Η συντριπτική πλειοψηφία ΜΜΕ και αναλυτών συμφωνούν: Η συνάντηση ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Σι Τζινπίνγκ σηματοδότησε μια ανακωχή ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. Όσο για τη διάρκειά της, προβλέπεται να είναι ένα έτος – κάτι, όμως, που μέλλει να αποδειχθεί στην πράξη, με τις «εχθροπραξίες» να είναι πολύ πιθανό να επαναληφθούν πολύ νωρίτερα, καθώς οι δύο χώρες παραμένουν σε τροχιά σύγκρουσης.
Προσοχή, όμως, μην υπάρξουν παρανοήσεις: Ανακωχή δεν σημαίνει ειρήνη, σε καμία περίπτωση. Ειδικά δε αυτή η ανακωχή, η οποία περισσότερο μοιάζει με προετοιμασία για την επικείμενη – και αναπόφευκτη – αναμέτρηση μεταξύ των δύο. Αυτή που θα κρίνει τις νέες ισορροπίες ανάμεσα στη νυν και την ανερχόμενη παγκόσμια υπερδύναμη, αποκρυσταλλώνοντας και τις σφαίρες επιρροής τους.
«Η σύνοδος ήταν μάλλον ένα διάλλειμα παρά μία κατάληξη. Καθώς Κίνα και Αμερική, εγκλωβισμένες στην αμοιβαία καχυποψία τους, συνεχίζουν να συγκρούονται, μια νέα διαμάχη είναι βέβαιο ότι θα ξεσπάσει, αργά ή γρήγορα», σημειώνει στο κεντρικό του άρθρο ο Economist. Για να προσθέσει, επιχειρώντας να διατηρήσει μια αύρα αισιοδοξίας, ότι «τα καλά νέα είναι πως, για την ώρα, οι δύο πλευρές εξακολουθούν να πιστεύουν ότι έχουν περισσότερα να κερδίσουν από την ανοχή, παρά από την αντιπαράθεση».
«Για την ώρα», βεβαίως. Διότι από τη στιγμή που αυτή η «ώρα» περάσει, τότε δεν θα υπάρχει πλέον χώρος για ανοχή, παρά μόνο για πόλεμο – εμπορικό και οικονομικό, πιθανότατα και συμβατικό.
Κοιτά τους Αμερικανούς «στα μάτια»
Όσοι και όσες αναρωτηθούν γιατί έτσι πρέπει να έχουν τα πράγματα, ας λάβουν υπόψη τους αυτό: Η Κίνα είναι σήμερα η μοναδική χώρα η οποία έχει τη δυνατότητα να κοιτάξει στα μάτια τις ΗΠΑ και, όταν κρίνει αναγκαίο, να τις απειλήσει. «Η Κίνα αναδείχθηκε ως ένας ισότιμος αντίπαλος από τη συνάντηση του Τραμπ με τον Σι», όπως διαπιστώνει ανάλυση στους Financial Times.
Τι σημαίνει αυτό; Πολύ απλά, ότι αισθάνεται αρκετά ισχυρή για να διεκδικήσει αυτά που πιστεύει ότι της αναλογούν. Πρωτίστως, ένας «ζωτικός χώρος» στον Ειρηνικό και τη νοτιοανατολική Ασία που θα ελέγχεται από την ίδια και όχι από τους Αμερικανούς – οι οποίοι διαθέτουν στην περιοχή δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, μεγάλες και μικρές στρατιωτικές βάσεις – και τους συμμάχους τους.
Εδώ ακριβώς «κολλάει» και η περίπτωση της Ταϊβάν. Το Πεκίνο τη θεωρεί δικιά του και απαιτεί από την Ουάσιγκτον, η οποία τυπικά έχει αναγνωρίσει ότι είναι μέρος της κινεζικής επικράτειας, να σταματήσει να την ενισχύει και να την προστατεύει στρατιωτικά, τροφοδοτώντας τις αποσχιστικές διαθέσεις της. Διαμηνύει δε ότι εάν αυτό δεν γίνει σεβαστό, δεν θα διστάσει να την προσαρτήσει με τη βία.
