε εξέλιξη, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των ινδικών προϊόντων πλέον φορολογείται με δασμούς άνω του 50%. Το μέτρο αποτελεί απάντηση στην αγορά ρωσικού πετρελαίου από το Νέο Δελχί. Ο Τραμπ δήλωσε μέσω Truth Social: «Είμαι βέβαιος ότι δεν θα δυσκολευτούμε να φθάσουμε σε ευνοϊκή κατάληξη για τις δυο σπουδαίες χώρες μας».
Από τον Ιανουάριο, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επιβάλει, σε διαδοχικά κύματα, επιπλέον δασμούς σε προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ, με τα ποσοστά να κυμαίνονται από 10% έως 50% ανάλογα με τη χώρα και τον τομέα.
Οι εν λόγω «ανταποδοτικοί» δασμοί —διαφορετικοί από τους εξειδικευμένους δασμούς σε τομείς όπως τα αυτοκίνητα, ο χάλυβας και το αλουμίνιο— είναι το επίκεντρο της παρούσας δικαστικής διαμάχης.
Συνταγματικό πλαίσιο και νομικές προεκτάσεις
Το ομοσπονδιακό εφετείο υπογράμμισε ότι ο νόμος περί οικονομικής έκτακτης ανάγκης δεν παρέχει στον πρόεδρο την εξουσία επιβολής τελωνειακών δασμών και άλλων φόρων, νόμιμο προνόμιο που ανήκει αποκλειστικά στο Κογκρέσο. Η υπόθεση εξετάστηκε αρχικά από το εξειδικευμένο ομοσπονδιακό δικαστήριο για το διεθνές εμπόριο (ITC), το οποίο έκρινε πως κανένας αμερικανός πρόεδρος δεν μπορεί να επικαλείται τον νόμο για Εθνικές Οικονομικές Εξουσίες Έκτακτης Ανάγκης (International Emergency Economic Powers Act – IEEPA) του 1977 για να δικαιολογεί την επιβολή «απεριόριστων επιπρόσθετων δασμών σε αγαθά από σχεδόν όλες τις χώρες».
Το IEEPA, σύμφωνα με τους δικαστές, επιτρέπει στον εκάστοτε πρόεδρο να λαμβάνει «απαραίτητα οικονομικά μέτρα» ή να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις μόνο για «την αντιμετώπιση ‘εξαιρετικής και ασυνήθιστης’ απειλής» για τη χώρα.