Ελληνικό χρώμα στο Mουσείο του Καΐρου

Καθώς τα φώτα το βράδυ του περασμένου Σαββάτου χαμήλωσαν και η μουσική άρχισε να απλώνεται στον αέρα, οι ματιές στράφηκαν στην επιβλητική σκηνή που είχε στηθεί για τα εγκαίνια του Μεγάλου Αιγυπτιακού Μουσείου. Εκεί, ανάμεσα στους 10 χορευτές που ανέλαβαν να εκτελέσουν κομμάτι της χορογραφίας των εγκαινίων, βρέθηκε μια ελληνίδα πρίμα μπαλαρίνα. Ηταν η Αντιγόνη Τσιούλη, η οποία χόρευε με χάρη ανάμεσα στις σκιές και το φως. Κάθε της κίνηση, θύμιζε αρχαίο ρυθμό, κάθε στροφή της έμοιαζε να αφηγείται μια ιστορία, της Αιγύπτου πάνω απ’ όλα, της Ελλάδας που κουβάλαγε μέσα της μα και της ορχηστρικής τέχνης που ενώνει τους λαούς.

«Η χορογραφία ήταν καθαρά φαραωνικού χαρακτήρα, εμπνευσμένη από τον αρχαίο αιγυπτιακό πολιτισμό. Οταν βρέθηκα στη σκηνή, μπροστά σε προσωπικότητες από όλο τον κόσμο και μέσα σε έναν χώρο φορτισμένο με ιστορία, ένιωσα ένα πρωτόγνωρο μείγμα δέους και ευθύνης. Ηταν από αυτές τις στιγμές που σε “πιάνει” ο χώρος και σε αναγκάζει να γίνεις καλύτερος ερμηνευτής», εξομολογείται η ίδια μιλώντας στα «ΝΕΑ».

Πειθαρχία και αφοσίωση

Η επιλογή της να συμμετάσχει στην τελετή εγκαινίων δεν ήταν τυχαία. Με την καλλιτεχνική της πορεία τα τελευταία 12 χρόνια ως μέλος του σώματος του μπαλέτου της Κρατικής Οπερας του Καΐρου, φτάνοντας ως τον βαθμό της πρίμα μπαλαρίνας, θεωρήθηκε μεταξύ άλλων σωστό πρόσωπο για να εκφράσει μέσα από τον χορό, το πνεύμα της σύνδεσης ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν που ήταν ο στόχος ολόκληρης της τελετής. «Η συμμετοχή μου προέκυψε κάπως απρόσμενα αλλά και τιμητικά. Θυμάμαι, ο χορογράφος επισκέφτηκε την Οπερα, αναζητώντας χορευτές με μεγάλη σκηνική εμπειρία και ικανότητα προσαρμογής σε τελετουργικά θέματα. Με πρότειναν και, ύστερα από μια σύντομη διαδικασία επιλογής, έλαβα την πρόσκληση. Για μένα ήταν μια στιγμή συγκίνησης, αισθάνθηκα ότι ανταμείβονταν τα χρόνια δουλειάς μου στην Αίγυπτο», αναφέρει η Αντιγόνη Τσιούλη.

Οι εβδομάδες που προηγήθηκαν της μεγάλης βραδιάς ήταν γεμάτες ένταση, πειθαρχία κι αφοσίωση. Κάθε πρόβα ήταν μια δοκιμασία αντοχής, αφού μαζί με τους υπόλοιπους χορευτές δούλεψε ασταμάτητα για να συνδυάσει τον κλασικό χορό του μπαλέτου με τα αιγυπτιακά στοιχεία που ταίριαζαν στην ατμόσφαιρα των εγκαινίων. «Οι πρόβες διήρκεσαν περίπου έξι εβδομάδες, με καθημερινές δοκιμές αρκετών ωρών. Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν η λεπτομέρεια της τελετουργικής κίνησης. Επρεπε να υπάρξει απόλυτη ακρίβεια, γιατί κάθε χειρονομία είχε συμβολικό χαρακτήρα. Επίσης, ο χώρος ήταν τεράστιος και έπρεπε να μάθουμε να “γεμίζουμε” τη σκηνή χωρίς υπερβολή», σημειώνει η πρίμα μπαλαρίνα, η οποία τη μεγάλη στιγμή της εμφάνισής της άφησε πίσω όλο τον κόπο για να αφήσει να τη συνεπάρει ο ρυθμός της βραδιάς. «Με συγκίνησε ιδιαίτερα η σχέση των αρχαίων Αιγυπτίων με το ιερό και με τους θεούς. Αυτό προσπάθησα να μεταφέρω στην ερμηνεία μου: μια κίνηση που δεν είναι μόνο αισθητική, αλλά έχει βαρύτητα, σαν να κουβαλά μια ιστορία χιλιάδων ετών», συμπληρώνει η χορεύτρια.