Επιπλέον, ο Σι διεκδικεί από όλους να αναγνωρίσουν την καίρια και αναβαθμισμένη θέση της χώρας του στον διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό (καπιταλισμό έχει και η Κίνα, άλλωστε…), σε επίπεδο αγορών, εφοδιαστικών αλυσίδων και νέων τεχνολογιών. Κάτι που σημαίνει, ότι είναι έτοιμος να απαντήσει επιθετικά σε κάθε είδους κυρώσεις, αντίμετρα, δασμούς, αποκλεισμούς επιχειρήσεών της και άλλα παρόμοια, που στόχο έχουν να την περιορίσουν.
Ευρώπη σε κατάσταση νευρικής κρίσης
Το μπαλάκι, λοιπόν, είναι στο γήπεδο των ΗΠΑ και του Τραμπ. Εάν επιλέξουν την κατά μέτωπο σύγκρουση, γνωρίζουν ότι κινδυνεύουν να χάσουν περισσότερα, μια και τα «κεκτημένα» τους είναι πολύ περισσότερα από τα αντίστοιχα της Κίνας. Από την άλλη, όμως, η ιστορία διδάσκει ότι είναι σχεδόν αδύνατο μια υπερδύναμη να «εκχωρήσει» κάποια από αυτά ειρηνικά και μέσω διαπραγμάτευσης.
Σε αυτό το φόντο, είναι λογικό οι πάντες να περιμένουν με αγωνία, αν όχι με τρόμο, την επόμενη στροφή στο «ταγκό του πολέμου» που εδώ και χρόνια χορεύουν Αμερικανοί και Κινέζοι. Κυρίως δε η Ευρώπη η οποία, όπως έχει συνειδητοποιήσει και στην περίπτωση του πολέμου της Ουκρανίας, βρίσκεται σε θέση αδυναμίας και είναι ευάλωτη σε πολλά σημεία.
Ο τίτλος της σχετικής ανάλυσης που δημοσιεύεται στο Politico είναι ενδεικτικός του κλίματος που επικρατεί στις Βρυξέλλες, το Βερολίνο, το Παρίσι και πολλές ακόμη ευρωπαϊκές πρωτεύουσες: «Η συμφωνία Τραμπ-Σι κερδίζει (κάποιο) χρόνο για την Ευρώπη αναφορικά με την Κίνα».
Οι ηγέτες της ΕΕ «έχουν πλέον περιθώριο να ανασάνουν, προσπαθώντας να διαμορφώσουν μια στρατηγική για το εμπόριο, τις πολύτιμες και σπάνιες πρώτες ύλες και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όμως, το ψυχρό κλίμα στις σχέσεις μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων απειλεί να θέσει τα συμφέροντα της Ευρώπης στο περιθώριο», τονίζει η ίδια ανάλυση.
Όχι άδικα, καθώς για πολλούς μεγάλους ευρωπαϊκούς (κυρίως γερμανικούς) επιχειρηματικούς ομίλους η κινεζική αγορά είναι σήμερα όχι απλώς πολύτιμη, αλλά κυριολεκτικά αναντικατάστατη. Από εκεί, άλλωστε, προέρχεται μεγάλο μέρος των εσόδων και των κερδών τους, εκεί διοχετεύουν τον προηγμένο μηχανολογικό τους εξοπλισμό, από εκεί προμηθεύονται απολύτως αναγκαίες πρώτες ύλες (μαζί και σπάνιες γαίες) και άλλα αναγκαία προϊόντα.
Άλλο Ρωσία, άλλο Κίνα
Με άλλα λόγια: Εάν στην περίπτωση της Ουκρανίας οι Ευρωπαίοι, έστω και δύσκολα, υπέκυψαν και διέρρηξαν τους (ενεργειακούς κατά βάση) δεσμούς τους με τη Ρωσία, με την Κίνα απειλούνται από ένα «τσουνάμι». Διότι εάν οδηγηθούν σε κατά μέτωπο σύγκρουση μαζί της – όπως απαιτεί ο Τραμπ και όπως φαίνεται να σχεδιάζει η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν – το πλήγμα που θα δεχθούν οι οικονομίες της Ευρώπης θα είναι τρομακτικό.
Ακόμη δε και αν κάποια στιγμή οι συνέπειές του ξεπεραστούν, είναι βέβαιο ότι η Γηραιά Ήπειρος θα έχει πέσει πολλά σκαλοπάτια στην κλίμακα του – αδυσώπητου – διεθνούς ανταγωνισμού. Τόσα που θα είναι σχεδόν αδύνατο να τα ανέβει ξανά…