Ιστορικές συνδέσεις

Καθώς η εμφάνισή της κορυφωνόταν, η Αντιγόνη Τσιούλη καταλάβαινε πως ο χορός της αποκτούσε μεγαλύτερη σημασία από οποιαδήποτε τεχνική επίδοση. Σε κάθε της βήμα, ένιωθε ότι η ελληνική παράδοση που κουβαλούσε συναντούσε την αιγυπτιακή κληρονομιά κι ότι η παρουσία της στη μεγάλη στιγμή του Καΐρου, λειτούργησε έστω κι άτυπα σαν μια γέφυρα ανάμεσα στους δύο πολιτισμούς. «Ως Ελληνίδα που ζει και εργάζεται στην Αίγυπτο εδώ και τόσα χρόνια, νιώθω συχνά ότι πατάω σε δύο πολιτισμούς που έχουν βαθιές ιστορικές συνδέσεις. Εκείνο το βράδυ ένιωσα ότι με κάποιον τρόπο τιμούσα και τις δύο χώρες. Η τέχνη, άλλωστε, έχει τον τρόπο να ενώνει. Το βράδυ των εγκαινίων, ένιωσα ότι γινόταν μια γέφυρα ανάμεσα σε χώρες, ανθρώπους, εποχές. Και το θεωρώ προνόμιο που ήμουν μέρος αυτής της στιγμής», παραδέχεται και συνεχίζει. «Τη στιγμή που άκουσα το πρώτο χειροκρότημα στην τελετή, σκέφτηκα την οικογένειά μου στην Ελλάδα, τη διαδρομή που με έφερε μέχρι εδώ, κι ένιωσα σαν να τους είχα μαζί μου».

Σύμμαχό της στο έργο της στα εγκαίνια, είχε το ίδιο το μουσείο. Η αρχιτεκτονική του, οι αίθουσές του μα πάνω απ’ όλα η διάταξη των εκθεμάτων δημιουργούσε ένα πρωτότυπο σκηνικό που ενίσχυσε κάθε της κίνηση. «Ηταν σαν να μπαίνεις σε μια χρονοκάψουλα. Η ενέργεια του χώρου είναι σχεδόν απτή. Σου υπενθυμίζει πόσο μικροί είμαστε μπροστά στον χρόνο και πόσο μεγάλη ευθύνη έχουμε να υπηρετούμε τον πολιτισμό», δηλώνει η Αντιγόνη Τσιούλη κι επιστρέφει στην πρώτη στιγμή που πέρασε την πόρτα του μουσείου. «Οταν μπήκα για πρώτη φορά στην κεντρική αίθουσα, ένιωσα το βλέμμα μου να τραβιέται αμέσως στη μνημειακή μορφή του Ραμσή Β΄. Αλλά αυτό που με συγκίνησε βαθύτερα ήταν οι μικρότερες, πιο ταπεινές τελετουργικές φιγούρες. Εχουν μια αθόρυβη δύναμη και μια λεπτότητα που σε κάνει να νιώθεις σεβασμό», επισημαίνει. «Το μουσείο είναι τεράστιο· κάποιος χρειάζεται τουλάχιστον μία ολόκληρη μέρα. Τα κεντρικά βασικά εκθέματα, όπως του Τουταγχαμών, προφανώς τραβούν το ενδιαφέρον. Αλλά θα συνιστούσα να σταθεί κανείς και στις λιγότερο γνωστές συλλογές, εκείνες που δείχνουν την καθημερινότητα: παιχνίδια παιδιών, εργαλεία, μικρές ξύλινες φιγούρες. Εκεί κρύβεται η ψυχή ενός πολιτισμού», συμπληρώνει.

Εθνική Λυρική Σκηνή

Η πορεία της στον χώρο του μπαλέτου ξεκίνησε στην Αθήνα όπου αποφοίτησε από τη σχολή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Αναζητώντας την όπερα που θα στεγάσει τα όνειρά της, βρέθηκε να περνάει από οντισιόν στην Κρατική Οπερα του Καΐρου, όπου έγινε δεκτή. Μέσα σε λίγο μόνο διάστημα αποχαιρέτησε την Ελλάδα για να ξεκινήσει το νέο κεφάλαιο της ζωής της στην Αίγυπτο. Το Κάιρο, πλέον έχει γίνει η βάση της και τη βοήθησε να προσαρμοστεί σ’ ένα διαφορετικό καλλιτεχνικό περιβάλλον. «Το Κάιρο σε σμιλεύει. Είναι πόλη με αντιθέσεις, με ένταση, με ομορφιά και χάος. Με βοήθησε να ωριμάσω, να αποκτήσω αντοχή και να διευρύνω την καλλιτεχνική μου ταυτότητα. Εμαθα να είμαι ευέλικτη, να δουλεύω με διαφορετικούς πολιτισμούς, να ακούω περισσότερο. Προσωπικά και καλλιτεχνικά, νιώθω ότι μεγάλωσα εδώ», καταλήγει η Αντιγόνη Τσιούλη.